ΗΣΑΪΑΣ Γ´ 1 - 14
1 Ιδοὺ λοιπὸν ὁ δεσπότης, ὁ παντοκράτωρ Κύριος, θὰ παραχωρήσῃ ὅπως ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ πᾶσα δύναμις καὶ ὑποστήριξις ἐξ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς καὶ πᾶσα ἐνίσχυσις ἄρτου καὶ ὕδατος καὶ πᾶν ὑπ’ αὐτῶν συμβολιζόμενον θεμελιῶδες στήριγμα τῆς πολιτείας
2 Θὰ ἀφαιρέσῃ γίγαντα καὶ ἰσχυρὸν καὶ ἄνθρωπον ἐμπειροπόλεμον καὶ δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ συνετὸν καὶ προβλεπτικὸν ἄνδρα καὶ πρεσβύτερον μὲ πεῖραν καὶ φρόνησιν
3 καὶ στρατιωτικὸν ἀρχηγὸν καὶ διακεκριμένον σύμβουλον καὶ σοφὸν ἀρχιτέκτονα καὶ συνετὸν ἀκροατήν.
4 Καὶ θὰ ἐπιτρέψω νὰ ἔλθουν ἐπὶ κεφαλῆς των ἄρχοντες μὲ νεανικὰ μυαλὰ καὶ ἀπατεῶνες νὰ τοὺς τυραγνήσουν καὶ νὰ γίνουν κύριοί των.
5 Καὶ θὰ πέσῃ καθ’ ἑαυτοῦ ὁ λαός· θὰ ἐπιπέσῃ ὁ εἰς ἄνθρωπος κατὰ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου καὶ κάθε ἄνθρωπος κατὰ τοῦ πλησίον του· καὶ θὰ συγκρουσθῇ αὐθαδῶς τὸ παιδίον πρὸς τὸν γέροντα καὶ ὁ στερούμενος τιμῆς πρὸς τὸν ἔντιμον καὶ εὐυπόληπτον ἄνθρωπον.
6 Διότι τοιαύτη θὰ εἶναι ἡ ἔλλειψις τῶν πάντων ἐξ αἰτίας τῆς ἀναρχίας καὶ κακοδιοικήσεως, ὥστε θὰ κρατῇ κάθε ἄνθρωπος τὸν τυχόντα ὅμοιόν του ἢ τὸν συγγενῆ του πατρός του λέγων: Σὺ ἔχεις ἔνδυμα καὶ δὲν εἶσαι γυμνὸς ὡσὰν καὶ μᾶς· γίνε λοιπὸν ἀρχηγός μας καὶ ἡ διατροφή μας ἂς ἐξαρτᾶται ἀπὸ σέ.
7 Καὶ ἀφοῦ ἀποκριθῇ ὁ εἰς τὴ ἀρχηγίαν προσκαλούμενος, θὰ εἴπῃ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην: Δὲν θὰ εἶμαι ἀρχηγός σου· διότι δὲν ὑπάρχει εἰς τὸ σπίτι μου ψωμὶ οὔτε ἔνδυμα· δὲν θὰ εἶμαι ἀρχηγὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.
8 Διότι ἀσφαλῶς θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἡ Ἰουδαία θὰ πέσῃ μαζὶ μὲ αὐτήν, διότι αἱ γλῶσσαι των λαλοῦν λόγους ἀνομίας, ἐνῷ συγχρόνως αὐτοὶ διὰ τῶν ἔργων των παρουσιάζονται ἀπειθοῦντες πρὸς τὸν Κύριον.Ἐγκατελείφθη δὲ ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ κατεστράφη ἡ Ἰουδαία, διότι τώρα ἐταπεινώθη ἡ δόξα των.
9 Καὶ ἡ ἐντροπή, ποὺ ἐκδηλοῦται εἰς τὰ πρόσωπά των διὰ τὰς ἐπαίσχυντους πράξεις των, μαρτυρεῖ κατ’ αὐτῶν καὶ ἀπεσείσθη ἀπὸ αὐτούς· τὴν ἁμαρτίαν τῶν δὲ διεκήρυξαν καὶ ἐφανέρωσαν ἀπροκαλύπτως.Ἀλλοίμονον εἰς αὐτούς, διότι ἔχουν λάβει ἀποφάσεις πονηρὰς καὶ κακάς, αἱ ὁποῖαι εἰς τὸ τέλος θὰ ἐκσπάσουν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ των.
