Ο Άγιος Μάρκος γεννήθηκε στη Σμύρνη. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ονομαζόταν Χατζή Κωνσταντής, ή δε μητέρα του από τη Σμύρνη και ονομαζόταν Μαρία. Ο ίδιος παντρεύτηκε το έτος 1788 μ.Χ. Μπλέχτηκε όμως στην Έφεσο με άλλη χριστιανή γυναίκα και κάποια ημέρα συνελήφθησασν επ' αυτοφώρω. Ο άγιος και η ερωμένη του αρνήθηκαν την πίστη τους ενώπιον του κριτή.
Ο Μάρκος, γρήγορα αισθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως για την εξωμοσία του, πήγε με δάκρυα και εξομολογήθηκε σε κάποιο πνευματικό, ο όποιος τους διευκόλυνε να φύγουν στη Σμύρνη. Από εκεί, αφού επιβιβάστηκαν σε πλοίο που πήγαινε στην Τεργέστη, το 1792 μ.Χ., αποβιβάστηκαν στη Βενετία, όπου χρίστηκαν με Άγιο Μύρο, κοινώνησαν και παντρεύτηκαν. Αργότερα, ο Μάρκος, αφού περιπλανήθηκε σε διάφορους τόπους, αποφάσισε να μαρτυρήσει για τη χριστιανική πίστη και επέστρεψε στη Χίο και από εκεί στην Έφεσο.
Στην πόλη αυτή συνάντησε τον πνευματικό του και εξομολογήθηκε τον πόθο του, αλλά ο πνευματικός του τον απέτρεψε, λόγω ανοικοδομήσεως του νέου Ναού και του πρόσφατου τότε μαρτυρίου του Αγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου, οι Τούρκοι ήταν πολύ εξαγριωμένοι και θα γκρέμιζαν τον Ναό αυτό. Όποτε ο μάρτυς αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Χίο.
Εκεί, αφού προσευχήθηκε και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, πήγε στο κριτήριο, όπου με θάρρος κήρυξε τη χριστιανική του πιστή. Παρά τις κολακείες του κριτή, ο μάρτυρας παρέμεινε αμετάπειστος. Τότε τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου υπέστη σκληρά και ανελέητα βασανιστήρια. Όταν για δεύτερη φορά τον οδήγησαν στον κριτή, ο Μάρκος και πάλι ομολόγησε τον Χριστό. Οι Τούρκοι εξαγριωμένοι τον γκρέμισαν από τις σκάλες και τον έκλεισαν πάλι στη φυλακή, όπου αυτή τη φορά τον βασάνισαν ακόμα πιο φρικτά. Αλλά ο Μάρκος, αντί να γογγύζει, έψαλλε ευχαριστημένος.
Οι χριστιανοί της Χίου, όταν έμαθαν την υπομονή του μάρτυρα, άρχισαν να νηστεύουν και να προσεύχονται στον Θεό, για να τον ενισχύσει στον μαρτυρικό του αγώνα. Ο Μάρκος αφού κοινώνησε και πάλι των αχράντων μυστηρίων μέσα στη φυλακή, για τρίτη φορά ομολόγησε τον Χριστό μπροστά στον κριτή. Τελικά τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης και τον αποκεφάλισαν στις 5 Ιουνίου 1801 μ.Χ., ημέρα Τετάρτη και ώρα 02.00 το πρωί στη Χίο. Τότε όλοι οι Χριστιανοί της Χίου, έψαλλαν ύμνους ευχαριστήριους στον Θεό για την λαμπρή μαρτυρία του Νεομάρτυρα Μάρκου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Πᾶσαν εὔφρανας, τὴν νῆσον Χίον, Μάρτυς ἔνδοξε Μάρκε θεόφρον, ἀνάγκη ῥύξας λαμπρῶς τὴν εὐσέβειαν, καὶ κατῄσχυνας τὴν πλάνην τὴν βέβηλον, ἐν τοῖς σοῖς λόγοις καὶ ἄθλοις θεόσοφε. Ὡς οὗν ἔτυχες, οὗπερ ἐπόθεις ἀοίδιμε, μνημόνευε ἡμῶν τῶν εὐφημούντων σε.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ´. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοῖς παρεστῶσι τῇ σορῷ σου Μάρκε ἔνδοξε, καὶ προσκυνοῦσί σου πιστῶς τὰ θεῖα λείψανα, τὴν τοῦ Πνεύματος πρεσβείαις σου δίδου χάριν, τὴν σκηνώσασαν ἐν τούτοις καὶ ἐμμένουσαν, καὶ ἐκβλύζουσαν τὰ ρεῖθρα τῶν ἰάσεων, καὶ γὰρ ἔσχηκας παῤῥησίαν πρὸς Κύριον.
