Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐπορεύθη Σαμψὼν εἰς Γάζαν· καὶ εἶδεν ἐκεῖ γυναῖκα πόρνην καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν. 1 Ο Σαμψών επήγε εις την πόλιν Γαζαν. Είδεν εκεί γυναίκα πόρνην και εισήλθεν στον οίκον της. 1 Μίαν ἡμέραν ὁ Σαμψὼν ἐπῆγε εἰς τὴν (πόλιν τῶν Φιλισταίων) Γάζαν· ἐκεῖ εἶδε μίαν γυναῖκα πόρνην, ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι της καὶ συνευρέθη μαζί της.
2 καὶ ἀνηγγέλη τοῖς Γαζαίοις λέγοντες· ἥκει Σαμψὼν ὧδε. καὶ ἐκύκλωσαν καὶ ἐνήδρευσαν ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν νύκτα ἐν τῇ πύλῃ τῆς πόλεως καὶ ἐκώφευσαν ὅλην τὴν νύκτα λέγοντες· ἕως διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος, καὶ φονεύσωμεν αὐτόν. 2 Διεδόθη το γεγονός στους κατοίκους της Γαζης και ελέχθη ότι έχει ελθει εδώ ο Σαμψών. Οι κάτοικοι της Γαζης καθ' όλην την νύκτα περιεκύκλωσαν την πόλιν και έστησαν ενέδραν εις την πύλην της πόλεως και ετήρουν σιγήν καθ' όλον το διάστημα της νυκτός λέγοντες μεταξύ των· Ας περιμένωμεν έδω έως ότου φωτίση η πρωΐα, δια να φονεύσωμεν αυτόν όταν εξέλθη. 2 Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐγνωστοποιήθη εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Γάζης, εἰς τοὺς ὁποίους εἶπαν: Ὁ Σαμψὼν ἔχει ἔλθει ἐδῶ». Αὐτοὶ μὲ πολλὴν περίσκεψιν καὶ προφύλαξιν περιεκύκλωσαν τὴν πόλιν (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὸ σπίτι τῆς πόρνης) καὶ τοῦ ἔστησαν ἐνέδραν καθ' ὅλην τὴν νύκτα εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως. Ἔμειναν ἀθόρυβοι, ἥσυχοι καὶ σιωπηλοὶ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἔλεγαν: Θὰ περιμένωμεν ἕως τὸ πρωΐ, μέχρις ὅτου φωτίσῃ ἡ ἡμέρα (ὁπότε θὰ βγῇ ἀπὸ τὴν πόρταν ἀνύποπτος), καὶ τότε θὰ τὸν φονεύσωμεν».
3 καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου· καὶ ἀνέστη ἐν ἡμίσει τῆς νυκτὸς καὶ ἐπελάβετο τῶν θυρῶν τῆς πύλης τῆς πόλεως σὺν τοῖς δυσὶ σταθμοῖς καὶ ἀνεβάσταζεν αὐτὰς σὺν τῷ μοχλῷ καὶ ἔθηκεν ἐπὶ ὤμων αὐτοῦ καὶ ἀνέβη ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους τοῦ ἐπὶ προσώπου τοῦ Χεβρὼν καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἐκεῖ. 3 Ο Σαμψών εκοιμήθη μέχρι του μεσονυκτίου. Κατά δε το μεσονύκτιον ηγέρθη, εβγήκεν από την οικίαν και ελθών εις την θύραν της πόλεως επήρε τα θυρόφυλλα της πύλης μαζή με τους δύο ορθοστάτας και τον μοχλόν, ανεσήκωσε και εφορτώθη αυτά στους ώμους του, ανέβη εις την κορυφήν του όρους από όπου φαίνεται η περιοχή της πόλεως Χεβρών και απέθεσεν αυτά εκεί. 3 Ἀλλά ὁ Σαμψὼν ἐκοιμήθη εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο μέχρι τὰ μεσάνυκτα. Τὰ μεσάνυκτα ἐσηκώθη (ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔφθασεν εἰς τὴν πόρταν τοῦ φρουρίου τῆς πόλεως) καὶ ἐξεκόλλησε τὰ θυρόφυλλα τῆς πόρτας τῆς πόλεως ἀπὸ τὸν τοῖχον μαζὶ μὲ τὰ δύο στηρίγματα (ὀρθοστάτες) της καὶ (παρὰ τὸ μεγάλο βάρος τους) τὰ ἐσήκωσε ψηλὰ μαζὶ μὲ τὴν ἀμπάραν των καὶ τὰ ἔβαλεν εἰς τοὺς ὤμους του· ἔτσι φορτωμένος ἀνέβη εἰς τὴν κορυφὴν ἐνὸς λόφου, ποὺ εὑρίσκεται ἐμπρὸς εἰς τὴν πόλιν Χεβρῶν, καὶ τὰ ἔβαλεν ἐκεῖ.
4 Καὶ ἐγένετο μετὰ τοῦτο καὶ ἠγάπησε γυναῖκα ἐν ᾿Αλσωρήχ, καὶ ὄνομα αὐτῇ Δαλιδά. 4 Επειτα από το γεγονός αυτό ηγάπησεν ο Σαμψών εις την πόλιν Αλσωρήχ μίαν γυναίκα, ονόματι Δαλιδά. 4 Μετὰ τὸ περιστατικὸν αὐτὸ συνέβη τοῦτο: Ὁ Σαμψὼν ἐρωτεύθη μίαν γυναῖκα εἰς τὴν πόλιν Ἀλσωρήχ· τὸ ὄνομά της ἦταν Δαλιδά.