10 Πράγματι δὲ καθ’ ἑαυτῶν ἔλαβον κακὴν καὶ ὀλεθρίαν ἀπόφασιν, ὅταν εἶπαν: Ἂς δέσωμεν τὸν δίκαιον, διότι εἶναι δυσκολομεταχείριστος εἰς ἠμᾶς καὶ ἀντιστρατεύεται εἰς τὰ ἰδιοτελῆ καὶ πονηρὰ σχέδιά μας.Λοιπὸν θὰ φάγουν ἐκεῖνα ποὺ ἐγέννησαν, τὰ ὡσὰν ἄλλην πονηρὰν σπορὰν σπαρέντα ἔργα των.
11 Ἀλλοίμονον εἰς τὸν περιφρονοῦντα ἀσεβῶς τὸν νόμον θὰ συμβοῦν εἰς αὐτὸν κακὰ σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν του.
12 Λαέ μου, οἱ ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλοι σκληροὶ καὶ πιεστικοὶ εἰσπράκτορές σας σᾶς καταληστεύουν, καὶ αὐτοὶ ποὺ ἀπαιτοῦν τὰς εἰσφορὰς καὶ τὰ δῶρα σας, σᾶς κατατυραννοῦν.Λαέ μου, αὐτοί, ποὺ σᾶς μακαρίζουν καὶ σᾶς κολακεύουν, σᾶς πλανοῦν καὶ τὸν δρόμον τῆς συμπεριφορᾶς σας τὸν συγχύζουν καὶ τὸν ἐκτρέπουν ἀπὸ τὸ πρέπον.
13 Ἀλλὰ τώρα θὰ σηκωθῇ ὄρθιος διὰ νὰ δικάσῃ ὁ Κύριος καὶ θὰ στήσῃ πρὸς κρίσιν καὶ δίκην τὸν λαόν του.
14 Αὐτὸς ὁ Κύριος θὰ δικάσῃ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ καὶ τοὺς ἄρχοντάς του.Σεῖς δέ, λέγει ἐν ὀργῇ πρὸς αὐτοὺς ὁ Κύριος, διατὶ διηρπάσατε καὶ ἠρημώσατε τὴν πνευματικήν μου ἄμπελον, τὸν Ἰσραήλ, καὶ τὰ ὅσα ἡρπάσατε ἀπὸ τὸν πτωχὸν διατὶ εὑρίσκονται εἰς τὰ σπίτια σας;
ΓΕΝΕΣΙΣ Β´ 20 - 25
20 Καὶ ὁ Ἀδὰμ ὡς κύριος τῆς ὁρατῆς κτίσεως, προικισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ σοφίαν, ὀξύνοιαν καὶ ἀντίληψιν, ὥστε νὰ γνωρίζῃ τὸν χαρακτῆρα, τὶς συνήθειες καὶ τὴν χρησιμότητα τοῦ κάθε ζώου, χωρὶς νὰ δυσκολευθῇ ἢ νὰ κάμῃ σύγχυσιν εἰς τὴν τάξιν τῶν ζώων, ἔδωκεν ὀνόματα εἰς ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ εἰς ὅλα τὰ πετεινά, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ εἰς ὅλα τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ δάση (καὶ ὁ Θεὸς ἔκαμε δεκτὴν τὴν ὀνοματοθεσίαν τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ἐπεκύρωσε). Ἀλλά, παρ' ὅλον ὅτι τὰ ζῶα ἐπρόσφεραν εἰς τὸν ἄνθρωπον βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν πολλήν, ἐν τούτοις διὰ τὸν Ἀδὰμ δὲν εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος καὶ ὁμότιμος μὲ αὐτόν, τῆς ἰδίας οὐσίας καὶ ἀξίας, ποὺ νὰ μὴ ὑστερῇ εἰς τίποτε ἀπὸ αὐτὸν καὶ ὁ ὁποῖος νὰ τοῦ προσφέρῃ παρηγορίαν καὶ ψυχικὴν ἱκανοποίησιν.
