ΗΣΑΪΑΣ ΚΕ´ 1 - 9
1 Κύριε ὁ Θεός μου, θὰ σὲ δοξάσω, θὰ ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, διότι ἐποίησες θαυμαστὰ πράγματα, ἀπόφασιν παλαιάν, ἡ ὁποία ὑπὸ τῆς ἐκβάσεως θ’ ἀποδειχθῇ ἀληθής.Γένοιτο, Κύριε.
2 Διότι μετέβαλες τὰς πόλεις τῶν ἀσεβῶν εἰς χῶμα, πόλεις ὀχυρὰς τόσον πολύ, ὥστε ἐπίστευαν ὅτι δὲν θὰ πέσουν ποτὲ τὰ θεμέλιά των τῶν ἀσεβῶν ἡ πόλις δὲν θὰ οἰκοδομηθῇ ποτὲ εἰς τὸν αἰῶνα.
3 Διότι δὲ θὰ καταστρέψῃς τὰς πόλεις τῶν ἀσεβῶν, διὰ τοῦτο θὰ σὲ δοξολογήσῃ ὁ λαὸς ὁ ταπεινός, ὁ ἐπὶ σὲ καὶ οὐχὶ ἐπὶ τὰς ἰδίας του δυνάμεις ἐλπίζων· καὶ πόλεις ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀδικοῦνται ἀπὸ τοὺς διαθέτοντας ἰσχὺν ἀσεβεῖς, θὰ σὲ δοξολογήσουν, διότι θὰ τὰς ἐλευθερώσῃς ἀπὸ τὴν ἀδικίαν.
4 Σὲ εὐλογοῦν καὶ σὲ δοξολογοῦν, διότι σὺ ἔγινες εἰς πᾶσαν πόλιν ταπεινὴν καὶ εἰς σὲ ἐλπίζουσαν βοηθός, καὶ εἰς τοὺς λόγῳ ἐνδείας ἀθυμήσαντας σκέπη ἀνακουφιστικὴ καὶ ἐνθαρρυντική· ἀπὸ ἀνθρώπους πονηροὺς θὰ τοὺς γλυτώσῃς· εἶσαι σκέπη δροσίζουσα τοὺς διψῶντας καὶ πνοὴ καὶ ἔμπνευσις θάρρους εἰς ἀνθρώπους ἀδικουμένους.
5 Εἴμεθα ὡσὰν ἄνθρωποι ὀλιγόψυχοι, οἱ ὁποῖοι διψῶμεν πολιορκημένοι μέσα εἰς τὴν πόλιν σου Σιὼν ἀπὸ ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, εἰς τοὺς ὁποίους πρὸς παιδαγωγίαν μᾶς παρέδωκες.
6 Καὶ θὰ κάμῃ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων συμπόσιον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη εἰς τὸ ὄρος τοῦτο τῆς Σιών· καὶ θὰ πίουν εὐφροσύνην, ὅσοι θὰ παρακάθηνται εἰς αὐτό, καὶ θὰ πίουν οἶνον.
7 Θὰ χρισθοῦν δὲ μὲ μύρον.Εἰς τὸ ὄρος αὐτὸ παράδωσε ὅλα αὐτὰ τὰ εὐφρόσυνα εἰς τὰ ἔθνη· διότι ἡ ἀπόφασις αὕτη εἶναι δι’ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ὄχι μόνον διὰ τοὺς Ἰουδαίους.
8 Κατέπιε τούτους ὁ θάνατος, ὑπερισχύσας πρὸς καιρόν· καὶ πάλιν ὅμως Κύριος ὁ Θεὸς διὰ τῆς ἐλπίδος τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου ἀφήρεσε κάθε δάκρυον ἀπὸ κάθε πρόσωπον τὸ ὄνειδος καὶ τὴν ἐντροπήν, ποὺ ἐδημιούργησεν εἰς τὸν λαὸν ὁ ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας προκληθεὶς θάνατος, τὰ ἀφήρεσεν ἀπὸ ὅλην τὴν γῆν τοῦτο εἶναι βέβαιον, διότι οὐχὶ ἄνθρωπός τις, ἀλλὰ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου τὸ εἶπε.