5 καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων καὶ εἶπαν αὐτῇ· ἀπάτησον αὐτόν, καὶ ἰδὲ ἐν τίνι ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἡ μεγάλη καὶ ἐν τίνι δυνησόμεθα αὐτῷ καὶ δήσομεν αὐτὸν τοῦ ταπεινῶσαι αὐτόν, καὶ ἡμεῖς δώσομέν σοι ἀνὴρ χιλίους καὶ ἑκατὸν ἀργυρίου. 5 Επήγαν προς αυτήν οι άρχοντες των Φιλισταίων και της είπαν· “κοίταξε να ξεγελάσης τον Σαμψών και μάθε που έγκειται η δύναμις αυτού η μεγάλη και με ποίον τρόπον θα κατορθώσωμεν ημείς να τον δέσωμεν και ταπεινωμένον να τον έχωμεν εις τα χέρια μας. Εάν μας δώσης αυτήν την πληροφορίαν, ο καθένας από ημάς θα σου δώση χίλια εκατόν αργυρά νομίσματα (σίκλους)”. 5 Οἱ δὲ ἄρχοντες (τῶν πέντε πόλεων) τῶν Φιλισταίων ἐπῆγαν εἰς αὐτὴν καὶ τῆς εἶπαν: «Ἑξαπάτησέ τον, κολάκευσέ τον καὶ πεῖσε τον, ὥστε νὰ μάθῃς ποὺ ὀφείλεται ἡ δύναμίς του ἡ μεγάλη καὶ πῶς θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ τὸν ὑποτάξωμεν καὶ τὸν συλλάβωμεν καὶ νὰ τὸν δέσωμεν καὶ τὸν ἀποδυναμώσωμεν. Σοῦ ὑποσχόμεθα δὲ ὅτι (ἐὰν τὸ ἐπιτύχῃς) θὰ σοῦ δώσωμεν ὁ καθένας μας ἀπὸ χίλια ἑκατὸν νομίσματα ἀργυρᾶ».
6 καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών· ἀπάγγειλον δή μοι ἐν τίνι ἡ ἰσχύς σου ἡ μεγάλη καὶ ἐν τίνι δεθήσῃ τοῦ ταπεινωθῆναί σε. 6 Η Δαλιδά ηρώτησε τον Σαμψών· “πές μου λοιπόν που έγκειται η μεγάλη δύναμίς σου, και με τι τάχα είναι δυνατόν να δεθής, ώστε να σε καταστήση κανείς υποχείριόν του;” 6 Ἡ Δαλιδὰ εἶπεν εἰς τὸν Σαμψών: «Πές μου, σὲ παρακαλῶ, ποὺ ὀφείλεται ἡ δύναμίς σου ἡ τόσον μεγάλη καὶ μὲ τὶ θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ σὲ ὑποτάξῃ, νὰ σὲ καταβάλῃ καὶ νὰ σὲ δέσῃ, ὥστε νὰ σὲ ἀποδυναμώσῃ;»
7 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Σαμψών· ἐὰν δήσωσί με ἐν ἑπτὰ νευραῖς ὑγραῖς μὴ διεφθαρμέναις, καὶ ἀσθενήσω καὶ ἔσομαι ὡς εἷς τῶν ἀνθρώπων. 7 Ο Σαμψών της είπε· “εάν με δέσουν με επτά υγράς καινουργείς νευράς αι οποίαι δεν έχουν καθόλου ψθαρή, τότε εγώ θα χάσω την μεγάλην μου δύναμιν και θα είμαι ως ενας από τους συνήθεις ανθρώπους”. 7 Ὁ Σαμψὼν (διὰ νὰ ἀποφύγῃ καὶ νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὶς ἐνοχλήσεις της) τῆς ἀπάντησε: «Ἐὰν μὲ δέσουν μὲ ἑπτὰ χλωρές, φρέσκες, ἄφθαρτες χορδὲς (ἢ ἑπτὰ καινούργιες ὑγρὲς νευρές), ποὺ δὲν ἐξεράθηκαν ποτέ, τότε θὰ ἀδυνατίσω, θὰ ἑξασθενήσω καὶ θὰ γίνω ὅπως ὅλοι οἰ ἄλλοι ἄνθρωποι».
8 καὶ ἀνήνεγκαν αὐτῇ οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων ἑπτὰ νευρὰς ὑγρὰς μὴ διεφθαρμένας, καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν αὐταῖς· 8 Οι άρχοντες των Φιλισταίων έφεραν εις την Δαλιδά επτά σχοινία κατασκευασμένα από νεύρα υγρά και αχρησιμοποίητα, και με αυτά εκείνη τον έδεσε. 8 Οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων ἔφεραν εἰς τὴν Δαλιδὰ ἑπτὰ χλωρές, φρέσκες, ἄφθαρτες χορδὲς (ἢ ἑπτὰ καινούργιες ὑγρὲς νευρές), ποὺ δὲν ἐξεράθηκαν ποτέ, καὶ ἐκείνη ἔδεσε μὲ αὐτὲς τὸν Σαμψών.
9 καὶ τὸ ἔνεδρον αὐτῇ ἐκάθητο ἐν τῷ ταμιείῳ· καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών· καὶ διέσπασε τὰς νευράς, ὡς εἴ τις ἀποσπάσοι στρέμμα στυπίου ἐν τῷ ὀσφρανθῆναι αὐτὸ πυρός· καὶ οὐκ ἐγνώσθη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ. 9 Εις το παράπλευρον εσωτερικόν δωμάτιον είχαν στήσει ενέδραν οι Φιλισταίοι. Η Δαλιδά είπε τότε στον Σαμψών· “Σαμψών, αλλόφυλοι ορμουν εναντίον σου” ! Ο Σαμψών έκοψε τότε τας νευράς, όπως ημπορεί να κόψη κανείς μίαν κλωστήν από στουπί την οποίαν έχει εγγίσει η φωτιά. Ετσι δε δεν έγινε γνωστόν πως θα ηχρηστεύετο η δύναμις αυτού. 9 (Αὐτὸ ἔγινε, ἐνῷ) εἰς ἄλλο ἰδιαίτερον δωμάτιον ἦταν κρυμμένη μία ἐνέδρα ἀπὸ Φιλισταίους (διὰ νὰ συλλάβουν τὸν Σαμψὼν τὴν ὥραν τῆς ἀδυναμίας του). Καὶ (εἰς κάποιαν στιγμήν) ἡ Δαλιδὰ τοῦ ἐφώναξε ἀλαφιασμένη: «Φιλισταῖοι ἦλθαν νὰ σὲ συλλάβουν, Σαμψών!» Ἀλλὰ ἐκεῖνος τεντώνοντας τοὺς μυῶνες του ἔσπασε ἀμέσως τὶς χορδές (ἢ νευρές), μὲ τὶς ὁποῖες ἦταν δεμένος, μὲ τόσην εὐκολίαν, ὅσην κόβεται τὸ νῆμα ἀπὸ στουπί, ποὺ ἔχει ἀγγίξει ἡ φωτιά. Ἔτσι δὲν ἔγινε γνωστὸν τὸ μυστικὸν τῆς ὑπερβολικῆς δυνάμεώς του.