21 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, διὰ νὰ μὴ προξενήσῃ πόνον εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ ἀφαίρεσις τῆς πλευρᾶς καὶ ὡς ἐκ τούτου διάκειται ἐχθρικῶς πρὸς τὸ πλάσμα ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο ἐνθυμούμενος τὸν πόνον, διέταξε νὰ καταληφθῇ ὁ Ἀδὰμ ἀπὸ νάρκην. Καὶ ὁ Ἀδὰμ ἔπεσεν εἰς ἀσυνήθη, βαθὺν ληθαργικὸν ὕπνον, κατὰ τὸν ὁποῖον ἐδιατηροῦοε τὴν αὐτοσυνειδησίαν του. Τότε ὁ Θεὸς ἔλαβε μίαν ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἀνεπλήρωσε τὴν ἔλλειψιν τῆς μὲ σάρκα. Δὲν ἔλαβε τμῆμα ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἀδάμ, διὰ νὰ μὴ τοῦ εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο κύριος καὶ αὐθέντης· οὔτε ἀπὸ τὰ πόδια, διὰ νὰ μὴ τοῦ εἶναι δούλη καὶ τὴν ποδοπατῇ· ἔλαβε μίαν ἀπό τις πλευρὲς τοῦ Ἀδάμ, ὥστε αὐτὴ ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο νὰ εἶναι ἰσχυρά, ὅπως ἡ πλευρά, ἀσθενεστέρα ὅμως τοῦ Ἀδάμ, ὅπως τὸ μέρος εἶναι ἀσθενέστερον τοῦ ὅλου. Ἔλαβε μίαν ἀπὸ τὶς πλευρὲς κάτω ἀπὸ τὸν βραχίονα τοῦ Ἀδάμ, ὥστε ὁ Ἀδὰμ νὰ προστατεύῃ καὶ νὰ ὑποβαστάζῃ αὐτὴν ποὺ θὰ ἐδημιουργεῖτο· καὶ ἐπειδὴ ἡ πλευρὰ εἶναι κοντὰ εἰς τὴν καρδίαν του, νὰ τὴν ἀγαπᾷ μὲ θέρμην.
22 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς μετέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὴν πλευράν, ποὺ ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, εἰς τελείαν καὶ ὡλοκληρωμένην προσωπικότητα, τὴν γυναῖκα, δημιούργημα ἐλεύθερον, λογικὸν καὶ ὁμότιμον πρὸς τὸν Ἀδάμ. Καὶ διὰ νὰ δείξῃ εἰς τὸν Ἀδάμ, ὅτι δι’ αὐτὸν ἐδημιούργησε τὴν γυναῖκα,τὴν ὁδήγησεν ὡς πατέρας φιλόστοργος πρὸς αὐτόν, καὶ τοῦ τὴν παρέδωκεν ὡς δεύτερον ἑαυτόν του, ὡς βοηθὸν ἱκανὸν νὰ τοῦ προσφέρῃ βοήθειαν εἰς τὰ καθημερινὰ καὶ τὰ κύρια προβλήματα, ποὺ ἐπρόκειτο να ἀντιμετωπίζῃ εἰς τὴν ζωήν του.
23 Ὅταν ὁ Ἀδὰμ εἶδε τὸ νέον δημιούργημα, χάρις εἰς τὸ προφητικὸν χάρισμα ποὺ διέθετε, εἶπε μὲ ἐνθουσιασμὸν καὶ λυρισμόν: «Τοῦτο τὸ δημιούργημα, ποὺ ἐπλάσθη κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τώρα μόνον, διὰ πρώτην καὶ τελευταίαν φοράν (εἰς τὸ μέλλον τόσον ὁ ἄνδρας, ὅσον καὶ ἡ γυναῖκα θὰ γεννῶνται ἀπὸ τὴν συνεύρεσιν ἀνδρὸς καὶ γυναικός), εἶναι ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστᾶ μου καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα μου· προέρχεται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸ ἰδικόν μου φύραμα· αὐτὴ θὰ ὀνομασθῇ γυναῖκα (ἀνδρὶς κατὰ τὸ ἑβραϊκὸν κείμενον, τὸ ὁποῖον μὲ τὶς λέξεις ish = ἀνήρ, isha = γυνὴ δεικνύει τὴν πλήρη ἰσοτιμίαν ἀνδρὸς καὶ γυναικός), διότι ἔγινε ἀπὸ τὸν ἄνδρα της».
24 Ἐμπρὸς εἰς τὸν ἱερὸν καὶ ἀδιάσπαστον τοῦτον δεσμὸν ὑποχωροῦν καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ δεσμοὶ μεταξὺ γονέων καὶ τέκνων. Ἕνεκα τοῦ στενοῦ τούτου συνδέσμου θὰ ἐγκαταλείπῃ ὁ ἄνδρας τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολλᾶται εἰς τὴν μίαν καὶ μόνην γυναῖκα του, καὶ μὲ τὸν στενώτατον αὐτὸν σύνδεσμον καὶ συνάφειαν θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρκα, ἕνα σῶμα.
25 Καὶ οἰ δύο, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ γυναῖκα του, ἦσαν γυμνοὶ καὶ δὲν ἐντρέποντο ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι δὲν εἶχεν εἰσορμήσει εἰς τὴν ζωήν των ἡ ἁμαρτία καὶ δὲν εἶχαν διαταραχθῇ οἰ σχέσεις των μὲ τὸν Θεόν. Ἐζοῦσαν εἰς κατάστασιν πλήρους ἀθωότητος καὶ ἁγνότητος· ἦσαν ἄκακοι καὶ ἀπονήρευτοι, ξένοι ἀπὸ πάθη, στολισμένοι μὲ θεοΰφαντον στολήν, τὴν ἀνέκφραστον θεϊκὴν δόξαν.
