ΗΣΑΪΑΣ ΚΗ´ 14 - 22
14 Διότι λοιπὸν πρόκειται νὰ συμβοῦν ταῦτα, διὰ τοῦτο πρὸς πρόληψιν τῶν κακῶν τούτων ἀκούσατε τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὦ ἄνδρες, ποὺ θὰ ὑποστῆτε τὴν φοβερὰν αὐτὴν θλῖψιν, καὶ ὦ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ποὺ κατοικεῖ ἐν Ἱερουσαλήμ.
15 Σᾶς λέγω δὲ νὰ ἀκούσετε τὸν λόγον αὐτὸν τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ εἴπω, διότι εἴπατε: Ἐκάμαμεν συνθήκην μὲ τὸν Ἅδην καὶ ὑπεγράψαμεν συμβόλαια συμφωνίας μὲ τὸν θάνατον.Ἐὰν ἐπερχομένη καταιγὶς ὀργῆς καὶ συμφορᾶς πλησιάσῃ πρὸς ἡμᾶς, κατ’ οὐδένα λόγον δὲν θὰ ἔλθῃ ἐφ’ ἡμῶν.Ἐθέσαμεν τὴν ἐλπίδα μας εἰς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι καὶ ψεῦσται εἶναι καὶ οὐχὶ βέβαια καὶ ἀμετακίνητα θεμέλια ἀσφαλείας· καὶ μὲ τὸ ψεῦδος αὐτὸ θὰ σκεπασθῶμεν καὶ θὰ προστατευθῶμεν ἀπὸ τὴν καταιγίδα.
16 Διότι λοιπὸν ἐστηρίξατε τὴν ἐλπίδα σας ἐπὶ τοῦ ψεύδους, δι’ αὐτὸ οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Ἰδοὺ ἐγὼ θὰ βάλω εἰς τὰ θεμέλια τῆς πνευματικῆς μου Σιὼν λίθον πολύτιμον, ἐκλεκτόν, ἀγκωνάρι στηρίζον τὴν ὅλην οἰκοδομὴν καὶ συνδέον εἰς ἓν τοὺς τοίχους αὐτῆς· τιμημένον λίθον θὰ θέσω εἰς τὰ θεμέλιά της· καὶ καθένας ποὺ θὰ στηρίζῃ τὴν πεποίθησίν του εἰς αὐτόν, κατ’ οὐδένα λόγον δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ, διαψευδομένων τῶν ἐπ’ αὐτοῦ στηριχθεισῶν ἐλπίδων του.
17 Καὶ ἡ κρίσις, τὴν ὁποίαν θὰ κάμω, θὰ εἶναι ἀναμεμειγμένη μὲ ἐλπίδα διὰ τοὺς κρινομένους, τὸ δὲ ἔλεος θὰ ἐκτείνεται εὐρὺ εἰς μεγάλους σταθμούς.Ἐνῷ σεῖς, ποὺ ἐστηρίξατε τὴν πεποίθησίν σας εἰς τὸ ψεῦδος, ματαίως ἠλπίσατε ὅτι δὲν θὰ ἐπέλθῃ ἐπὶ σᾶς καταιγίς.
18 Μὴ ἀμφιβάλλετε ὅτι θὰ ἀφαιρέσῃ τὴν μετὰ τοῦ θανάτου συνθήκην σας· καὶ ἡ ἐλπίς σας, τὴν ὁποίαν ἐστηρίξατε εἰς τὸν Ἅδην, δὲν θὰ παραμείνῃ.Ἐὰν δὲ ἐπέλθῃ ἐκσπῶσα καταιγίς, θὰ καταπατηθῆτε ὑπ’ αὐτῆς.
19 Ὅταν ἐπέλθῃ ἡ καταιγὶς καὶ συμφορά, θὰ σᾶς καταλάβῃ· ἀπὸ τὸ ἕνα πρωῒ ἕως τὸ ἄλλο πρωῒ θὰ ἐπέλθῃ, καὶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας καὶ κατὰ τὴν νύκτα θὰ περιμένετε μετὰ τρόμου συμφορὰς καὶ ὄλεθρον.Μάθετε λοιπὸν ἐγκαίρως νὰ ὑπακούετε.