10 καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών· ἰδοὺ ἐπλάνησάς με καὶ ἐλάλησας πρός με ψευδῆ· νῦν οὖν ἀνάγγειλόν μοι ἐν τίνι δεθήσῃ. 10 Η Δαλιδά είπεν στον Σαμψών· “ιδού, ότι με εγέλασες. Μου είπες ψέματα. Τωρα όμως πές μου την αλήθειαν· με τι πρέπει να δεθής, ώστε να μη ημπορής να λυθής”. 10 Τότε ἡ Δαλιδὰ εἶπεν εἰς τὸν Σαμψών: «Νά' μὲ ἐγέλασες καὶ μοῦ εἶπες ψέματα. Πές μου λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, τώρα τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ μὲ ἀπατᾷς· μὲ τί θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ σὲ δέσῃ, ὥστε νὰ ἐξουδετερώσῃ τὴν δύναμίν σου;»
11 καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἐὰν δεσμεύοντες δήσωσί με ἐν καλωδίοις καινοῖς, οἷς οὐκ ἐγένετο ἐν αὐτοῖς ἔργον, καὶ ἀσθενήσω καὶ ἔσομαι ὡς εἷς τῶν ἀνθρώπων. 11 Ο Σαμψών της απήντησεν· “εάν με δέσουν καλά με καινούργια σχοινία τα οποία δεν έχουν καθόλου χρησιμοποιηθή, τότε θα είμαι ένας αδύνατος άνθρωπος ωσάν τους άλλους”. 11 Ὁ Σαμψὼν τῆς ἀπάντησε: «Ἐὰν μὲ δέσουν μὲ πολλὰ καινούργια σχοινιά, τὰ ὁποῖα δὲν ἐχρησιμοποιήθησαν ποτέ· τότε θὰ χάσω τὴν δύναμίν μου, θὰ ἑξασθενήσω καὶ θὰ γίνω ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι».
12 καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ καλώδια καινὰ καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν αὐτοῖς· καὶ τὰ ἔνεδρα ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ταμιείου· καὶ εἶπεν· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών· καὶ διέσπασεν αὐτὰ ἀπὸ βραχιόνων αὐτοῦ ὡσεὶ σπαρτίον. 12 Η Δαλιδά επήρε σχοινία καινούργια και με αυτά τον έδεσε. Οι ενεδρεύοντες Φιλισταίοι εξήλθον από το δωμάτιον, έτοιμοι να τον συλλάβουν. Η Δαλιδά εφώναξε προς αυτόν· “Σαμψών, αλλόφυλοι έρχονται εναντίον σου”. Εκείνος έσπασε τα δεσμά των χειρών του ως εάν αυτά ήσαν κάποιο αδύνατον νήμα. 12 Ἔτσι ἡ Δαλιδὰ ἐπῆρε (πολλὰ) καινούργια σχοινιὰ καὶ ἔδεσε τὸν Σαμψὼν μὲ αὐτά. Ἡ δὲ ἐνέδρα ἀπὸ Φιλισταίους ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιον, ποὺ ἦταν κρυμμένη (ὥστε νὰ εἶναι ἔτοιμη νὰ συλλάβῃ τὸν Σαμψών). Τότε ἡ Δαλιδὰ ἐφώναξεν εἰς τὸν Σαμψών: «Φιλισταῖοι ἦλθαν νὰ σὲ συλλάβουν, Σαμψών!» Ἀλλὰ ἐκεῖνος τινάζοντας τὰ μπράτσα του ἔσπασε ἀμέσως τὰ δεσμὰ ἀπὸ τὰ χέρια του, ὡσὰν νὰ ἦσαν μικρά, λεπτὰ σχοινιὰ ἀπὸ νῆμα!
13 καὶ εἶπε Δαλιδὰ πρὸς Σαμψών· ἰδοὺ ἐπλάνησάς με καὶ ἐλάλησας πρός με ψευδῆ· ἀνάγγειλον δή μοι ἐν τίνι δεθήσῃ. καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἐὰν ὑφάνης τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς μου σὺν τῷ διάσματι καὶ ἐγκρούσῃς τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον, καὶ ἔσομαι ὡς εἷς τῶν ἀνθρώπων ἀσθενής. 13 Του είπε πάλιν η Δαλιδά· “ιδού, με εγέλασες πάλιν και μου είπες ψέματα. Τωρα όμως πές μου, με τι πρέπει να δεθής ώστε να μη σου είναι δυνατόν να λυθής;” Εκείνος της είπε· “εάν υφάνης τας επτά πλεξίδας της κεφαλής μου με το στημόνι του αργαλειού σου και στερεώσης αυτά με ένα πάσσαλον στον τοίχον, θα είμαι τότε τόσον αδύνατος, όσον και ένας από τους άλλους ανθρώπους”. 13 Τότε ἡ Δαλιδά (μὲ πολλὰ ἀπατηλὰ καμώματα) εἶπεν εἰς τὸν Σαμψών: «Νά· μὲ ἐγέλασες (πάλιν) καὶ μοῦ εἶπες ψέματα. Πές μου λοιπόν, σὲ παρακαλῶ, τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ μὲ ἀπατᾷς· μὲ τὶ θὰ ἠμποροῦσε κανεὶς νὰ σὲ δέσῃ, ὥστε νὰ ἐξονδετερώσῃ τὴν δύναμίν σου;» Ὁ Σαμψών (τῆς ἐξέφυγε διὰ τρίτην φορὰν καί) τῆς ἀπάντησε: «Ἐὰν πλέξῃς τὶς ἑπτὰ πλεξοῦδες (ἢ κοτσίδες) τῶν μαλλιῶν τῆς κεφαλῆς μου μὲ τὸ στημόνι τοῦ ἀργαλειοῦ, καὶ τὸ κορδόνι ποὺ θὰ πλέξῃς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸ στερεώσης εἰς πάσσαλον, τὸν ὁποῖον θὰ ἐμπήξῃς εἰς τὸν τοῖχον· τότε θὰ χάσω τὴν δύναμίν μου, θὰ ἑξασθενήσω καὶ θὰ γίνω ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι».