ΓΕΝΕΣΙΣ Γ´ 1 - 20
1 Ο δὲ φίδι ἦταν τὸ πιὸ ἔξυπνον διὰ να ἀπατᾷ, τὸ πιὸ πανοῦργον καὶ δόλιον ἀπὸ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τὴν γῆν καὶ τὰ ὁποῖα ἐδημιούργησεν ὁ Θεός. Διὰ τοῦτο ὁ διάβολος, κινούμενος ἀπὸ φθόνον ἐναντίον τοῦ ἀνθρώπου, μὲ τὴν μορφὴν φιδιοῦ ἢ κρυμμένος εἰς ἕνα φίδι, ἐπλησίασε τὴν Εὕαν, ποὺ ἐστέκετο μόνη κοντὰ εἰς τὸ δένδρον μὲ τὸν ἀπαγορευμένον καρπόν. Καὶ ἀφοῦ διέστρεψε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους, τὴν ἐρώτησεν· «εἶναι λοιπὸν ἀλήθεια, ὅτι ὁ Θεὸς εἶπε να μὴ φάγετε ἀπὸ τοὺς καρποὺς ὅλων τῶν δένδρων, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὸν Παράδεισον;»
2 Ἡ γυναῖκα ἀντὶ νὰ ἀποστραφῇ καὶ ἀποπέμψῃ τὸν διάβολον, ποὺ διέστρεψε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, παίρνει θάρρος, διότι ἀκούει ἕνα φίδι νὰ τῆς ὁμιλῇ καὶ ἀποκαλύπτει εἰς τὸν διάβολον ὅλην τὴν ἐντολήν, καὶ λέγει: Ὁ Θεὸς μᾶς εἶπεν· «ἀπὸ κάθε καρπὸν τῶν δένδρων, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸν Παράδεισον νὰ τρώγωμεν,
3 ἀπὸ τὸν καρπὸν ὅμως τοῦ δένδρου, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸ μέσον τοῦ Παραδείσου, μόνον ἀπὸ αὐτὸν μᾶς εἶπεν ὁ Θεός· «νὰ μὴ φάγετε ἀπὸ αὐτόν, οὐδὲ κὰν νὰ τὸν ἐγγίσετε, διὰ νὰ μὴ ἀποθάνετε».
4 Ἀφοῦ ὁ διάβολος εἶδεν, ὅτι ἡ γυναῖκα ἐμίλησεν ἀδιάφορα, χαλαρὰ καὶ χλιαρὰ διὰ τὴν ἀπειλὴν τοῦ Θεοῦ, τὴν συνεβούλευσεν ἀντίθετα πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τῆς εἶπε· «καθόλου δεν θὰ ἀποθάνετε, ἐὰν φάγετε»·
5 (συκοφαντῶν δὲ τὸν Θεὸν ὡς φθονερόν, ὑπεσχέθη μεγάλα ὠφελήματα) καὶ ἐπρόσθεσε· «διότι ἐγνώριζεν ὁ Θεός, ὅτι τὴν ἡμέραν ἀκριβῶς, ποὺ θὰ φάγετε ἀπὸ τὸν καρπὸν αὐτόν, θὰ διανοιχθοῦν τὰ μάτια σας καὶ θὰ γίνετε ὅμοιοι πρὸς αὐτόν, ὡς παντογνώσται καὶ παντοδύναμοι θεοί, γνωρίζοντες κα διακρίνοντες τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν».
6 Καὶ ἐπειδὴ ἡ γυναῖκα ἄρχισε νὰ περιεργάζεται μὲ προσοχὴν καὶ περιέργειαν τὸ δένδρον καὶ ἔτσι ἄρχισε νὰ ὑποχωρῇ εἰς τὰ λόγια τοῦ διαβόλου, ἐσκοτίσθηκεν ὁ νοῦς καὶ αἰχμαλωτίσθηκε ἡ θέλησίς της. Καὶ τότε ἀντελήφθη ὅτι ἦταν καλὸν νὰ φάγῃ ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου· ὅτι τοῦτο ἦταν ὡραῖον καὶ εὐχάριστον εἰς τὰ μάτια καὶ ὅτι ἦταν ἐπιθυμητὸν νὰ τὸ δοκιμάσῃ, διότι θὰ τῆς ἔδιδε τὴν γνῶσιν. Καὶ τότε ἄπλωσε τὸ χέρι καὶ ἔλαβε μόνη της ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου καὶ ἔφαγε. Καὶ ἀφοῦ ἔφαγεν, ἔδωκε καὶ εἰς τὸν ἄνδρα της καὶ ἔφαγαν καὶ οἰ δύο ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένον καρπόν. Ἔτσι διεπράχθη ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου.