Έτερον Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Εὐφημεῖ σε ᾄσμασιν, ἀγαλλομένῃ ἡ Χίος, καὶ λαμπρῶς γεραίρει νῦν, τοὺς θαυμαστούς σου ἀγῶνας, ἔσπευσας εἰς τὸ τεθνάναι· ὢ ξένον θαῦμα! ἔσπεισας τῷ σῷ Δεσπότῃ ἱερουργήσας, τὸν σὸν αἷμα ὡς ἐπόθεις, Μαρτύρων κλέος Μάρκε Χριστοῦ Ἀθλητά.
Μεγαλυνάριον
Ἔχων παῤῥησίαν πρὸς τὸν Θεὸν, τῶν σοὶ προστρεχόντων, τὰ αἰτήματα συμπαθῶς, τὰ πρὸς σωτηρίαν, δίδου ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Μάρκε Νεομαρτύρων τὸ ἐγκαλλώπισμα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χάριν τῶν ἰαμάτων παρὰ Θεοῦ, εἰληφὼς Παμμάκαρ, θεραπεύεις πάθη δεινὰ, δι᾿ ὃ τοῖς ἐν πίστει, σὲ ἐπικαλουμένοις, θεράπευσον τὰ πάθη, ψυχῆς καὶ σώματος.
Ὁ Οἶκος
Τὸν λαμπρὸν ἀριστέα τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀήττητον Ἀθλοφόρον, τὴν τῶν Μαρτύρων καλλονὴν, καὶ ἱερὰν προσθήκην, Μάρκον πάντες συμφώνως, τοῖς τῶν ἐγκωμίων ἀκηράτοις ἄνθεσι καταστέψωμεν πιστοί· ὅν ἔφυσε μὲν ὡς ρόδον τερπνὸν, ἡ ἐν πόλεσι περίπτυστος Σμύρνη, ἐδρέψατο δὲ καλῶς, ἡ περιφανὴς Χίος, ὡς ἐνθέως ταῖς ὀδμαῖς τῶν αὐτοῦ μαρτυρικῶν ἄθλων καὶ ἀνδραγαθημάτων, εὐφροσύνης πληρωθεῖσα· δι᾿ ὃ καὶ ἀγαλλομένῃ, εὐφημεῖ τὴν μνήμην αὐτοῦ, καὶ τοὺς θαυμαστοὺς αὐτοῦ ἀγῶνας γεραίρουσα, ὁ ἁγιάσας με βοᾷ πρὸς αὐτὸν, τῇ ἐκχύσει τῶν σαυτοῦ χαριτοβρύτων αἱμάτων, μή μου ποτὲ ἐπιλάθου, Μαρτύρων κλέος, Μάρκε Χριστοῦ Ἀθλητά.
Κάθισμα
Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.
Χαίρων ἔφερες, ξύλου τὴν θλίψιν, καὶ τὴν κάκωσιν Μάρκε στεῤῥόφρων, καὶ τὰς ὀδύνας τρυφὰς λογιζόεμνος, τὸ ἐν καμίνῳ τῶν παίδων ἀνέμελπες, μέγιστον θαῦμα καὶ ὕμνον ἐπάξιον, ἀγαλλόμενος, Θεῷ ἀναπέμπων ἔνδοξε, ἐτέλεις ἐν εἱρκτῇ καρτερώτατε.