20 Ὅταν ἐπέλθῃ ἡ καταιγίς, θὰ εἶναι ἀργά.Τότε στενοχωρούμενοι ὅλοι μας, καὶ ἡμεῖς οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ δὲν θὰ δυνάμεθα νὰ μαχώμεθα, ὥστε σεῖς ὁ λαὸς νὰ μὴ διαλυθῆτε, ἀλλὰ νὰ συναχθῆτε συμπολεμοῦντες μεθ’ ἡμῶν.
21 Θὰ ἀναστῇ ὁ Κύριος κατὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, ὅπως εἰς τὸ ὄρος τῶν ἀσεβῶν ἄλλοτε κατὰ τῶν Φιλισταίων, καὶ θὰ γίνῃ ὅ,τι καὶ εἰς τὴν κοιλάδα Γαβαὼν μετὰ θυμοῦ θὰ κάμῃ τὰ κατὰ τῶν Ἰουδαίων ἔργα του· καὶ τὸ ἔργον του τοῦτο θὰ εἶναι ἔργον ἐκ πικρίας πολλῆς προερχόμενον· ὁ δὲ θυμός του κατὰ τρόπον ἐντελῶς διαφορετικὸν καὶ ἀσυνήθη θὰ μεταχειρισθῇ τοὺς Ἰουδαίους, καὶ ἡ πικρία του θὰ εἶναι διαφορετική, ὁποία μέχρι τοῦδε δὲν ἐξεδηλώθη.
22 Καὶ σεῖς μὴ γένοιτο νὰ εὐφραίνεσθε, οὔτε νὰ ἀναπαύεσθε εἰς τὴν ἰσχὺν τῶν ἐκ τῶν συμμαχιῶν σας μετ’ ἀνθρώπων δεσμῶν διότι ἀποφάσεις καὶ πράγματα βέβαια, ὡσὰν νὰ εἶχαν ἤδη συντελεσθῇ, καὶ εἰς βραχὺν χρόνον πραγματοποιηθησόμενα ἤκουσα ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων, τὰ ὁποῖα θὰ κάμῃ εἰς ὅλην τὴν γῆν τῆς Παλαιστίνης.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ι´ 32 - 32
32 Αὐτὲς εἶναι οἱ φυλές, ἀπόγονοι τῶν τριῶν υἱῶν τοῦ Νῶε κατὰ τὶς διάφορες γενεαλογίες καὶ τὰ διάφορα ἔθνη. Οἱ ἀπόγονοι των διεσκορπίσθησαν μετὰ τὸν κατακλυσμὸν εἰς τὶς εἰδωλολατρικὲς νήσους καὶ χῶρες τῆς γῆς.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΑ´ 1 - 9
1 Απὸ τῆς δημιουργίας τοῦ Ἀνθρώπου μέχρι τότε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὠμιλοῦσαν μίαν γλῶσσαν καὶ εἶχαν τὴν ἰδίαν ὁμιλίαν ἦσαν ὅλοι ὁμόφωνοι καὶ ὁμόγλωσσοι.
2 Καὶ ὅταν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Νῶε ἐξεκίνησαν ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ μέρη καὶ ἐπροχώρησαν πρὸς τὰ δυτικά, εὑρῆκαν μίαν εὐρύχωρον καὶ εὔφορον πεδιάδα εἰς τὴν περιοχὴν Σενναάρ (μεταξὺ τῶν ποταμῶν Τίγρητος καὶ Εὐφράτου) καὶ ἐγκατεστάθησαν ἐκεῖ.
3 Καὶ εἶπεν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον· «ἐμπρός, ἐλᾶτε ὅλοι μαζὶ πρόθυμα καὶ χωρὶς ἀναβολήν· ἂς καταακευάσωμεν πλιθάρια καὶ ἂς τὰ ψήσωμεν εἰς τὴν φωτιάν, διὰ νὰ γίνουν σκληρὰ καὶ στερεά». Ἔτσι ἐχρησιμοποίησαν διὰ τὸ κτίσιμον τῆς πόλεως καὶ τοῦ πύργου πλιθάρια ὡς πέτρες· καὶ ὡς λάσπην, διὰ νὰ συγκολλῶνται τὰ πλιθάρια, ἐχρησιμοποίησαν ἄσφαλτον (πίσσαν).