7 Καὶ μόλις ἔφαγαν, ἐπειδὴ παρέβησαν τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἔχασαν πλέον τὴν θείαν χάριν ποὺ τοὺς περιέβαλλε καὶ τοὺς ἐστόλιζε· τότε ἄνοιξαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ τῶν δύο καὶ ἀντελήφθησαν ὅτι ἦσαν γυμνοί. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴν ἐντροπὴν τῆς γυμνότητος, συνέρραψαν φύλλα συκιᾶς, ποὺ εἶναι πλατειὰ καὶ μεγάλα, καὶ κατεσκεύασαν μὲ αὐτὰ ζωνάρια πλατειά, διὰ νὰ σκεπάσουν μέρος τοῦ γυμνοῦ σώματός των.
8 Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ τοὺς κάμῃ αἰσθητὴν τὴν παρουσίαν του, οἱ πρωτόπλαστοι ἄκουσαν τὸν θόρυβον τῶν βημάτων του κατὰ τὸ δειλινόν· καὶ τότε ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴν ἐντροπὴν καὶ τὸν φόβον τῆς τιμωρίας ἀμέσως ἐκρύβησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν μεταξὺ τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου.
9 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ποὺ ἔτρεξεν ἀμέσως, διὰ νὰ φροντίσῃ μὲ ἀγάπην τὸ πλάσμα του, ἐπροσκάλεσε τὸν Ἀδὰμ καὶ τοῦ εἶπεν, ὡς δικαστὴς ἥμερος καὶ φιλάνθρωπος: «Ἀδάμ, ποῦ σὲ ἀφῆκα καὶ ποὺ εἶσαι τώρα; Πῶς σὲ ἔπλασα καὶ πῶς εἶσαι τώρα; Τὶ σοῦ συνέβη;»
10 Καὶ ὁ Ἀδάμ, ἀντὶ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἁμαρτίαν του, ἀπάντησεν εἰς τὸν Θεόν: «Ἄκουσα τὸν θόρυβον τῶν βημάτων σου, καθὼς ἐπερπατοῦσες εἰς τὸν Παράδεισον καὶ μὲ ἐκυρίευσε φόβος, διότι εἶμαι γυμνός· διὰ τοῦτο ἔτρεξα καὶ ἐκρύφθηκα. διὰ νὰ μὴ με συναντήσῃς».
11 Ὁ Θεός, ἂν καὶ ἐγνώριζε τὰ πάντα, ἐρώτησε μὲ φιλανθρωπίαν τὸν Ἀδὰμ διὰ να τὸν βοηθήσῃ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν ἁμαρτίαν του καὶ μετανοήσῃ: «Ποῖος σὲ ἐπληροφόρησε καὶ σοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι εἶσαι γυμνός; Μήπως ἔφαγες ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον καὶ μόνον σοῦ παρήγγειλα νὰ μὴ φάγῃς;»
12 Καὶ ὁ Ἀδάμ, κατηγορῶν ὡς ὑπεύθυνον τῆς πράξεώς του τὴν γυναῖκα του, ἀπάντησε δικαιολογουμενος· «ἡ γυναῖκα, τὴν ὁποῖον σὺ ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωκες ὡς σύντροφον καὶ βοηθόν μου, αὐτὴ μοῦ ἔδωκεν ἀπὸ τὸν ἀπαγορευμένον καρπὸν τοῦ δένδρου καὶ ἔφαγα χωρὶς νὰ γνωρίζω ἀπὸ ποίαν αἰτίαν κινουμένη τὸ ἔκαμε».
13 Καὶ ὁ Θεός, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν γυναῖκα, εἶπεν: Ἄκουσες τὸν ἄνδρα σου νὰ καταλογίζῃ εἰς σὲ τὴν αἰτίαν τῆς παρακοῆς του· «Ἕνεκα ποίας ἀφορμῆς λοιπὸν τὸ ἔκαμες αὐτό; Διατὶ ἔγινες αἰτία τόσης ἐντροπῆς καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ διὰ τὸν ἄνδρα σου;» Καὶ ἡ γυναῖκα, ἀκολουθοῦσα τὴν τακτικὴν τοῦ Ἀδάμ, ἔρριψε τὴν εὐθύνην εἰς τὸ φίδι καὶ ἀπάντησεν· «ὁ πονηρὸς διάβολος, μὲ τὴν μορφὴν τοῦ πανούργου φιδιοῦ, μὲ ἐξαπάτησε καὶ ἔφαγα».