14 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κοιμᾶσθαι αὐτὸν καὶ ἔλαβε Δαλιδὰ τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ ὕφανεν ἐν τῷ διάσματι καὶ ἔπηξε τῷ πασσάλῳ εἰς τὸν τοῖχον καὶ εἶπεν· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών· καὶ ἐξυπνίσθη ἀπὸ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ ἐξῇρε τὸν πάσσαλον τοῦ ὑφάσματος ἐκ τοῦ τοίχου. 14 Οταν κατόπιν ο Σαμψών απεκοιμήθη επήρεν η Δαλιδά τας επτά πλεξίδας της κεφαλής του, τας ύφανε με το στημόνι του αργαλειού της, τας εκάρφωσεν στον τοίχον με πάσσαλον και εφώναξε· “αλλόφυλοι επί σε Σαμψών”. Ο Σαμψών εξύπνησεν από τον ύπνον του και εξεκάρφωσε τον πάσσαλον, επί του οποίου ετυλίγετο το ύφασμα από τον τοίχον όπου ήτο στερεωμένος. 14 Καὶ συνέβη τοῦτο: Ἐνῷ ὁ Σαμψὼν ἐκοιμᾶτο, ἐπῆρε ἡ Δαλιδὰ τὶς ἑπτὰ πλεξοῦδες (ἢ κοτσίδες) τῶν μαλλιῶν τῆς κεφαλῆς του καὶ τὶς ἔπλεξε μὲ τὸ στημόνι τοῦ ἀργαλειοῦ, καὶ τὸ κορδόνι ποὺ ἔπλεξε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον, τὸ ἐστερέωσεν εἰς πάσσαλον, τὸν ὁποῖον ἔμπηξε εἰς τὸν τοῖχον. Καὶ (ἡ Δαλιδὰ) ἐφώναξεν εἰς τὸν Σαμψών: «Φιλισταῖοι ἦλθαν νὰ σὲ συλλάβουν, Σαμψών!» Ὁ Σαμψὼν ὅμως ἐξύπνησεν ἀμέσως καὶ ἐπετάχθη ὄρθιος καὶ ἔβγαλε τὸν πάσσαλον, ποὺ ἦταν τυλιγμένα καὶ στερεωμένα (καρφωμένα) τὰ μαλλιά του εἰς τὸν τοῖχον.
15 καὶ εἶπε πρὸς Σαμψὼν Δαλιδά· πῶς λέγεις, ἠγάπηκά σε, καὶ ἡ καρδία σου οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ; τοῦτο τρίτον ἐπλάνησάς με καὶ οὐκ ἀπήγγειλάς μοι ἐν τίνι ἡ ἰσχύς σου ἡ μεγάλη. 15 Τοτε παραπονουμένη δήθεν η Δαλιδά του είπε· “πως λέγεις ότι με έχεις αγαπήσει ενώ η καρδιά σου δεν είναι μαζή μου; Τρίτην αυτήν φοράν με εγέλασες και δεν μου είπές που έγκειται η μεγάλη δύναμίς σου”. 15 Ἡ Δαλιδά (τῆς ὁποίας ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἡ ὑποκρισία ἐξεπέρασαν κάθε ὅριον) εἶπε (μὲ παράπονον) εἰς τὸν Σαμψών: Πῶς λέγεις «σὲ ἔχω ἀγαπήσει», ὅταν ἡ καρδιά σου δὲν εἶναι μαζί μου; (ὅταν δὲν μοῦ δείχνῃς ἐμπιστοσύνην;) Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη φορά, ποὺ ἐγέλασες καὶ δὲν μοῦ εἶπες ποὺ ὀφείλεται ἡ ὑπερβολικὴ δύναμίς σου».
16 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐξέθλιψεν αὐτὸν ἐν λόγοις αὐτῆς πάσας τὰς ἡμέρας καὶ ἐστενοχώρησεν αὐτόν, καὶ ὠλιγοψύχησεν ἕως τοῦ ἀποθανεῖν· 16 Με τέτοιους λόγους εταλαιπωρούσε κάθε ημέραν η Δαλιδά τον Σαμψών και τον εστενοχωρούσε τόσον μάλιστα πολύ, ώστε εκείνος ελιποθύμησε μέχρι σημείου να πλησίαση τον θάνατον. 16 Καὶ συνέβη τοῦτο: Τὸν ἐπίεζε δὲ καὶ τὸν ἐστενοχωροῦσε τόσον πολὺ μὲ τὰ λόγια της ὅλες τὶς ἡμέρες (δὲν ἄφηνε να περάσῃ ἡμέρα, ποὺ να μὴ τὸν στενοχωρῇ), ὥστε να μελαγχολῇ καὶ νὰ λιγοψυχῇ ὁ (γίγας) Σαμψών, μέχρι σημείου νὰ κινδυνεύῃ νὰ ἀποθάνῃ.
