(από την λέξη ανατολή) = ο άνθρωπος του φωτός, ο φωτισμένος.
Δύσας Ἀνατόλιος ἐκτομῇ κάρας,Ἑῷον εἶδε φῶς νοητὸν Κυρίου.
Ο Άγιος Ανατόλιος ήταν στρατιωτικός. Βλέποντας το μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου ομολόγησε τον Χριστό και τελικά μαρτύρησε διά ξίφους.