(από το αθανασία) = το αιώνιο πνευματικό δημιούργημα του Θεού, ο αιώνιος.
Ουχί παλαιός Aθανάσιος πέλει.Ούτος, νέος δε, Μάρτυς εστί Κυρίου.
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Αττάλεια και ζούσε στη Σμύρνη, όπου συναναστρεφόταν με Οθωμανούς, που συνεχώς τον κορόιδευαν για την πίστη του. Αν και αγράμματος, ο Αθανάσιος απαντούσε εύστοχα στις κοροϊδίες αυτές, έτσι ώστε οι Οθωμανοί πολλές φορές έμεναν άφωνοι.Κάποια μέρα ο Αθανάσιος ακούστηκε να λέει στα τούρκικα τη φράση «Δόξα τῷ Θεῷ» (Λάϊ λαλά). Συνελήφθη λοιπόν από τους πιο πάνω Οθωμανούς, με την αιτιολογία ότι δήθεν με τη φράση του αυτή, ομολόγησε πίστη στον Μωάμεθ. Και έτσι οδηγήθηκε στον κριτή. Επειδή όμως δεν υπέκυπτε στις αξιώσεις του Ιεροδικαστή να εξισλαμιστεί, αποκεφαλίστηκε την 7η Ιανουαρίου 1700 μ.Χ. στη Σμύρνη, μετά από φρικτά βασανιστήρια πολλών ήμερων. Μετά από τρεις ήμερες και με άδεια του κριτή, χριστιανοί παρέλαβαν το Ιερό λείψανο και το έθαψαν με τιμές στον ναό της Αγίας Παρασκευής.