17 καὶ ἀνήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῇ· σίδηρος οὐκ ἀνέβη ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου, ὅτι ἅγιος Θεοῦ ἐγώ εἰμι ἀπὸ κοιλίας μητρός μου· ἐὰν οὖν ξυρήσωμαι, ἀποστήσεται ἀπ᾿ ἐμοῦ ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἀσθενήσω καὶ ἔσομαι ὡς πάντες οἱ ἄνθρωποι. 17 Αποκαμωμένος πλέον ο Σαμψών ήνοιξεν εις αυτήν την καρδίαν του και της εφανέρωσε το μυστικόν του λέγων· “ψαλλίδι δεν έχει ανεβή εις την κεφαλήν μου δια να μου κόψη την κόμην, διότι εγώ είμαι αφιερωμένος στον Θεόν εκ κοιλίας μητρός μου. Εάν λοιπόν ξυρίσω την κεφαλήν μου, θα φύγη από εμέ η δύναμίς μου, θα εξασθενήσω και θα είμαι όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι”. 17 Τελικῶς ὁ ἀνίκητος ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους Σαμψὼν ὑπεχώρησε, ἄνοιξε καὶ τῆς ἐφανέρωσε ὅλην τὴν καρδιάν του καὶ τῆς εἶπε: «Σιδερένιο ὄργανο (ψαλίδι ἢ ξυράφι) δὲν ἀκούμπησε ποτὲ εἰς τὸ κεφάλι μου, διὰ νὰ κοποῦν μὲ αὐτὸ τὰ μαλλιά μου, διότι εἶμαι Ναζιραῖος, ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ μὲ συνέλαβεν ἡ μητέρα μου εἰς τὴν κοιλία της. Ἐὰν λοιπὸν ξυρίσω τὰ μαλλιά μου (τὰ κόψω σύρριζα), παύω νὰ εἶμαι Ναζιραῖος, σταματὰ τὸ τάξιμόν μου· (τότε θὰ σηκωθῇ ἀπ' ἐπάνω μου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ κάμνει ἀνίκητον) ὁπότε θὰ φύγῃ καὶ ἡ δύναμις, ποὺ μὲ κάμνει φοβερὸν εἰς τοὺς ἐχθρούς μου. Τότε θὰ ἐξασθενήσω καὶ θὰ γίνω ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι».
18 καὶ εἶδε Δαλιδά, ὅτι ἀπήγγειλεν αὐτῇ πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ, καὶ ἀπέστειλε καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντας τῶν ἀλλοφύλων, λέγουσα· ἀνάβητε ἔτι τὸ ἅπαξ τοῦτο, ὅτι ἀπήγγειλέ μοι πᾶσαν τὴν καρδίαν αὐτοῦ· καὶ ἀνέβησαν πρὸς αὐτὴν οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων καὶ ἀνήνεγκαν τὸ ἀργύριον ἐν χερσὶν αὐτῶν. 18 Η Δαλιδά αντελήφθη ότι αυτήν την φοράν ο Σαμψών ήνοιξε την καρδίαν του και της είπεν όλην την αλήθειαν. Εστειλεν ανθρώπους και εκάλεσε τους αρχηγούς των Φιλισταίων, στους οποίους είπεν· “ελάτε δια μίαν ακόμη φοράν, διότι τώρα ο Σαμψών μου εφανέρωσεν όλην την αλήθειαν”. Ηλθον αρχηγοί των Φιλισταίων φέροντες εις τα χέρια των τους αργυρούς σίκλους, που της είχαν υποσχεθή. 18 Ὅταν ἡ Δαλιδὰ ἐκατάλαβε ὅτι ὁ Σαμψὼν τῆς ἐφανέρωσε ὅλην τὴν καρδιάν του καὶ τῆς εἶπε τὴν ἀλήθειαν, ἔστειλε μήνυμα καὶ ἐκάλεσε τοὺς ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων καὶ τοὺς εἶπε: «Ἐλᾶτε διὰ μίαν ἀκόμη καὶ τελευταίαν φοράν, διότι (ὁ Σαμψών) μοῦ ἐφανέρωσε ὅλην τὴν καρδιάν του, μοῦ εἶπε τὴν ἀλήθειαν». Τότε ἦλθαν εἰς αὐτήν οἰ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων, ἔφεραν δὲ καὶ τὰ χρήματα, ποὺ τῆς ὑπεσχέθησαν.
19 καὶ ἐκοίμισε Δαλιδὰ τὸν Σαμψὼν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῆς· καὶ ἐκάλεσεν ἄνδρα, καὶ ἐξύρησε τὰς ἑπτὰ σειρὰς τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ· καὶ ἤρξατο ταπεινῶσαι αὐτόν, καὶ ἀπέστη ἡ ἰσχὺς αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ. 19 Η Δαλιδά απεκοίμησε τον Σαμψών εις τα γόνατά της και προσεκάλεσεν εναν άνδρα, ο οποίος εξύρισε τας επτά πλεξίδας της κεφαλής του Σαμψών. Ο Σαμψών από τότε περιήλθεν εις τα χέρια των Φιλισταίων και ήρχισεν ο εξευτελισμός του, διότι έφυγε πλέον από αυτόν η θεία δύναμις· 19 Ἡ δὲ Δαλιδὰ ἐνανούρισε καὶ ἀπεκοίμισε τὸν Σαμψὼν ἐπάνω εἰς τὰ γόνατά της. Καὶ (ὅταν αὐτὸς ἀπεκοιμήθη) ἐκάλεσεν ἕνα ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἐξύρισε τὶς ἑπτὰ πλεξοῦδες (ἢ κοτσίδες) τῆς κεφαλῆς τοῦ Σαμψών. Ἀπὸ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἄρχισε ὁ ἐξευτελισμός του, διότι ἡ μεγάλη δύναμίς του τὸν ἐγκατέλειψε. Τὸν ἐγκατέλειψεν ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἔπαυσε πλέον νὰ εἶναι Ναζωραῖος, ἐπειδὴ τοῦ ἀφήρεσαν τὴν σφραγῖδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸν γνώρισμα τοῦ ἀφιερωμένου εἰς τὸν Θεόν.
