Δύο Χριστιανοί φίλοι, ο Ιωάννης και ο Σέργιος, έταξαν να υιοθετήσουν ο ένας τον άλλο σαν σαρκικοί αδελφοί, μπροστά στην ιερά εικόνα της Παναγίας στη μονή των Σπηλαίων της Λαύρας του Κιέβου. Ο Ιωάννης ήταν πλούσιος και είχε έναν επτάχρονο υιό, τον Ζαχαρία. Όμως ο Ιωάννης αρρώστησε πολύ. Πριν τον θάνατό του ανέθεσε την επιμέλεια και την φροντίδα του υιού του Ζαχαρία, στον φίλο του Σέργιο, στον οποίο εμπιστεύθηκε και μια μεγάλη ποσότητα χρυσού, ώστε να την δώσει στον υιό του Ζαχαρία, όταν αυτός θα έφθανε σε ώριμη ηλικία.
Όταν ο Ζαχαρίας μεγάλωσε, ζήτησε το χρυσάφι από τον Σέργιο. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε ότι είχε παραλάβει κάτι τέτοιο από τον πατέρα του Ζαχαρία. Τότε ο Ζαχαρίας είπε: «Αφήσατέ τον να ορκισθεί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ενώπιον της οποίας έγινε σαρκικός αδελφός με τον πατέρα μου. Και αν ορκισθεί ότι δεν πήρε τίποτε από τον πατέρα μου Ιωάννη, εγώ δεν θα ζητήσω τίποτε από αυτόν». Όταν ο Σέργιος ορκίσθηκε αυτό που ισχυριζόταν, ήθελε να πλησιάσει για να ασπαστεί την εικόνα, αλλά μια δύναμη τον κρατούσε και δεν τον άφησε. Άρχισε τότε να κλαίει και να φωνάζει προς τους Όσιους Πατέρες Αντώνιο και Θεοδόσιο: «Μην αφήνετε αυτόν τον ανελέητο δαίμονα να με καταστρέψει!». Ήταν δαίμονας που του επιτέθηκε κατά παραχώρηση του Θεού.
Μετά από αυτό ο Σέργιος αποφάσισε να παραδώσει τον χρυσό στον Ζαχαρία. Όταν άνοιξαν το κιβώτιο διαπίστωσαν ότι η ποσότητα είχε διπλασιασθεί. Ο Ζαχαρίας, αφού παρέλαβε τον χρυσό, τον πρόσφερε στο μοναστήρι και έγινε μοναχός. Εκεί έζησε για πολύ καιρό με άσκηση και προσευχή και έγινε πλούσιος σε ουράνια χαρίσματα.