(από το αγαθός + δώρο) = το πολύτιμο δώρο (του Θεού).
Ἀγαθοδώρῳ δῶρον ἐξ ἐμῶν λόγων,Δωρῶ, δοθέντι τῷ Θεῷ δι' αἱμάτων.
Ο Άγιος Αγαθόδωρος μαρτύρησε στα Τύανα (σημερινή Nίδρα ή Nίγδελι) της Καππαδοκίας. Στην αρχή του ξερρίζωσαν τα δόντια, έπειτα του έκοψαν τη γλώσσα, και κατόπιν του αφαίρεσαν με ξυράφι το δέρμα. Αλλά η πίστη του προς τον Χριστό, έμεινε ακέραια και ακλόνητη, καταντροπιάζοντας τους άγριους βασανιστές. Τέλος πέθανε, αφού του διαπέρασαν τα μυαλά με πυρωμένα σουβλιά, από τα όποια όμως φλογερώτερος απέμεινε ο ζήλος της ευσέβειας και της αγάπης του προς τον Χριστό.