20 καὶ εἶπε Δαλιδά· ἀλλόφυλοι ἐπὶ σέ, Σαμψών. καὶ ἐξυπνίσθη ἐκ τοῦ ὕπνου αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἐξελεύσομαι ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ καὶ ἐκτιναχθήσομαι· καὶ αὐτὸς οὐκ ἔγνω ὅτι ὁ Κύριος ἀπέστη ἀπάνωθεν αὐτοῦ. 20 διότι όταν είπεν εις αυτόν η Δαλιδά· “αλλόφυλοι έρχονται εναντίον σου, Σαμψών”· εκείνος εξύπνησεν από τον ύπνον του και είπε· “θα εξέλθω από εδώ όπως έκαμα και τας άλλας φοράς και θα εκτιναχθώ με δύναμιν”. Αλλά δεν εγνώριζεν ότι ο Κυριος και η δύναμις του Κυρίου είχον πλέον απομακρυνθή από αυτόν. 20 Τότε ἐφώναξεν ἔξαφνα ἡ Δαλιδά: «Φιλισταῖοι ἦλθαν νὰ σὲ συλλάβουν, Σαμψών!» Αὐτὸς ἐξύπνησεν ἀμέσως καὶ εἶπε: «Θὰ βγῶ ἀπὸ ἐδῶ ὅπως καὶ τὶς ἄλλες φορὲς καὶ θὰ πεταχθῶ ἐπάνω ἐλεύθερος». Δὲν ἐγνώριζεν ὅμως ὅτι ὁ Κύριος καὶ ἡ δύναμίς του εἶχαν φύγει ἀπὸ πάνω του καὶ τὸν ἐγκατέλειψαν.
21 καὶ ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἐξέκοψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ· καὶ κατήνεγκαν αὐτὸν εἰς Γάζαν καὶ ἐπέδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις χαλκείαις, καὶ ἦν ἀλήθων ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου. 21 Αδύνατον πλέον τον συνέλαβον οι αλλόφυλοι και του έβγαλαν τους οφθαλμούς. Τον κατεβίβασαν εις την Γαζαν και έδεσαν με χαλκίνας χειροπέδας αυτόν και τον υπεχρέωσαν να γυρίζη μυλόπετραν και να αλέθη σίτον εις την φυλακήν. 21 Οἱ Φιλισταῖοι συνέλαβαν τότε (μὲ τὴν μεγαλυτέραν εὐκολίαν) τὸν Σαμψὼν καὶ (διὰ νὰ ἀσφαλισθοῦν καλύτερα) τοῦ κατέστρεψαν ἐντελῶς καὶ τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια. Κατόπιν τὸν μετέφεραν εἰς τὴν Γάζαν καὶ τὸν ἀλυσόδεσαν μὲ χαλκίνους χαλκάδες εἰς τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ κινῆται εὔκολα· ἐπὶ πλέον τὸν ἔκλεισαν εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐκεῖ (τυφλὸς καὶ ἁλυσοδεμένος) ἐγύριζε τὴν πέτραν ἐνὸς χειρομύλου (ποὺ ἄλεθε σιτάρι).
22 Καὶ ἤρξατο θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ βλαστάνειν, καθὼς ἐξυρήσατο. 22 Μετά το ξύρισμα στο οποίον υπεβλήθη, ήρχισαν να φυτρώνουν πάλιν και να αυξάνουν αι τρίχες της κεφαλής του. 22 Ἀλλὰ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς του ἄρχισαν νὰ μεγαλώνουν καὶ πάλιν εὐθὺς μετὰ τὸ ξύρισμά τους.
23 καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων συνήχθησαν θυσιάσαι θυσίασμα μέγα τῷ Δαγὼν θεῷ αὐτῶν καὶ εὐφρανθῆναι καὶ εἶπαν· ἔδωκεν ὁ Θεὸς ἐν χειρὶ ἡμῶν τὸν Σαμψὼν τὸν ἐχθρὸν ἡμῶν. 23 Μιαν από τας ημέρας εκείνας οι άρχοντες των Φιλισταίων συνεκεντρώθησαν δια να προσφέρουν μεγάλην θυσίαν στον θεόν των Δαγών και να ευφρανθούν λέγοντες· “ο θεός παρέδωσεν εις τα χέρια μας τον Σαμψών, τον εχθρόν μας. 23 Οἱ ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων ἐμαζεύθησαν ὅλοι μαζὶ διὰ νὰ προσφέρουν μεγάλην θυσίαν εὐχαριστίας εἰς τὸν Δαγών, τὸν θεόν των, καὶ νὰ πανηγυρίσουν, νὰ χαροῦν καὶ νὰ διασκεδάσουν, διότι εἶπαν: «Ὁ θεὸς παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια μας τὸν Σαμψών, τὸν ἐχθρόν μας!»
24 καὶ εἶδον αὐτὸν ὁ λαὸς καὶ ὕμνησαν τὸν θεὸν αὐτῶν, ὅτι παρέδωκεν ὁ θεὸς ἡμῶν τὸν ἐχθρὸν ἡμῶν ἐν χειρὶ ἡμῶν, τὸν ἐρημοῦντα τὴν γῆν ἡμῶν, καὶ ὃς ἐπλήθυνε τοὺς τραυματίας ἡμῶν. 24 Ο λαός των Φιλισταίων είδον δέσμιον τον Σαμψών και εδοξολόγησαν τον θεόν των λέγοντες ότι “ο θεός μας παρέδωκεν εις τα χέρια μας τον εχθρόν μας, αυτόν που ερήμωνε την χώραν μας και εφόνευε πολλούς από ημάς”. 24 Ὅταν δὲ ὁ λαὸς εἶδαν τὸν Σαμψών, ὕμνησαν τὸν θεόν των Δαγών, «διότι», ὅπως ἔψαλλαν, «παρέδωκεν ὁ θεός μας τὸν ἐχθρόν μας εἰς τὰ χέρια μας· τὸν ἐχθρόν, ὁ ὁποῖος ἐρήμωνε καὶ κατέστρεφε τὴν χώραν μας καὶ ἐσκότωνε καὶ ἐθανάτωνε πολλοὺς ἀπὸ ἡμᾶς».
