(στρατός + νίκη) = ο οργανωτής της νίκης του στρατού, ο νικητής.
1) Αθηναίος ποιητής και κιθαρωδός της εποχής του Αλεξάνδρου.2) Κιζυκηνός γλύπτης του 2ου π.Χ. αιώνα
Ὁ Στρατόνικος τῷ διὰ ξίφους τέλει,Ἅπαν στράτευμα δαιμόνων νικᾷ μόνος.
Ο Άγιος Στρατόνικος μαρτύρησε δια ξίφους.