14 Καὶ ὁ Θεός, χωρὶς νὰ καλέσῃ εἰς ἀπολογίαν τὸν πονηρόν, διότι αὐτὸς ἦταν ὁ καθ’ αὑτὸ αἴτιος τοῦ κακοῦ, εἶπεν εἰς τὸ ὄργανόν του τὸ φίδι· «ἐπειδὴ ἔκαμες τὸ μεγάλο τοῦτο κακὸν καὶ ἐπρόσφερες ὑπηρεσίαν εἰς τὴν ἀπάτην τοῦ διαβόλου καὶ μετέφερες τὴν πονηρὰν συμβουλὴν εἰς τὸν ἄνθρωπον, θὰ εἶσαι τὸ πιὸ καταράμενον ἀπὸ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς». Καὶ διὰ νὰ εἶσαι μόνιμος διδάσκαλος ἐκείνων ποὺ θὰ ἐτολμοῦσαν νὰ παραβοῦν τὸν νόμον μου, σοῦ ἐπιβάλλω διαρκῆ τιμωρίαν· «διατάσσω νὰ σύρεσαι εἰς τὴν γῆν μὲ τὸ στῆθος καὶ τὴν κοιλίαν σου καί, ὡς δεῖγμα τελείου ἐξευτελισμοῦ, νὰ τρώγῃς χῶμα ὄλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου.
15 Καὶ θὰ θέσω ἔχθραν καὶ μῖσος, πόλεμον ἀδιάλλακτον καὶ συνεχῇ μεταξὺ σοῦ, τοῦ διαβόλου, καὶ μεταξὺ τῆς γυναικὸς καὶ τῶν εὐσεβῶν ἀπογόνων της, ὅσοι θὰ γεννῶνται φυσικῶς ἀπὸ ἄνδρα καὶ γυναῖκα· καὶ μεταξὺ τῶν ἀπογόνων καὶ τῶν δαιμονοκινήτων ὀργάνων σου, καὶ μεταξὺ Ἐκείνου, τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθῇ κατὰ τρόπον ὑπερφυσικὸν ἀπὸ γυναῖκα Παρθένον, τὴν Μαρίαν· μόνος αὐτὸς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους δικαιοῦται νὰ ὀνομάζεται σπέρμα γυναικός, ἡ δὲ μητέρα του Θεοτόκος. Αὐτός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου, θὰ σοῦ καταπατήσῃ καὶ συντρίψῃ τὴν κεφαλήν, θὰ ἀνατρέψῃ ὅλα τὰ δόλια σχέδιά σου, θὰ καταργήσῃ τὴν βασιλείαν καὶ τὰ ὄργανά σου, θὰ σὲ ἀφανίσῃ ὁλοσχερῶς. Καὶ σύ, ὁ διάβολος, θὰ τοῦ δαγκάσῃς μόνον τὴν πτέρναν, θὰ τὸν μωλωπίσῃς ἁπλῶς· θὰ προσβάλῃς μόνον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν του καὶ θὰ τοῦ προξενήσῃς πόνον προσωρινὸν μὲ τὰ ὄργανά σου, τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους.
16 Καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα εἶπεν ὁ Θεός: Ἐγὼ ἠθέλησα ἐξ ἀρχῆς νὰ ἔχῃς ζωὴν χωρὶς πόνους καὶ ταλαιπωρίες· τώρα ὅμως, διότι παρήκουσες τὴν ἐντολήν μου, «θὰ αὐξήσω ὑπερβολικὰ καὶ θὰ καταστήσω σφοδρὲς τὶς θλίψεις καὶ τὶς στενοχωρίες σου κατὰ τὴν ἐγκυμοσύνην, καὶ τὰ βάσανά σου διὰ τὴν ἀνατροφὴν τῶν παιδιῶν σου· ὅλη ἡ ζωή σου θὰ εἶναι ζυμωμένη μὲ λῦπες. Μὲ ὀδύνες καὶ πόνους θὰ γεννᾷς τὰ τέκνα σου». Σὲ ἔκαμα ὁμότιμον πρὸς τὸν ἄνδρα, ἀλλὰ σὺ παρεσύρθης ἀπὸ τὸν διάβολον, παρέσυρες δὲ καὶ τὸν ἄνδρα σου· διὰ τοῦτο «ἀπὸ τώρα θὰ ὑποτάσσεσαι καὶ θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν σύζυγόν σου· αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ κύριος καὶ ἐξουσιαστής σου· ὄχι ὁ καταπιεστής σου, ἀλλὰ ὁ κηδεμόνας, ἡ καταφυγή, ἡ προστασία καὶ ἡ ἀσφάλειά σου εἰς τὰ βάσανα, ποὺ θὰ σὲ συναντοῦν».
