ΗΣΑΪΑΣ ΚΘ´ 13 - 23
13 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος: Μὲ πλησιάζει ὁ λαὸς οὗτος μὲ τὸ στόμα του μόνον καὶ μὲ τιμοῦν μὲ τὰ χείλη των, ἡ καρδία των ὅμως μακρὰν ἀπέχει ἀπὸ ἐμέ· ἀνωφελῶς δὲ καὶ ματαίως μὲ σέβονται, διότι διδάσκουν ἐντολὰς καὶ διδασκαλίας ἀνθρώπων καὶ ὄχι τὰς ἰδικάς μου.
14 Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ λαὸς αὐτὸς δὲν μὲ φοβεῖται πραγματικῶς, δι’ αὐτὸ καὶ Ἐγὼ ἰδού, θὰ προσθέσω καὶ νέαν τιμωρίαν, θὰ μεταθέσω δηλαδὴ καὶ θὰ ἐκτοπίσω ἐκ τῆς πατρίδος του τὸν λαὸν τοῦτον καὶ θὰ μεταθέσω αὐτούς, ἐπιτρέπων νὰ αἰχμαλωτισθοῦν εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ να διασπαροῦν ἀνὰ τὰ ἔθνη, καὶ θὰ καταστρέψω τὴν σοφίαν τῶν νομιζόντων ἑαυτοὺς σοφούς, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν θεωρούντων ἑαυτοὺς συνετοὺς θὰ τὴν σκεπάσω καὶ ἐξαφανίσω.
15 Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν βαθεῖαν καὶ σοφήν, ὡς φαντάζονται, ἀπόφασιν καὶ οὐχὶ σύμφωνον πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὸν φωτισμὸν τοῦ Κυρίου.Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐκτελοῦν κρυφίως ἀπόφασιν καὶ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκότος τὰ ἔργα των.Καὶ θὰ εἶπουν οὗτοι πλανώμενοι: Ποῖος μᾶς ἔχει ἴδει; Καὶ ποῖος θὰ μάθῃ ἡμᾶς ἢ αὐτά, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς πράττομεν;
16 Πόσον πλανῶνται ὅμως, φανταζόμενοι ὅτι θὰ διαφύγουν τὸ ὄμμα τοῦ Θεοῦ! Δὲν θὰ ὑπολογισθῆτε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡσὰν τὸν πηλὸν τοῦ κεραμέως; Αὐτὸς δὲν ἔπλασε καὶ σᾶς; Μήπως θὰ εἴπῃ αὐτὸ ποὺ ἐπλάσθη μὲ πηλόν, εἰς ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἔπλασε: Δὲν μὲ ἔπλασες σύ; Ἢ μήπως αὐτὸ ποὺ ἐποιήθη, θὰ εἴπῃ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ μὲ σκέψιν καὶ σχέδιον τὸ ἐποίησε: Δὲν μὲ κατεσκεύασες μὲ σκέψιν καὶ σύνεσιν; Αὐτὸ θὰ διδάξῃ σοφίαν καὶ σύνεσιν τὸν ποιητήν του;
17 Δὲν θὰ περάσῃ παρὰ ὀλίγος χρόνος καὶ θὰ μεταβληθῇ τὸ ὑπὸ ἀγρίων δένδρων ἀποτελούμενον ὄρος Λίβανος ὡσὰν τὸ εὔφορον καὶ καρποφόρον ὄρος Κάρμηλος· καὶ τὸ ὄρος Κάρμηλος θὰ λογαριασθῇ καὶ συγκαταριθμηθῇ εἰς δάσος ἄγριον, στερούμενον δένδρων καρποφόρων;
18 Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς μεταβολῆς θὰ ἀκούσουν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ θὰ κατανοήσουν τοὺς λόγους τοῦ ἐσφραγισμένου βιβλίου ἄνθρωποι, ποὺ προτήτερα ἦσαν κωφοί, καὶ μάτια τυφλῶν, ποὺ τώρα εἶναι βυθισμένα εἰς τὸ σκότος καὶ εἰς τὴν ὁμίχλην, θὰ ἴδουν.
