(από την λέξη κήρυξ) = ο κήρυκας.
Ἐγώ, Πάτερ Κήρικε, καὶ τεθνηκότα,Κἂν καρδία φέρειν σε, κἂν γλώττῃ θέλω.
Ο Όσιος Κήρυκος ο εν Άπρω ασκήτεψε στην Θράκη, κοντά στην πόλη του Άπρου και κοιμήθηκε με ειρήνη.