9 Καὶ θὰ εἴπουν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς θείας ἐπισκέψεως καὶ τῆς ἐνδόξου ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου: Ἰδοὺ ὁ Θεός μας ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἠλπίζαμεν καὶ ὁ ὁποῖος ἦτο ἡ χαρὰ καὶ τὸ ἀγαλλίαμά μας καὶ ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς σώσῃ.Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος.Περιεμείναμεν καρτερικῶς αὐτὸν καὶ τώρα θὰ χαρῶμεν καὶ θὰ εὐφρανθῶμεν διὰ τὴν σωτηρίαν μας.
ΓΕΝΕΣΙΣ Θ´ 8 - 17
8 Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱούς του, ποὺ ἦσαν μαζί του:
9 «Νά· ἐγὼ σήμερα συνάπτω συμφωνίαν, κάμνω συνθήκην μαζί σας καὶ μὲ τοὺς ἀπογόνους σας, οἱ ὁποῖοι θὰ σᾶς διαδεχθοῦν,
10 καὶ μὲ κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν, ποὺ ὑπάρχει μαζί σας: Μὲ τὰ πτηνὰ καὶ τὰ ἥμερα ζῶα καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς, μὲ ὅλα ὅσα ἐβγῆκαν μαζί σας ἀπὸ τὴν κιβωτόν.
11 Καὶ σᾶς ὑπόσχομαι, ὅτι τὴν συμφωνίαν μου αὐτὴν μαζί σας θὰ τὴν καταστήσω ἀπαρασάλευτον καὶ δὲν θὰ ἀποθάνῃ πλέον τὸ ζωϊκὸν βασίλειον ἀπὸ τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ πλέον κατακλυσμὸς νεροῦ, διὰ νὰ καταστρέψῃ ὅλην τὴν γῆν».
12 Ἀκόμη ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Νῶε: «Τὸ σημεῖον, ἡ ἀπόδειξις τῆς συμφωνίας, ποὺ συνάπτεται μεταξύ μας καὶ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ κάθε ζωντανῆς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὑπάρχει τώρα μαζί σας καὶ θὰ ὑπάρχῃ εἰς ὅλες τὶς γενεές, ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, εἶναι τοῦτο:
13 Τοποθετῶ τὸ οὐράνιον τόξον μου, τὸ εἰρηνικὸν σύμβολον τῆς ἴριδος, εἰς τὰ νέφη· τοῦτο θὰ εἶναι σημεῖον, σφραγῖδα καὶ ὑπόμνησις τῆς συμφωνίας, ἡ ὁποία συνάπτεται μεταξύ μας καὶ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ποὺ ζοῦν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
14 Καὶ θὰ συμβαίνῃ τοῦτο: Ὅταν θὰ συναθροίζω τὰ νέφη εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν, θὰ φαίνεται τὸ οὐράνιον τόξον εἰς τὰ νέφη,
15 καὶ τότε θὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν συμφωνίαν, τὴν διαβεβαίωσιν καὶ ὑπόσχεσίν μου, ἡ ὁποία ὑπάρχει μεταξύ μας καὶ μεταξὺ ἐμοῦ καὶ κάθε ἄλλης ζωῆς, ποὺ ὑπάρχει εἰς κάθε σάρκα· καὶ δεν θὰ πέσ ποτὲ πλέον τὸ νερόν, διὰ νὰ κατακλύσῃ καὶ σκεπάσῃ τὴν γῆν, ὥστε νὰ πνίξῃ καὶ νὰ ἐξολοθρευσῃ κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν (ἀνθρώπου καὶ ζώου).
