(από το αθανασία) = το αιώνιο πνευματικό δημιούργημα του Θεού, ο αιώνιος.
Ῥάβδοις Ἀθανάσιε σαυτὸν ἐκδίδως,Σπεύδων θανεῖν μέν, ζῆν δὲ πολλῷ κρειττόνως.
Ο Άγιος Αθανάσιος μαρτύρησε βασανιζόμενος με ραβδιά. Δεν έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.