ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Β´ 23 - 28
23 Καὶ συνέβη νὰ βαδίζῃ αὐτὸς ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου κατὰ μῆκος τοῦ δρόμου, ποὺ ἀνοίγετο μέσα εἰς σπαρμένα χωράφια. Καὶ τὸν δρόμον αὐτὸν ἤρχισαν νὰ τὸν ἀνοίγουν οἱ μαθηταί του, οἱ ὁποῖοι πεινασμένοι ἐμαδοῦσαν καὶ ἔτρωγον τὰ στάχυα διὰ νὰ χορτάσουν.
24 Καὶ οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἔλεγαν· Κύτταξε, τί κάνουν τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου οἱ μαθηταί σου. Κόπτουν καὶ μαδοῦν στάχυα, ἔργον ποὺ δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον, διότι μὲ αὐτὸ βεβηλώνεται τὸ Σάββατον.
25 Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· Δὲν ἀνεγνώσατέ ποτέ, τί ἔκαμεν ὁ Δαβίδ, ὅταν ἔλαβεν ἀνάγκην καὶ ἐπείνασε καὶ αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν μαζί του;
26 Πῶς δηλαδὴ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἦτο ἀρχιερεὺς ὁ Ἀβιάθαρ, καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους, ποὺ ἦσαν βαλμένοι ὡς θυσία εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω εἰς τὴν ἱερὰν τράπεζαν τῆς σκηνῆς, καὶ τοὺς ὁποίους δὲν ἐπιτρέπεται νὰ φάγῃ κανείς, παρὰ μόνον εἰς τοὺς ἱερεῖς εἶναι ἐπιτετραμμένον νὰ τρώγουν αὐτούς, καὶ ἔδωκεν ὁ Δαβὶδ ἀπὸ τοὺς ἄρτους τούτους καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του; Καὶ ὅμως εἰς τὴν περίστασιν ἐκείνην, οὔτε ὁ Θεὸς ὠργίσθη, οὔτε ἡ Γραφὴ ἀπεδοκίμασε τὴν πρᾶξιν αὐτήν.
27 Καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Ὁ θεσμὸς τοῦ Σαββάτου ἔγινε διὰ τὸν ἄνθρωπον, πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ παιδαγωγηθῇ οὗτος καὶ ὁδηγηθῇ εἰς ἠθικὴν τελειότητα. Καὶ δὲν ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ δουλεύῃ ὡς φοβισμένος σκλάβος εἰς ἕνα νεκρὸν καὶ ξηρὸν τύπον.
28 Ἀφοῦ δὲ τὸ Σάββατον ὡρίσθη διὰ νὰ ὑποβοηθήσῃ πρὸς τελειοποίησιν τὸν ἄνθρωπον, βγαίνει τὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ τέλειος καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἐξυψωμένος ἠθικῶς ἀντιπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ποὺ αὐτὸς ὡς Θεὸς ὥρισε τὸν θεσμὸν τοῦ Σαββάτου, εἶναι κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου καὶ ἔχει ἐξουσίαν καὶ τὸν θεσμὸν τοῦτον νὰ τροποποιήσῃ. Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ἔκαμαν τώρα οἱ μαθηταί, τὸ ἔκαμαν μὲ τὴν σιωπηρὰν συγκατάθεσιν ἐκείνου, ποὺ εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου.
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Γ´ 1 - 5
1 Καὶ ἐμβῆκε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν. Καὶ ἦτο ἐκεῖ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε ξηρὸν καὶ ἀκίνητον τὸ χέρι του.
2 Καὶ τὸν παρηκολούθουν προσεκτικὰ νὰ ἴδουν, ἐὰν θὰ τὸν θεραπεύσῃ κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν ὅτι κατέλυε τὸ Σάββατον.
3 Καὶ λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ εἶχε τὸ ξηρὸν καὶ ἀκίνητον χέρι· Σήκω καὶ στάσου εἰς τὸ μέσον τῆς συναγωγῆς.
4 Καὶ τοὺς λέγει· Εἶναι ἐπιτετραμμένον κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου νὰ κάνῃ ὁ ἄνθρωπος καλὸν καὶ νὰ εὐεργετήσῃ μὲ αὐτὸ τὸν πλησίον του ἢ μπορεῖ νὰ παραλείψῃ τὴν εὐεργεσίαν καὶ ἔτσι νὰ γίνῃ αἴτιος κακοῦ καὶ βλάβης εἰς τὸν πλησίον; Ἐπιτρέπεται κατὰ τὸ Σάββατον νὰ σώσῃ ὁ ἄνθρωπος τὴν ζωὴν τοῦ πλησίον ἢ ἐπιτρέπεται νὰ μὴ τὸν βοηθήσῃ κινδυνεύοντα καὶ ἔτσι ἐμμέσως νὰ τὸν φονεύσῃ; Αὐτοὶ δὲ ἐσιώπων.
5 Καὶ ἀφοῦ ἔρριψεν ὁ Ἰησοῦς τριγύρω τους βλέμμα, ποὺ ἐφανέρωνε τὴν ἱερὰν ἀγανάκτησίν του, ἐνῶ συγχρόνως ἐλυπεῖτο ἐκ συμπαθείας πρὸς αὐτούς, διότι ἡ καρδία των ἦτο πεπωρωμένη καὶ σκληρὰ καὶ ἐκινδύνευαν νὰ μείνουν ἀδιόρθωτοι, λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον· Ἐξάπλωσε τὸ χέρι σου. Αὐτὸς δέ, μολονότι ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του ἠμποδίζετο νὰ πράξῃ τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καὶ τὸ ἑξάπλωσε. Καὶ ἔγινε πάλιν ὑγιὲς τὸ χέρι του, σὰν τὸ ἄλλο.