19 Καὶ θὰ σκιρτήσουν ἀπὸ ἀγαλλίασιν διὰ τὸν Κύριον μὲ εὐφροσύνην ἄνθρωποι, ποὺ τώρα πνευματικῶς εἶναι πτωχοί, καὶ ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀπηλπισμένοι καὶ θεωρούμενοι ἀνεπίδεκτοι σωτηρίας θὰ γεμίσουν εὐφροσύνην.
20 Θὰ ἐκλείψῃ κάθε ἄνομος καὶ θὰ ἀπολεσθῇ κάθε ὑπερήφανος καὶ θὰ ἐξολοθρευθοῦν αὐτοί, οἱ ὁποῖοι τώρα παραβαίνουν τὸν Νόμον λόγῳ τῆς κακίας, ὑπὸ τῆς ὁποίας κατέχονται.
21 Θὰ ἐκλείψουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι παγιδεύουν τοὺς ἀνθρώπους διὰ νὰ παρεκτραποῦν διὰ λόγου· καθὼς καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θέτουν πρόσκομμα εἰς ὅλους τοὺς δικάζοντας εἰς τὰς πύλας τῶν πόλεων διὰ νὰ ἐξαπατήσουν αὐτούς, διότι οὖτοι διέστρεψαν τὸ δίκαιον συστηματικῶς διὰ νὰ ἰκανοποιήσουν ἀδίκους φίλους των ἢ σκοποὺς των.
22 Διὰ τοῦτο αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακώβ, τοὺς ὁποίους ἐξεχώρισεν ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ: Τώρα δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ ὁ οἶκος Ἰακώβ, οὔτε θὰ ἀλλάξῃ τὸ πρόσωπόν του τώρα ἐκ φόβου ἢ ἐξ ἐντροπῆς ὁ Ἰσραήλ.
23 Ἀλλ' ὅταν ἴδουν τὰ τέκνα των τὰ ἔργα μου, θὰ δοξάσουν τὸ ὄνομά μου δι’ ἐμέ, ὁ ὁποῖος εἰργάσθην ταῦτα· καὶ θὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἁγιότητα ἐμοῦ, ὁ ὁποῖος ὄντως εἶμαι ὁ ἅγιος Θεὸς τοῦ Ἰακώβ, καὶ θὰ φοβηθοῦν τὸν Θεόν, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευσεν ὁ εὐλογημένος γενάρχης τῶν Ἰακώβ, ποὺ ὠνομάσθη καὶ Ἰσραήλ.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΒ´ 1 - 7
1 Καὶ ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Ἅβραμ: «Βγές, φύγε καὶ ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ ἀπὸ τὸ πατρικόν σου σπίτι· ἄφησε ὅλα τὰ ἀκίνητα ὑποστατικά σου καὶ πήγαινε εἰς χώραν, τὴν ὁποίαν δὲν γνωρίζεις καὶ τὴν ὁποίαν δὲν σοῦ λέγω· ταξίδευσε εἰς τόπον, τὸν ὁποῖον θὰ σοῦ δείξω.
2 Καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἀναδείξω γενάρχην μεγάλου ἔθνους καὶ θὰ σὲ εὐλογήσω πλουσίως μὲ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά, καὶ θὰ δοξάσω τὸ ὄνομά σου καὶ θὰ εἶσαι πλούσιος, τιμημένος καὶ δοξασμένος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων· θὰ σὲ ἀξιώσω τόσης εὐλογίας, ὥστε αὐτὴ θὰ διαρκῇ αἰωνίως.
3 Θὰ εὐλογήσω δὲ καὶ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ σὲ σέβωνται καὶ θὰ σὲ τιμοῦν καὶ θὰ καταράσθω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι θὰ σὲ κακολογοῦν, θὰ σὲ ὑβρίζουν καὶ θὰ σὲ πολεμοῦν. Ἡ μεγαλύτερη δὲ εὐλογία, ποὺ σοῦ δίδω, εἶναι ὅτι διὰ σοῦ, δι’ ἑνὸς τῶν ἀπογόνων σου, θὰ εὐλογηθοῦν ὄχι μόνον ἕνα ἔθνος, τὸ Ἰουδαϊκόν, ἀλλὰ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς».