16 Καὶ τοῦτο τὸ οὐράνιον τόξον μου θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὰ νέφη, καὶ θὰ τὸ βλέπω διὰ νὰ ἐνθυμοῦμαι τὴν αἰωνίαν συμφωνίαν, ποὺ συνῆψα μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ κάθε ἄλλης ζωντανῆς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐπάνω εἰς τὴν γῆν».
17 Ὁ Θεὸς εἶπεν ἀκόμη πρὸς τὸν Νῶε· «αὐτὸ τὸ οὐράνιον τόξον εἶναι τὸ μόνιμον καὶ αἰώνιον σημεῖον τῆς συμφωνίας, ποὺ συνῆψα μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ κάθε ζωντανῆς ὑπάρξεως, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἐπάνω ες τὴν γῆν».
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΒ´ 8 - 22
8 Τὸ στόμα τοῦ συνετοῦ καὶ φρονίμου ἀνθρώπου ἐπαινεῖται καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ κάθε σοβαρὸν καὶ φρόνιμον ἄνδρα διὰ τὰς σοφὰς συμβουλὰς ποὺ δίδει καὶ τοὺς καλοὺς λόγους ποὺ λέγει, ἐνῶ ὁ χονδροκέφαλος καὶ ἀνόητος ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλότητός του, περιφρονεῖται δι’ ὅσα θὰ εἴπῃ.
9 Εἶναι πολὺ ἀνώτερος ὁ κοινωνικὼς ἄσημος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δουλεύει καὶ ἐξυπηρετεῖ καὶ τὸν ἑαυτόν του καὶ τὴν οἰκογένειάν του, ἀπὸ τὸν κενόδοξον καὶ φαντασμένον, ποὺ ἐπιζητεῖ νὰ τὸν τιμοῦν οἱ ἄλλοι, ἐνῷ στερεῖται καὶ αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ.
10 Ὁ καλὸς ἄνθρωπος πονεῖ τὰ ζῶα του καὶ ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν ζωὴν καὶ τὴν συντήρησίν των, ἐνῷ ἀντιθέτως ἡ καρδία τῶν ἀσεβῶν εἶναι σκληρὰ ὄχι μόνον ἀπέναντι τῶν ἀλόγων ζώων, ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι τῶν λογικῶν ἀνθρώπων.
11 Ὅποιος δουλεύει τὰ χωράφια του ἐπιμελῶς, θὰ ἔχῃ καλὴν ἐσοδείαν καὶ θὰ χορτάσῃ ψωμί, ἐνῷ ὅσοι ἐπιζητοῦν τὴν ματαιότητα, αὐτοὶ δὲν ἔχουν μυαλὸ καὶ θὰ πεινάσουν.
11α Ὅποιος ἀρέσκεται νὰ συχνάζῃ εἰς τὰ οἰνοπωλεῖα καὶ νὰ μεθύῃ, αὐτὸς θὰ κληρονομήσῃ εἰς τὸ σπίτι του ἀτιμίαν καὶ ἐντροπήν.
12 Αἱ ἐπιθυμίαι τῶν ἀσεβῶν εἶναι κακαὶ καὶ ἄστατοι, ἐνῶ αἱ ἐπιθυμίαι τῶν εὐσεβῶν καὶ δικαίων εἶναι ἅγιαι καὶ θεοσεβεῖς· διὰ τοῦτο αὐτοὶ μένουν ἀκλόνητοι καὶ σταθεροί, ὅπως τὰ αἰωνόβια ὀχυρώματα.
13 Ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος μὲ τὰ ἄσχημα καὶ ἀπερίσκεπτα λόγια τοῦ δημιουργεῖ εἰς τὸν ἑαυτόν του πειρασμοὺς πολλοὺς καὶ πίπτει μέσα εἰς παγίδας. Ὁ δίκαιος ὅμως γλυτώνει ἀπὸ αὐτάς, διότι συγκρατεῖ τὴν γλῶσσαν του.
