(λέξη εβραϊκή) = ο τίμιος και εκλεκτός γενάρχης.
Γενάρχης του Εβραϊκού έθνους που ήταν πρότυπο θεοσέβειας και ταπεινοφροσύνης.
Eις τον Aβραάμ.Τὶς οἶκός ἐστιν; Ἀβραὰμ τεθνηκότος.Οὐ κόλπος ἄλλοις οἶκος, ὡς τῷ Λαζάρῳ.Eις τον Λωτ.Ὑπῆρξε τῷ Λὼτ οὐρανός Σηγὼρ νέα,Εἰς ὃν φθάσας, πέφευγεν ὡς πῦρ τὸν βίον.
ΑβραάμΟ Αβραάμ υπήρξε πατριάρχης και ιδρυτής του εβραϊκού έθνους. Το αρχικό του όνομα είναι Άβραμ, έχει επικρατήσει όμως να ονομάζεται Αβραάμ, που σημαίνει «πατέρας ενός λαού» ή «πατέρας πλήθους (πολλών)».Ήταν γιος του Θάρα (Θάρρα) και αδερφός του Ναχώρ και του Αρράν (Γένεση 11,26 και Ιησούς του Ναυή 24,2). Η οικογένειά του προερχόταν από τη φυλή του Σημ, αλλά κατοικούσε στην Ουρ των Χαλδαίων. Ο πατέρας του ο Θάρρα, όπως και...