ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Β´ 3 - 15
3 Καὶ σᾶς ἔγραψα ἀκριβῶς τοῦτο εἰς προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ διορθώσετε ἐν τῷ μεταξὺ τὰς ἀταξίας, ὥστε, ἐὰν ἔλθω εἰς Κόρινθον, νὰ τὰ εὕρω ὅλα ἐν τάξει καὶ νὰ μὴ δοκιμάσω λύπην ἐξ αἰτίας ἐκείνων, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ χαίρω. Ἄλλως τε ἡ λύπη μου θὰ ἐλύπει καὶ σᾶς. Διότι ἔχω δι’ ὅλους σας πεποίθησιν, ὅτι ἡ χαρά μου εἶναι χαρὰ ὅλων σας.
4 Μὴ νομίσετε δὲ ὅτι διὰ τοὺς ἐλέγχους, ποὺ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν ἐπιστολήν μου ἐκείνην, ἐγὼ δὲν ἐδοκίμασα τίποτε. Διότι σᾶς ἔγραψα ἀπὸ πολλὴν θλῖψιν καὶ στενοχώριαν τῆς καρδίας, μὲ δάκρυα πολλά, ὄχι διὰ νὰ λυπηθῆτε, ἀλλὰ διὰ νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ὑπερβολικὰ ἔχω πρὸς σᾶς.
5 Ἐὰν δὲ κάποιος μὲ τὴν σοβαρὰν ἁμαρτίαν του ἔγινε πρόξενος λύπης, αὐτὸς δὲν ἔχει λυπήσει μόνον ἐμέ, ἀλλ’ εἰς κάποιον βαθμὸν ἐλύπησεν ὅλους σας, διὰ να μὴ σᾶς ἐπιβαρύνω μὲ τὴν κατηγορίαν, ὅτι ἐμείνατε ἀδιάφοροι εἰς τὴν παρεκτροπήν του.
6 Εἶναι ἀρκετὴ εἰς τὸν τοιοῦτον ἡ ἐπίπληξις αὐτή, ποὺ τοῦ ἔγινεν ἀπὸ τοὺς περισσοτέρους.
7 Ὥστε τώρα χρειάζεται ἡ ἀντίθετος πρὸς τὴν ἐπίπληξιν συμπεριφορά. Πρέπει μᾶλλον σεῖς νὰ τοῦ δώσετε τώρα χάριν καὶ συγγνώμην καὶ νὰ τὸν παρηγορήσετε, μήπως ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς λύπης ἀπελπισθῇ οὗτος καὶ τὸν καταπίῃ ὁ διάβολος.
8 Δι’ αὐτὸ σᾶς παρακαλῶ νὰ δείξετε δημοσίᾳ εἰς αὐτὸν ἀγάπην πραγματικὴν καὶ βεβαίαν.
9 Διότι δι’ αὐτὸ καὶ σᾶς ἔγραψα εἰς τὴν προηγουμένην μου ἐπιστολήν, διὰ νὰ γνωρίσω τὴν δοκιμασμένην πρόοδόν σας, ἐὰν εἰς ὅλα ἔχετε ὑπακοήν. Καὶ τὴν ἐδείξατε, ὅταν ἀπεκόψατε τὸν παρεκτραπέντα, ὅπως καὶ τώρα θὰ τὴν δείξετε δεχόμενοι πάλιν αὐτόν.
10 Εἰς ὅποιον δὲ παρέχετε χάριν καὶ συγγνώμην εἰς κάτι, δίδω καὶ ἑγὼ χάριν. Διότι καὶ ἐγώ, ἂν ἔχω χαρίσει κάτι, εἰς ὅποιον τὸ ἔχω χαρίσει, διὰ σᾶς τὸ ἐχάρισα ὑπὸ τὰ βλέμματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν αἰσθάνομαι νὰ μὲ παρακολουθῇ.
11 Δηλαδὴ πρὸς πνευματικὴν ὠφέλειαν καὶ πρὸς δόξαν τοῦ Χριστοῦ ἔκαμα τὴν χάριν αὐτήν, διὰ νὰ μὴ νικηθῶμεν μὲ ἀπάτην ἀπὸ τὸν σατανᾶν. Λέγω δὲ μὲ ἀπάτην τοῦ σατανᾶ, διότι γνωρίζομεν τὰς δολίας ἐπινοήσεις του.
12 Σᾶς εἶπα, ὅτι εἰς τὴν Ἀσίαν ἐδοκίμασα πειρασμοὺς καὶ θλίψεις. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔφυγα ἀπ’ ἐκεῖ, ἄλλου εἴδους θλῖψις μὲ εὗρεν. Ὅταν δηλαδὴ ἦλθα εἰς τὴν Τρῳάδα διὰ νὰ κηρύξω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνῶ ἐκεῖ μοῦ εἶχε ἀνοιχθῆ θύρα καὶ εὐκαιρία διὰ τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου,
13 δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἔχω ἀνακούφισιν καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὸ πνεῦμα μου, ἐπειδὴ δὲν εὗρον τὸν Τίτον τὸν ἀδελφόν μου, ποὺ τὸν ἐπερίμενα νὰ μοῦ φέρῃ ἐκεῖ εἰδήσεις ἀπὸ σᾶς. Δὲν ἔμεινα λοιπὸν ἐκεῖ, ἀλλ’ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτησα, ἐβγῆκα καὶ ἐπῆγα εἰς Μακεδονίαν, ὅπου ἔλαβα τὰς εὐχαρίστους αὐτὰς εἰδήσεις.
14 Εὐχαριστία δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος νικῶν καὶ θριαμβεύουν περιφέρει καὶ ἡμᾶς πάντοτε εἰς τὸν θρίαμβόν του, ὡς διακόνους τῆς νίκης του, ποὺ συντελεῖται διὰ τὸν Χριστὸν καὶ τὸ εὐαγγέλιόν του.Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν θριαμβευτικὴν αὐτὴν πορείαν τοῦ εὐαγγελίου του φανερώνει διὰ μέσου ἡμῶν τὴν εὐωδίαν τῆς γνώσεώς του εἰς κάθε τόπον.
15 Διότι πράγματι ἠμεῖς οἰ ἀπόστολοι καὶ κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου εἴμεθα Χριστοῦ εὐωδία, εὐχάριστος εἰς τὸν Θεόν· εὐωδία δὲ μεταξὺ τῶν σωζομένων, καθὼς καὶ μεταξὺ ἐκείνων ποὺ καταδικάζονται εἰς αἰωνίαν ἀπώλειαν.