17 Καὶ πρὸς τὸν Ἀδὰμ εἶπεν, εἰς ἀπάντησιν τῆς δικαιολογίας του: «Ἐπειδὴ ἄκουσες τί σοῦ εἶπεν ἡ γυναῖκα σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον καὶ μόνον σὲ διέταξα νὰ μὴ φάγῃς· ἐπειδὴ ἐπροτίμησες ἀντὶ τῆς συμβουλῆς μου τὴν κακὴν συμβουλὴν τῆς γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου, ποὺ εἶχες ἐντολὴν ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνον νὰ μὴ φάγῃς, διὰ τοῦτο θὰ ἀλλάξουν πλέον οἱ συνθῆκες καὶ οἰ ὅροι τῆς ζωῆς σου· να εἶναι καταραμένη ἡ γῆ, ὅλη ἡ ὁρατὴ δημιουργία καὶ νὰ παύσῃ νὰ εἶναι τόπος εὐτυχίας καὶ ἀνέσεως. Τώρα διὰ νὰ δώσῃ ἡ γῆ καρπούς, πρέπει να ἐργασθῇς πολὺ βαρειὰ καὶ σκληρὰ καὶ νὰ τὴν ποτίσῃς μὲ τὸν ἱδρῶτα σου. Μὲ λῦπες ἀπὸ ἀρρώστιες, θλίψεις, θανάτους προσφιλῶν σου, θεομηνίες, στερήσεις, συνεχεῖς μέριμνες νὰ κερδίζῃς τὴν τροφήν σου ἀπὸ τὴν γῆν, ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου.
18 Ἡ καλλιεργήσιμος γῆ ἀπὸ εὔφορος νὰ γίνῃ ξηρὰ καὶ ἄγονος· νὰ βλαστάνῃ διὰ σὲ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, τὰ ὁποῖα θὰ σοῦ κάμνουν μεγάλους τοὺς κόπους, καὶ βάσανα καὶ τὶς θλίψεις, καὶ θὰ σοῦ ὑπενθυμίζουν τὴν κατάραν· καὶ νὰ τρώγῃς τὰ ἄγρια χόρτα τοῦ ἀγροῦ.
19 Μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θὰ κερδίζῃς καὶ θὰ τρώγῃς τὸ ψωμί σου, μέχρις ὅτου ἀποθάνῃς καὶ ἐπιστρέψῃ τὸ σῶμα σου εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐδημιουργήθη· διότι χῶμα εἶσαι, ἀπὸ χῶμα ἐπλάσθη τὸ σῶμα σου καὶ εἰς τὸ χῶμα πρέπει νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν· τὸ σῶμα σου θὰ διαλυθῇ εἰς τὴν ὕλην ἐκείνην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπλάσθης. Ὁ σωματικὸς θάνατος θὰ εἶναι τὸ τέλος τῶν θλίψεων καὶ τῶν ἱδρώτων σου».
20 Καὶ ὁ Ἀδὰμ ὠνόμασε τὴν γυναῖκα τοῦ Ζωήν, διότι αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀρχὴ ὅλων, ὅσοι ἐπρόκειτο νὰ προέλθουν ἀπὸ αὐτήν· ἡ μητέρα, ἡ ρίζα, τὸ θεμέλιον ὅλων τῶν μετέπειτα γενεῶν τῶν ἀνθρώπων.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Γ´ 19 - 34
19 Ὁ Θεὸς διὰ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός, μὲ τὴν ἐν χρόνῳ ἐκδηλωθεῖσαν σοφίαν του ἐθεμελίωσε τὴν γῆν καὶ μὲ ἄπειρον σύνεσιν κατεσκεύασε τοὺς οὐρανούς.
20 Μὲ τὴν ἀλάνθαστον γνῶσιν, ἐπιστήμην καὶ διάκρισιν τοῦ Θεοῦ ἐξεχύθησαν αἱθ ὑπόγειοι δεζαμεναὶ τοῦ ὕδατος, διὰ νὰ ἀποτελέσουν τὰς θαλάσσας, τὰ δὲ νέφη ἤρχισαν νὰ σταλάζουν δρόσον καὶ νὰ ριπτοῦν βροχὰς εἰς τὴν γῆν.