4 Ὁ Ἅβραμ ἐπίστευσεν ἀπολύτως εἰς τὰ ὅσα ἄκουσεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸν ἀνεχώρησε καὶ ἐπροχώρησε μὲ σταθερὰν ἀπόφασιν ὅπως τοῦ εἶπεν ὁ Κυριος· μαζί του δὲ ἐπῆγε καὶ ὁ Λώτ, ὁ ὀρφανὸς ἀνεψιὸς καὶ προστατευόμενός του. Ὁ δὲ Ἄβραμ ἦταν ἑβδομῆντα πέντε ἐτῶν, ὅταν ἐβγῆκε καὶ ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Χαρράν.
5 Ὁ Ἄβραμ παρέλαβε μαζί του καὶ τὴν γυναῖκα του Σάραν καὶ τὸν Λώτ, τὸν υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἀρράν, καὶ ὅλην τὴν κινητὴν περιουσίαν των καὶ τὰ ποίμνια, ποὺ εἶχαν ἐν τῷ μεταξὺ ἀποκτήσει, καὶ ὅλους τοὺς δούλους καὶ τὶς δοῦλες ποὺ ἀπέκτησαν (κατὰ τὸ δίκαιον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης) εἰς Χαρράν, καὶ ἐπροχώρησε (ἀπὸ τὴν πόλιν Χαρρὰν) διὰ νὰ μεταβῇ εἰς τὴν χώραν Χαναάν.
6 Ὅταν ὁ Ἅβραμ ἔφθασεν εἰς τὴν χώραν Χαναάν, τὴν διέσχισε κατὰ μῆκος (ἀπὸ βορρᾶν πρὸς νότον) μέχρι τοῦ τόπου τῆς Συχέμ, κοντὰ εἰς τὴν τοποθεσίαν, ποὺ ὀνομάζεται «ὑψηλὴ βελανιδιά». Τότε εἰς τὴν χώραν αὐτὴν κατοικοῦσαν οἰ Χαναναῖοι.
7 Εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον ἐφανερώθη ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἅβραμ (ἐφανερώθη ὅπως ὁ ἄπειρος Θεὸς γνωρίζει μόνον καὶ ὅσον καὶ ὅπως ἠμποροῦσε νὰ τὸν ἴδη ὁ Ἄβραμ) καὶ τοῦ εἶπεν· «ὄχι εἰς σέ, ἀλλ' εἰς τοὺς ἀπογόνους σου θὰ δώσω τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὁποίαν σοῦ δεικνύω». Καὶ ὁ Ἅβραμ, ἀναπαυμένος καὶ ἰκανοποιημένος ἀπὸ τὴν θείαν ὑπόσχεσιν, καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖ ἐφανερώθη εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, ἔκτισε πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου θυσιαστήριον· μὲ τὴν πρᾶξιν αὐτὴν εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ταυτοχρόνους ἀφιέρωσεν εἰς Αὐτὸν τὴν χώραν τῆς Χαναάν.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΔ´ 15 - 26
15 Ὁ ἀφελὴς καὶ εὔπιστος ἄνθρωπος δίδει ἐμπιστοσύνην εἰς κάθε λόγον ποὺ θὰ ἀκούσῃ, ἐνῷ ὁ ἔξυπνος, καὶ ἐὰν ἀκόμη ἐπίστευσε πρὸς στιγμὴν τὰ ὅσα τοῦ εἶπαν, ὅταν ἐρευνήσῃ καὶ δὲν εὕρῃ τούτα ὀρθά, μεταβάλλει γνώμην.
16 Ὁ σοφὸς καὶ μυαλωμένος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ φοβεῖται τὰς παγίδας, ἀποφεύγει τὰς ἀφορμὰς τοῦ κακοῦ καὶ παραμερίζει, ἐνῷ ὁ ἀσύνετος, ἐπειδὴ ἔχει αὐτοπεποίθησιν, ἔρχεται εἰς πυκνὴν ἐπικοινωνίαν καὶ συνάφειαν μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀθετεῖ τὸν θεῖον νόμον καὶ ἐξομοιοῦται πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν ὀλεθρίαν τύχην του.
17 Ὁ ὀξύθυμος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ κατὰ τὴν παραφοράν του δὲν εἶναι κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του, προβαίνει εἰς πράξεις ἀπερισκέπτους, σὰν νὰ μὴ εἶχεν ἐλευθέραν βούλησιν, ἐνῷ ὁ φρόνιμος καὶ πρᾶος δεικνύει μεγάλην ὑπομονὴν καὶ αὐτοσυγκρατεῖται.