4 Κατόπιν εἶπαν μεταξύ των· «ἐμπρός, ἐλᾶτε ὅλοι μαζὶ πρόθυμα καὶ χωρὶς ἀναβολήν· ἂς κτίσωμεν διὰ τὸν ἑαυτόν μας πόλιν καὶ πύργον μεγάλον καὶ ὑψηλόν, τοῦ ὁποίου ἡ κορυφὴ θὰ φθάνῃ μέχρι τοῦ οὐρανοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον θὰ ἀφήσωμεν εἰς τοὺς ἀπογόνους μας ἔνδοξον μνημεῖον, ποὺ θὰ διαλαλῇ τὸ περιβόητον ὄνομά μας, προτοῦ διασκορπισθῶμεν εἰς ὅλην τὴν ἔκτασιν τῆς γῆς».
5 Ὅταν ἡ ἀλαζονικὴ ἐκείνη γενεὰ ἄρχισε τὸ κτίσιμον, ὁ αἰώνιος Θεὸς κατέβη διὰ νὰ ἴδῃ τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον ποὺ ἔκτιζαν οἱ ἀδύνατοι ἄνθρωποι.
6 Καὶ τότε εἶπεν ὁ Θεός: «Νά· εἶναι ὅλοι τους ἕνας λαός, ἔχουν μίαν ἀπόφασιν καὶ ὁμιλοῦν μίαν γλῶσσαν ἄρχισαν ἤδη να πραγματοποιοῦν μὲ τρόπον ἐγωϊστικὸν αὐτὸ ποὺ ἐσκέφθησαν· καί (ὁ Θεὸς προσθέτει εἰρωνικά) ὅ,τι βάλουν εἰς τὸν νοῦν των καὶ ὅ,τὶ σκεφθοῦν, δὲν θὰ ἠμπορέσῃ κανεὶς νὰ τοὺς ἐμποδίσῃ, ἀλλὰ θὰ τὸ θέσουν εἰς ἐνέργειαν καὶ θὰ τὸ τελειώσουν».
7 Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφάζων τὴν ἀπόφασίν του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιον πρὸς Αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον του καὶ τὸ ὁμόθρονον καὶ συναΐδιον πρὸς Αὐτὸν Παράκλητον Πνεῦμα (ὁμιλῶν δηλαδὴ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἐν Ἑαυτῷ καὶ πρὸς Ἑαυτόν), εἶπεν: «Ἐμπρός, ἂς κατεβοῦμε ἐκεῖ καὶ ἂς ἐπιφέρωμεν σύγχυσιν εἰς τὴν γλῶσσαν των διὰ νὰ μὴ ἐννοῇ ὁ ἕνας τὴν γλῶσσαν τοῦ ἄλλου καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ συνεννοηθοῦν μεταξύ των».
8 Αὐτὸ ἔγινε· ὁ Κύριος μὲ τὴν σύγχυσιν ποὺ ἔφερεν εἰς τὴν γλῶσσαν των καὶ τὴν ἀσυνεννοησίαν ποὺ ἐδημιουργησε μεταξύ των, τοὺς ἀνάγκασε νὰ διασκορπισθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ νὰ σταματήσουν πλέον νὰ κτίζουν τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον.
9 Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη ὁ τόπος ἐκεῖνος Βαβέλ, ποὺ σημαίνει Σύγχυσις, διότι ἐκεῖ ἐπέφερεν ὁ Θεὸς σύγχυσιν εἰς τὶς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τοὺς διεσκόρπισεν εἰς πλην τὴν ἔκτασιν τῆς γῆς.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΓ´ 19 - 25
19 Ἐκεῖνος ποὺ συναναστρέφεται μὲ σοφοὺς καὶ θεοσεβεῖς, θὰ γίνῃ καὶ αὐτὸς σοφὸς καὶ θεοσεβής, καὶ ὅποιος συμβαδίζει μὲ ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους ἡ ἁμαρτία κατέστησεν ἄφρονας, διὰ τῆς μιμήσεως τούτων θὰ ἀποδειχθῇ ὅμοιος πρὸς αὐτοὺς ἀξιοκατάκριτος.
20 Ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἁμαρτάνουν συστηματικῶς, θὰ τοὺς καταδιῴκουν κατὰ πόδας πολλὰ δεινά· τοὺς ἀγαθοὺς ὅμως καὶ ἐναρέτους θὰ συναντήσουν πολλὰ καλά.