25 καὶ ὅτε ἠγαθύνθη ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ εἶπαν· καλέσατε τὸν Σαμψὼν ἐξ οἴκου φυλακῆς, καὶ παιξάτω ἐνώπιον ἡμῶν. καὶ ἐκάλεσαν τὸν Σαμψὼν ἐξ οἴκου δεσμωτηρίου, και ἔπαιζεν ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ ἐρράπιζον αὐτὸν καὶ ἔστησαν αὐτὸν ἀνὰ μέσον τῶν κιόνων. 25 Οταν δε αι καρδίαι των είχαν ευφρανθή από την εορτήν, είπαν “καλέσατε και φέρετε από την φυλακήν εδώ τον Σαμψών και ας παίξη ενώπιόν μας, δια να διασκεδάσωμεν” Πράγματι μετέφεραν τον Σαμψών από την φυλακήν, τον υπεχρέωναν να παίζη ενώπιόν των, τον ερράπιζαν και τον ετοποθέτησαν όρθιον ανάμεσα από δύο στύλους του οικοδομήματος. 25 Καὶ ὅταν ἡ ψυχή τους εἶχε διασκεδάσει καὶ εὐφρανθῇ πολὺ ἀπὸ τοὺς πανηγυρισμούς, εἶπαν: «Καλέστε καὶ φέρτε τὸν Σαμψὼν ἀπὸ τὴν φυλακήν, διὰ νὰ παίξῃ ἐμπρός μας καὶ νὰ μᾶς διασκεδάσῃ». Ἐκάλεσαν καὶ ἔφεραν τὸν τυφλὸν Σαμψὼν ἀπὸ τὴν φυλακήν, καὶ τὸν ὑπεχρέωσαν νὰ τοὺς διασκεδάζῃ (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ τὸν ἐχλεύαζαν) καὶ τὸν ἐρράπιζαν (ἄνανδρα καὶ ἀπάνθρωπα) καὶ τὸν ἔβαλαν νὰ σταθῇ ὄρθιος ἀνάμεσα σὲ (δύο) κολῶνες τοῦ ναοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἐγίνοντο οἱ πανηγυρισμοί.
26 καὶ εἶπε Σαμψὼν πρὸς τὸν νεανίαν τὸν κρατοῦντα τὴν χεῖρα αὐτοῦ· ἄφες με καὶ ψηλαφήσω τοὺς κίονας, ἐφ᾿ οἷς ὁ οἶκος ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ ἐπιστηριχθήσομαι ἐπ᾿ αὐτούς. 26 Είπε δε ο Σαμψών προς τον άνδρα ο οποίος τον κρατούσε από το χέρι, δια να τον οδηγή· “άφησέ με να ψηλαφήσω τους δύο στύλους οι οποίοι υποβαστάζουν το οικοδόμημα τούτο και να στηριχθώ ολίγον εις αυτούς”. 26 Ὁ τυφλὸς Σαμψών (εἰς κάποιαν στιγμὴν) εἶπεν εἰς τὸν νέον, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐκρατοῦσε τὸ χέρι καὶ τὸν ὠδηγοῦσε: «Ἄφησέ με νὰ ἄγγιξω (νὰ ἀπλώσω τὰ χέριά μου καὶ νὰ πιάσω) τις κολῶνες, ἐπανῶ εἴς τις ὅποιες στηρίζεται τὸ μεγάλο αὐτὸ οἰκοδόμημα, καὶ νὰ στηριχθῶ ἐπάνω τους ὡσὰν σὲ ἀποκούμπι, διὰ νὰ ξεκουρασθῶ ὀλίγον».
27 καὶ ὁ οἶκος πλήρης τῶν ἀνδρῶν καὶ τῶν γυναικῶν, καὶ ἐκεῖ πάντες οἱ ἄρχοντες τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐπὶ τὸ δῶμα ὡσεὶ τρισχίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες οἱ θεωροῦντες ἐν παγνίαις Σαμψών. 27 Το οικοδόμημά ήτο γεμάτο από άνδρας και γυναίκας. Εκεί ήσαν όλοι οι άρχοντες των Φιλισταίων, επάνω δε στο ηλιακωτόν τρεις περίπου χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι παρηκολούθουν τους εμπαιγμούς και εξευτελισμούς του Σαμψών. 27 Τὸ μεγάλο οἰκοδόμημα ἦταν κατάμεστον ἀπὸ ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Ἐκεῖ εὑρίσκοντο καὶ ὅλοι (οἱ πέντε) ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων ἐπάνω δὲ εἰς τὴν ταράτσαν (τὸ δῶμα) εὑρίσκοντο τρεῖς περίπου χιλιάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες, οἱ ὁποῖοι παρηκολούθουν τὴν διασκέδασιν, ποὺ τοὺς προσέφερεν ὁ Σαμψών (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Οἱ ὁποῖοι ἐχλεύαζαν τὸν Σαμψών).