18 Οἱ ἄφρονες θὰ ἔχουν ὡς μερίδιον καὶ κληρονομίαν τὴν κακίαν, οἱ ἔξυπνοι ὅμως καὶ συνετοὶ θὰ κρατήσουν ὡς πολύτιμον κτῆμα των τὴν διάκρισιν καὶ εὐσυνειδησίαν, τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ.
19 Οἱ κακοὶ θὰ κλονισθοῦν, θὰ γλιστρήσουν καὶ θὰ πέσουν ταπεινωμένοι ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τῶν ἀγαθῶν ἀνθρώπων, καὶ οἱ ἀσεβεῖς θὰ ὑπηρετήσουν ὡς δοῦλοι εἰς τὰς θύρας τῶν δικαίων.
20 Φίλοι ἀνειλικρινεῖς καὶ συμφεροντολόγοι θὰ μισήσουν καὶ δὲν θὰ ἀγαποῦν πλέον φίλους των ποὺ ἐπτώχυναν οἱ φίλοι ὅμως τῶν πλουσίων εἶναι πολλοί, ἐπειδὴ ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ ἐκμεταλλεύωνται αὐτούς.
21 Ὅποιος ὑβρίζει καὶ περιφρονεῖ ἐκεῖνον ποὺ ἐπτώχυνεν, ἁμαρτάνει, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ συμπαθεῖ καὶ ἐλεεῖ τοὺς πτωχούς, εἶναι ἄξιος νὰ ἐγκωμιάζεται καὶ νὰ μακαρίζεται.
22 Ἐκεῖνοι ποὺ πλανῶνται εἰς τὴν ἁμαρτίαν, μαστορεύουν διαρκῶς τὸ κακόν, ἐνῷ οἱ συμπαθεῖς καὶ ἀληθῶς ἀγαθοὶ ἐργάζονται καὶ σχεδιάζουν ὅ,τι εἶναι συμφέρον καὶ ὠφέλιμον διὰ τοὺς ἄλλους. Οἱ σχεδιασταὶ τοῦ κακοῦ, οἱ κακοποιοί, δὲν ἠξεύρουν τί θὰ πῇ εὐσπλαγνία, τιμιότης καὶ ἀξιοπιστία. Αἱ ἐλεημοσύναι δὲ καὶ ἡ τήρησις τῶν ὑποσχέσεων συναντῶνται εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται καὶ θέλουν τὸ καλόν.
23 Εἰς καθένα, ποὺ ἐργάζεται καὶ δὲν κάθεται ξέγνοιαστος, θὰ ὑπάρχουν πάντοτε περισσεύματα ἀγαθῶν, ἐνῷ ὁ φιλήδονος καὶ ὁ ἀναίσθητος, ποὺ ἀποφεύγει τὸν ἱδρῶτα καὶ τὸν κόπον τῆς ἐργασίας, θὰ εὑρίσκεται πάντοτε εἰς στέρησιν καὶ πτωχείαν.
24 Εἰς τοὺς σοφοὺς στέφανος δόξης εἶναι ὁ πλοῦτος τῶν γνώσεών των, ἐνῷ ἡ συντροφιὰ τῶν ἀνοήτων καὶ ἀσυνέτων εἶναι πάντοτε βλαβερὰ καὶ ἀνεπιθύμητος.
25 Ὁ φιλαλήθης μάρτυς ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου θὰ σώσῃ τὸν ὑπόδικον ἀπὸ πολλὰ δεινά, ἐνῷ ἀντιθέτως ὁ δόλιος καὶ πονηρὸς μάρτυς ἐφευρίσκει καὶ χαλκεύει ψεύδη καυστικὰ καὶ καταστρεπτικά.
26 Εἰς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἡ ἰσχυρὰ καὶ ἀμετακίνητος ἐλπίς, ὁποῖος δὲ ἔχει φόβον Θεοῦ, θὰ τὸν κληροδοτήσῃ εἰς τὰ παιδιά του ὡς στήριγμα ἰσχυρὸν καὶ ἀσφαλές.