(από το Δημήτηρ, εκ του γη + μήτηρ) = αυτός που ανήκει στην θεά Δήμητρα, ο καλλιεργητής, παραγωγός και δημιουργός υλικών αγαθών
Bέλη τα τιτρώσκοντα σάρκα καιρίως,Δημητρίων ηγείτο βέλη νηπίων.
Ο Άγιος Δημητρίων μαρτύρησε αφού θανατώθηκε με βέλη.