13α Ἐκεῖνος ποὺ κυττάζει ἥμερα, θὰ ἐπισύρῃ τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν συγγνώμην, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τρέχει εἰς τὰ δικαστήρια τὰ ἐγκατεστημένα εἰς τὰς πύλας τῶν πόλεων, αὐτὸς θὰ συγκρουσθῇ μὲ τοὺς ἀντιδίκους του καὶ θὰ στενοχωρήσῃ τὰς ψυχὰς ἐκείνων, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδικήν του.
14 Ἀπὸ τὰ καλὰ λόγια, τὰ ὁποῖα σὰν καρποὶ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἐναρέτου ἀνθρώπου, θὰ γεμίσῃ ἡ ζωή του ἀπὸ ἀγαθά, ὡς μισθὸς δὲ τῶν χειλέων του καὶ ἀπάντησις εἰς τοὺς λόγους του θὰ δοθῇ εἰς αὐτὸν εὐτυχία.
15 Οἱ δρόμοι, τοὺς ὁποίους βαδίζουν οἱ ἄφρονες, ἐνῷ εἶναι διεστραμμένοι καὶ ὁδηγοῦν εἰς καταστροφήν, φαίνονται εἰς αὐτοὺς λόγῳ τοῦ σκοτισμοῦ των ὀρθοὶ καὶ ἀσφαλεῖς. Ἀντιθέτως ὁ φρόνιμος καὶ συνετός, ὡς ταπεινὸς ποὺ εἶναι, ἐπειδὴ δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνην εἰς τὴν κρίσιν του, προσέχει τὰς συμβουλὰς τῶν ἄλλων.
16 Ὁ ἄφρων ὀργίζεται καὶ παραφέρεται μὲ τὸ παραμικρὸν καὶ παρευθύς, μὴ ἀναλογιζόμενος ποὺ θὰ τὸν ἐξωθήσῃ ὁ θυμός του, ὁ συνετὸς ὅμως καὶ μυαλωμένος ἄνθρωπος συγκρατεῖ τὴν ὀργήν του, ἡ ὁποία εἶναι ἐξευτελισμὸς καὶ ἀτιμία.
17 Ἡ μαρτυρία τοῦ δικαίου ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου εἶναι φανερὰ καὶ ἀντέχει εἰς τὸν δημόσιον ἔλεγχον, ἐνῷ ὁ ψευδομάρτυς, ποὺ ἀδικεῖ μὲ τὴν κατάθεσίν του, εἶναι δόλιος καὶ πονηρός.
18 Εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μὲ τὰ λόγια των πληγώνουν τοὺς ἄλλους ὡς διὰ μαχαίρας. Αἱ γλῶσσαι ὅμως τῶν σοφῶν καὶ συνετῶν κλείουν πληγὰς καὶ ἰατρεύουν πονεμένας καρδίας.
19 Τὰ χείλη τοῦ φιλαλήθους μάρτυρος καθιστοῦν τὴν μαρτυρίαν του εἰς τὰ δικαστήρια ἀπρόσβλητον, ὁ μάρτυς ὅμως, ποὺ ὁμιλεῖ γρήγορα, μὲ ἀπερισκεψίαν καὶ ἐπιπολαιότητα, ἔχει γλῶσσαν ἄδικον.
20 Εἰς τὸ βάθος τῆς καρδίας ἐκείνου, ποὺ βυσσοδομεῖ μηχανορραφίας, ὑπάρχει δόλος καὶ πονηρία, ἐνῷ ἐκεῖνοι, ποὺ θέλουν εἰρήνην μετὰ τῶν ἄλλων, θὰ δοκιμάσουν εὐφροσύνην καὶ χαράν.
21 Εἰς τὸν δίκαιον δὲν ἀρέσει κανὲν ἄδικον καὶ κακόν, οἱ ἀσεβεῖς ὅμως εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ κακίαν.
22 Τὰ χείλη ποὺ ψευδονται, εἶναι βδέλυγμα εἰς τὸν Κύριον, ὁ εἰλικρινὴς ὅμως καὶ μετὰ τιμιότητας συμπεριφερόμενος εἶναι ἀγαπητὸς εἰς Αὐτόν.