(από το ήσυχος) = ο ήσυχος, ο γαλήνιος, ο δημιουργός γαλήνης, ο συμβιβαστικός
Σπουδαίος λεξικογράφος από την Αλεξάνδρεια του 5ου μ.χ. αιώνα
Ποθῶν τὸν ὄντως Ἡσύχιος Δεσπότην,Καὶ τὸν δι᾿ αὐτὸν ἡσύχως φέρει βρόχον.
Ο Άγιος Ησύχιος μαρτύρησε δια απαγχονισμού.