28 καὶ ἔκλαυσε Σαμψὼν πρὸς Κύριον, καὶ εἶπεν· ᾿Αδωναϊὲ Κύριε, μνήσθητι δή μου νῦν καὶ ἐνίσχυσόν με ἔτι τὸ ἅπαξ τοῦτο, Θεέ, καὶ ἀνταποδώσω ἀνταπόδοσιν μίαν περὶ τῶν δύο ὀφθαλμῶν μου τοῖς ἀλλοφύλοις. 28 Ο Σαμψών μέσα εις την θλίψιν του συνησθάνθη το σφάλμα του, έκλαυσεν ενώπιον του Θεού και προσηυχήθη προς αυτόν λέγων· “Αδωναϊέ Κυριε, μνήσθητί μου και τώρα, ενίσχυσέ με μίαν ακόμη φοράν, Θεέ μου, δια να ανταποδώσω σκληράν τιμωρίαν κατά των Φιλισταίων οι οποίοι μου έβγαλαν τα δυο μου μάτια”. 28 Τότε ὁ Σαμψὼν μὲ κλάματα πολλὰ καὶ θερμὰ παρεκάλεσε (μυστικῶς) τὸν Κύριον καὶ εἶπε: «Ἀδωναϊέ (= Κύριέ μου), Κύριε, θυμήσου με, σὲ παρακαλῶ, καὶ τὴν στιγμὴν αὐτὴν καὶ δῶσε μου δύναμιν καὶ ἐνίσχυσιν ἄλλη μιὰ φορά, Θεέ μου, ὥστε νὰ ἀνταποδώσω μιὰ γιὰ πάντα εἰς τοὺς Φιλισταίους τὴν τύφλωσιν, ποὺ μοῦ ἐπροξένησαν μὲ τὸ νὰ μοῦ βγάλουν τὰ μάτια».
29 καὶ περιέλαβε Σαμψὼν τοὺς δύο κίονας τοῦ οἴκου, ἐφ᾿ οὓς ὁ οἶκος εἱστήκει, καὶ ἐπεστηρίχθη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐκράτησεν ἕνα τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ καὶ ἕνα τῇ ἀριστερᾷ αὐτοῦ. 29 Αγκάλιασε ο Σαμψών τους δύο στύλους επάνω στους οποίους υπεβαστάζετο ο οίκος, εστηρίχθη εις αυτούς, εκράτησε τον ένα στύλον με το δεξί του χέρι και τον άλλον με το αριστερόν, 29 Καὶ ὁ Σαμψὼν ἀγκάλιασε σφιχτὰ μὲ τὰ ξαναδυναμωμένα μπράτσα του τὶς δύο κολῶνες τοῦ μεγάλου οἰκοδομήματος, ἐπάνω εἰς τὶς ὁποῖες ἐστηρίζετο τὸ οἰκοδόμημα, καὶ ἐστηρίχθη γερὰ ἐπάνω τους· καὶ ἐκράτησε τὴν μίαν μὲ τὸ δεξί του χέρι, τὴν δὲ ἄλλην μὲ τὸ ἀριστερό του,
30 καὶ εἶπε Σαμψών· ἀποθανέτω ψυχή μου μετὰ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ ἐβάσταξεν ἐν ἰσχύϊ, καὶ ἔπεσεν ὁ οἶκος ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῷ· καὶ ἦσαν οἱ τεθνηκότες, οὓς ἐθανάτωσε Σαμψὼν ἐν τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, πλείους ἢ οὓς ἐθανάτωσεν ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ. 30 και είπε μεγαλοφώνως· “ας αποθάνω μαζή με τους αλλοφύλους”. Εκράτησε και συνεκλόνισε με δύναμιν τους στύλους και κατεκρημνίσθη όλον το οικοδόμημα επάνω στους άρχοντας και επάνω στον λαόν των Φιλισταίων που ευρίσκοντο εντός αυτού. Αυτοί τους οποίους εφόνευσεν ο Σαμψών εκεί κατά τον θάνατόν του ήσαν περισσότεροι από όσους είχε φονεύσει κατά το διάστημα της ζωής του. 30 καὶ εἶπεν: «Ἂς ἀποθάνῃ ἡ ζωή μου (ἂς ἀποθάνω) μαζὶ μὲ τοὺς ἀλλοφύλους (Φιλισταῖους)!» Καὶ ἔσφιξε μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του (ἢ ὀρθότερον: Ἐτράβηξε ἢ ἔσπρωξε μὲ δύναμίν) τὶς δύο κολῶνες· καὶ ἔπεσε τὸ οἰκοδόμημα καὶ ἐπλάκωσε τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅλον τὸν λαόν, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς αὐτό. Ὅλοι δὲ ὅσοι ἐτάφησαν κάτω ἀπὸ τὰ ἐρείπια, ὅλοι ὅσους ἐθανάτωσεν ὁ Σαμψὼν κατὰ τὸν θάνατόν του, ἦσαν περισσότεροι ἀπὸ ἐκείνους, τοὺς ὁποίους ἐθανάτωσε κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς του.
31 καὶ κατέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἔλαβον αὐτὸν καὶ ἀνέβησαν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἀνὰ μέσον Σαραὰ καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Εσθαὸλ ἐν τῷ τάφῳ Μανωὲ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς ἔκρινε τὸν ᾿Ισραὴλ εἴκοσιν ἔτη. 31 Οι ομοεθνείς του Σαμψών και οι συγγενείς αυτού κατέβησαν εις την Γαζαν, έλαβαν το νεκρόν σώμα του Σαμψών, ανέβησαν και έθαψαν αυτόν μεταξύ Σαραά και Εσθαόλ στον τάφον του πατρός του, του Μανωέ. Ο Σαμψών έκρινε τον Ισραήλ επί είκοσιν έτη. 31 Τότε κατέβηκαν εἰς τὴν Γάζαν οἱ (ὁμοεθνεῖς) συγγενεῖς του καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν τοῦ πατέρα του καὶ παρέλαβαν τὸ πτῶμα του ἀπὸ τὰ χαλάσματα καὶ ἀνέβηκαν καὶ τὸν ἔθαψαν μεταξὺ τῆς Σαραὰ καὶ τῆς Ἐσθαὸλ εἰς τὸν τάφον τοῦ πατέρα του Μανωέ. Ὁ δὲ Σαμψὼν ὑπῆρξε (μὲ τὴν εὐλογίαν, τὴν χάριν καὶ τὴν ἐνίσχυσιν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ) Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπὶ εἴκοσι χρόνια.