21 Ὁ καλὸς ἄνθρωπος θὰ ἀφήσῃ κληρονομίαν ὄχι μόνον εἰς τὰ παιδιά του, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἐγγόνια του· ὁ πλοῦτος ὅμως τῶν ἀσεβῶν συναθροίζεται διὰ νὰ περιέλθῃ εἰς τὰ χέρια τῶν ἐναρέτων καὶ θεοσεβῶν.
22 Οἱ δίκαιοι θὰ ζήσουν ἐπὶ πολλὰ ἔτη διατηροῦντο τὰ πλούτη των, ἐνῷ οἰ ἄδικοι θὰ ἐξαφανισθοῦν συντόμως.
23 Ὅποιος λυπᾶται τὴν ράβδον καὶ τὸ μαστίγιόν του, δηλαδὴ ὅποιος δὲν παιδαγωγεῖ μὲ αὐστηρότητα, μισεῖ τὸ παιδί του. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἀγαπᾷ πραγματικῶς καὶ ὄχι τυφλῶς καὶ συναισθηματικῶς τὸ παιδί του, τὸ παιδαγωγεῖ μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν, χρησιμοποιῶν καὶ ποινὰς αὐστηράς, ὅταν τὸ ἐπιβάλλῃ ἡ ἀνάγκη.
24 Ὁ δίκαιος, ὅταν τρώγῃ, ἰκανοποιεῖ τὴν κοιλίαν του καὶ χορταίνει, διότι γνωρίζει νὰ τρώγῃ μὲ μέτρον, αἱ κοιλίαι ὅμως τῶν ἀσεβῶν εἶναι πάντοτε ἀνικανοποίητοι καὶ ἀχόρταστοι.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΔ´ 1 - 6
1 Γυναῖκες συνεταὶ καὶ φρόνιμοι, μὲ τὴν οἰκοκυροσύνην τῶν, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν ἀφοσίωσίν των εἰς τὸν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα των ἔκτισαν σπίτια· ἐνῷ ἡ ἄφρων καὶ ἄμυαλη, μὲ τὴν σπατάλην, τὴν ὀκνηρίαν καὶ τὴν παραμέλησιν τῶν καθηκόντων της ἐξεθεμελίωσε μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια τὸ σπίτι της καὶ τὸ κατέστρεψεν.
2 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καλὴν διαγωγὴν καὶ εἶναι τίμιος καὶ εἰλικρινής, φοβεῖται τὸν Θεόν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει εἰς τοὺς κακοὺς δρόμους, θὰ κατεντροπιασθῇ.
3 Ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἀφρόνων βγαίνει ράβδος καὶ μαστίγιον, ποὺ κινεῖται μὲ ὕβρεις καὶ προσβάλλει τοὺς ἄλλους, ἐνῷ τὰ χείλη τῶν φρονίμων προσέχουν τὶ θὰ εἴπουν καὶ προφυλάσσουν αὐτοὺς ἀπὸ τὰς συνεπείας τῶν παρεκτροπῶν τῆς γλώσσης.
4 Ὅπου δὲν ὑπάρχουν βόδια, αἱ φάτναι καὶ τὰ βουστάσια εἶναι καθαρά, ὅπου δὲ βλέπεις πολλὰ γεννήματα καὶ εἰσοδήματα, ἐκεῖ εἶναι φανερὰ ἡ ἀξία καὶ ἡ δύναμις τοῦ βοδιοῦ, ποὺ καλλιεργεῖ τὰ χωράφια.
5 Ὁ φιλαλήθης μάρτυς δὲν ψεύδεται ποτέ, ὁσονδήποτε καὶ ἂν ἐκβιασθῇ, ἐνῷ ὁ ψευδομάρτυς χαλκεύει διαρκῶς ψέματα, ποὺ κατακαίουν καὶ καταστρέφουν τὸν πλησίον.
6 Θὰ ζητήσῃς σοφίαν καὶ σύνεσιν εἰς τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν θὰ εὕρῃς, ἐνῷ τὸ λεπτὸν ἠθικὸν αἰσθητήριον εὔκολα εὑρίσκεται εἰς τοὺς φρονίμους καὶ συνετούς.