(εβραϊκή λέξη) = Αυτόν που ο Θεός έκανε τέλειο.
Tέμνου Iωσήφ, ανδρικώς διά ξίφους,Kαι εκ Θεού στέφανον, άφθαρτον δέχου.
Ο Άγιος Ιωσήφ καταγόταν από το Χαλέπιο και οι Τούρκοι, επειδή ήταν ευσεβής, τον συκοφάντησαν ότι δήθεν είπε θα γίνει Τούρκος. Μπροστά στις υποσχέσεις και τις κολακείες του κριτή, ο Ιωσήφ παρέμεινε αμετάθετος στην πίστη του και με θάρρος ήλεγξε τη μουσουλμανική θρησκεία. Αφού αποδείχθηκε ακλόνητος και αμετάπειστος στις απόπειρες των Τούρκων να τον άλλαξοπιστήσουν, δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου με αποκεφαλισμό στις 4 Φεβρουαρίου 1686 μ.Χ.Ο υπ' αριθ. 2142 (129) κώδικας του XVIII αιώνος της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, εδάφ. 23, αναφέρει το μαρτύριο του Αγίου στις 17 Φεβρουαρίου.