21 Παιδί μου, πρόσεχε νὰ μὴ ἐκπέσῃς καὶ παρεκτροπῇς, χάνων τὴν ψυχικήν σου στερρότητα καὶ ὀλισθαίνων εἰς τὸ κακὸν ἀπὸ θέλησιν χαλαρὰν καὶ νερουλιασμένην. Φύλαξε δὲ τὸν νόμον μου, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὸ θέλημά μου καὶ τὴν σκέψιν μου,
22 διὰ νὰ ζήσῃς περισσότερα χρόνια εἰς τὴν γῆν καὶ διὰ νὰ μὴ ὑποστῇ ἡ ψυχή σου τὸν αἰώνιον θάνατον. Τότε ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκτίμησις τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶναι ὡς περιδέραιον γύρω ἀπὸ τὸν λαιμόν σου, θὰ ἔχῃς δὲ ὑγείαν σωματικὴν καὶ τὰ κόκκαλά σου θὰ εἶναι στερεὰ καὶ ποτισμένα μὲ λίπος,
23 διὰ νὰ βαδίζῃς καὶ πορεύεσαι μὲ σταθερότητα καὶ πεποίθησιν καὶ γεμᾶτος εἰρήνην εἰς κάθε σου ἐνέργειαν καὶ εἰς κάθε τρόπον διαγωγῆς καὶ συμπεριφορᾶς σου, καὶ τὸ πόδι σου δὲν θὰ σκοντάψῃ.
24 Ναί· θὰ εἶσαι γεμᾶτος εἰρήνην, διότι, ὅταν θὰ κάθεσαι καὶ θὰ ἀναπαύεσαι ἐν καιρῷ ἡμέρας, δὲν θὰ φοβῆσαι, ἐπειδὴ θὰ αἰσθάνεσαι τὰς δυνάμεις σου ἀκμαίας, ὅταν δὲ θὰ κοιμᾶσαι, θὰ κοιμᾶσαι εὐχάριστα.
25 Καὶ δὲν θὰ φοβηθῇς ἀπὸ κάθε τι, ποὺ ἔρχεται νὰ σὲ τρομάξῃ, οὔτε τὰς ἐπιθέσεις καὶ ἑφόδους τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων, ποὺ θὰ πέσουν ἐπάνω σου.
26 Διότι αὐτὸς ὁ Κύριος θὰ σὲ συντροφεύῃ εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν, ὅπου καὶ ἂν πηγαίνῃς, καὶ θὰ στηρίζῃ τὸ πόδι σου διὰ νὰ μὴ κλονισθῇς καὶ πέσῃς.
27 Μὴ ἀποφύγῃς, ἀπὸ ἔλλειψιν ἀγάπης, νὰ συνδράμῃς καὶ νὰ εὐεργετήσῃς ἐκεῖνον ποὺ εὑρίσκεται εἰς ἀνάγκην καὶ κίνδυνον, ἐφ’ ὅσον ἔχεις εἰς τὰ χέρια σου τὰ μέσα καὶ ἠμπορεῖς νὰ τὸν βοηθήσῃς.
28 Μὴ εἴπῃς εἰς τὸν δυστυχῇ· <ξαναγύρισε πάλιν, αὔριον θὰ σοῦ δώσω>, ἐφ’ ὅσον σήμερον σοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ κάμῃς τὸ καλὸν διότι δὲν γνωρίζεις τί θὰ γεννήσῃ καὶ διὰ σὲ καὶ δι’ ἐκεῖνον ἡ αὐριανὴ ἡμέρα.
29 Εἶναι ἄνανδρον καὶ ποταπὸν νὰ μηχανεύεσαι κακὰ ἐν τῷ κρυπτῷ ἐναντίον τοῦ φίλου σου, ὁ ὁποῖος εἶναι γείτονάς σου καὶ ἔχει ἐμπιστοσύνην εἰς σέ.
30 Μὴ ἀρέσκεσαι νὰ δημιουργῇς ἔχθραν μὲ ἀνθρώπους χωρὶς λόγον καὶ χωρὶς σπουδαίαν αἰτίαν, ὁποία μόνη εἶναι τὸ νὰ μένῃς πιστὸς εἰς τὸν Θεόν, μήπως ἡ ἔχθρα αὐτὴ σοῦ δημιουργήσῃ ζητήματα καὶ πειρασμούς.
31 Μὴ θελήσῃς νὰ κάμῃς δικά σου τὰ σιχαμερὰ ἔργα τῶν κακῶν ἀνθρώπων καὶ μὴ ζηλεύσῃς τὸν τρόπον τῆς ζωῆς των·
32 διότι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κάθε παραβάτης τῶν ἐντολῶν του εἶναι ἀκάθαρτος, δι' αὐτὸ δὲ καὶ δὲν ἀρέσκεται, ἀλλ’ ἀποφεύγει τὴν συναναστροφὴν μὲ δικαίους καὶ ἐναρέτους.
33 Ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ εἶναι εἰς τὰ μέγαρα τῶν ἁμαρτωλῶν, ἐνῷ αἱ ἀγροικίαι καὶ τὰ χαμόσπιτα τῶν δικαίων εὐλογοῦνται.
34 Ὁ Κύριος στέκει ἀντιμέτωπος πρὸς τοὺς ἀλαζόνας καὶ ὑπερηφάνους, ἐνῷ εἰς τοὺς ταπεινοὺς δίδει χάριν.