(φιλώ + ίππος) = ο αγαπών τα άλογα και την ιππασία.
Ἵππον ταχὺν Φίλιππος τὴν τομὴν ἔχων,Πρὸς τὸν φιλοῦντα θᾶττον ἦλθε Δεσπότην.
Ο Άγιος Φίλιππος μαρτύρησε δια ξίφους.