Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:37
Δύση: 20:11
Σελ. 17 ημ.
116-250
16ος χρόνος, 5913η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 (ΙΑ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ᾿Ιεφθάε ὁ Γαλααδίτης ἐπῃρμένος δυνάμει· καὶ αὐτὸς υἱὸς γυναικὸς πόρνης, ἣ ἐγέννησε τῷ Γαλαὰδ τὸν ᾿Ιεφθάε. 1 Υπήρχεν εκεί μεταξύ των Ισραηλιτών ένας Ισραηλίτης, Ιεφθάε ο Γαλααδίτης, πολύ ισχυρός κατά το σώμα. Αυτός ήτο υιός γυναικός πόρνης, η οποία δια του Γαλαάδ εγέννησε τον Ιεφθάε. 1 Ο Ἰσραηλίτης Ἰεφθάε, ὁ υἱὸς τοῦ Γαλαάδ, ἦταν δυνατὸς σωματικά, γενναῖος καὶ θαρραλέος· αὐτὸς ὅμως ἦταν παιδὶ γυναίκας πόρνης, ἡ ὁποία ἐγέννησε εἰς τὸν Γαλαὰδ τὸν Ἰεφθάε.
2 καὶ ἔτεκεν ἡ γυνὴ Γαλαὰδ αὐτῷ υἱούς· καὶ ἡδρύνθησαν οἱ υἱοὶ τῆς γυναικὸς καὶ ἐξέβαλον τὸν ᾿Ιεφθάε καὶ εἶπαν αὐτῷ· οὐ κληρονομήσεις ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς ἡμῶν, ὅτι υἱὸς γυναικὸς ἑταίρας σύ. 2 Η νόμιμος όμως σύζυγος του Γαλαάδ εγέννησε και αυτή στον Γαλαάδ υιούς. Οι υιοί της νομίμου συζύγου, όταν εμεγάλωσσν και έγιναν άνδρες, εξεδίωξαν τον Ιεφθάε και του είπαν· “δεν θα κληρονομήσης και συ μαζή με μας την πατρικήν περιουσίαν, διότι είσαι παιδί γυναικός πόρνης”. 2 Ἀλλὰ καὶ ἡ νόμιμη γυναῖκα τοῦ Γαλαὰδ ἐγέννησε καὶ αὐτὴ εἰς τὸν Γαλαὰδ ἄλλους υἱούς· καὶ ὅταν ἐμεγάλωσαν οἱ υἱοὶ τῆς νομίμου γυναίκας τοῦ Γαλαάδ, ἔβγαλαν ἔξω καὶ ἔδιωξαν διὰ τῆς βίας τὸν Ἰεφθάε ἀπὸ τὸ πατρικόν του σπίτι καὶ τοῦ εἶπαν: «Δὲν θὰ πάρῃς μερίδιον ἀπὸ τὴν πατρικήν μας κληρονομίαν, διότι σὺ εἶσαι παιδὶ γυναίκας πόρνης».
3 καὶ ἔφυγεν ᾿Ιεφθάε ἀπὸ προσώπου τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Τώβ, καὶ συνεστράφησαν πρὸς ᾿Ιεφθάε ἄνδρες κενοὶ καὶ ἐξῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ. 3 Ο Ιεφθάε έφυγε μακράν από τους αδελφούς του και εγκατεστάθη εις την περιοχήν Τωβ. Εκεί δε τον ηκολούθησαν και συνεκεντρώθησαν γύρω του μερικοί τοιχοδιώκται. 3 Τότε ὁ Ἰεφθάε ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ ἑκατοίκησε μόνος καὶ ἔρημος εἰς τὴν χώραν Τώβ. Καὶ ἦλθαν καὶ ἐσυγκεντρώθησαν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰεφθάε ἄνθρωποι ματαιόδοξοι καὶ τυχοδιώκται, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀκολούθησαν καὶ ἐπραγματοποιοῦσαν μαζί του ληηλασίες μὲ αἰφνιδιαστικὲς ἐπιδρομὲς ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν.
4 καὶ ἐγένετο ἡνίκα παρετάξαντο οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν μετὰ ᾿Ισραήλ, 4 Οταν δε μετά τινα χρόνον οι Αμμωνίται εξήλθον εις πόλεμον εναντίον των Ισραηλιτών, 4 Ὅταν μετὰ ἀπὸ ὀλίγον χρόνον οἱ Ἀμμωνῖται ἐκήρυξαν τὸν πόλεμον ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ, συνέβη τοῦτο:
5 καὶ ἐπορεύθησαν οἱ πρεσβύτεροι Γαλαὰδ λαβεῖν τὸν ᾿Ιεφθάε ἀπὸ τῆς γῆς Τὼβ 5 οι άρχοντες των Ισραηλιτών οι οποίοι κατοικούσαν εις Γαλαάδ μετέβησαν εις την χώραν Τωβ, δια να πάρουν από εκεί μαζή των ως αρχηγόν τον Ιεφθάε. 5 Οἱ προεστοί, οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ κατοικοῦσαν εἰς τὴν Γαλαάδ, ἐπῆγαν διὰ νὰ συναντήσουν καὶ νὰ φέρουν πίσω τὸν Ἰεφθάε ἀπὸ τὴν χώραν Τώβ.
6 καὶ εἶπαν τῷ ᾿Ιεφθάε· δεῦρο καὶ ἔσῃ ἡμῖν εἰς ἀρχηγόν, καὶ παραταξόμεθα πρὸς υἱοὺς ᾿Αμμών. 6 Οταν έφθασαν του είπαν· “έλα μαζή μας και γίνε αρχηγός μας δια να πολεμήσωμεν εναντίον των Αμμωνιτών”. 6 Μόλις τὸν συνήντησαν, εἶπαν εἰς τὸν Ἰεφθάε: «Ἔλα γύρισε πίσω· ἡ πατρίδα σου σὲ περιμένει· ἔλα νὰ γίνῃς ἀρχιστράτηγός μας εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν περίστασιν· ἔτσι θὰ λάβωμεν ὅλοι θάρρος καὶ θὰ ἠμπορέσωμεν νὰ ἀντιπαραταχθῶμεν ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν».
7 καὶ εἶπεν ᾿Ιεφθάε τοῖς πρεσβυτέροις Γαλαάδ· οὐχὶ ὑμεῖς ἐμισήσατέ με καὶ ἐξεβάλατέ με ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου καὶ ἐξαπεστείλατέ με ἀφ᾿ ὑμῶν; καὶ διατὶ ἤλθατε πρός με νῦν, ἡνίκα χρῄζετε; 7 Ο Ιεφθάε, ενθυμούμενος την αδικίαν που του έκαμαν, είπεν στους άρχοντας της Γαλαάδ· “σεις δεν είσθε εκείνοι που με εμισήσατε και με εξεδιώξατε από τον οίκον του πατρός μου και με εστείλατε μακράν από σας; Και διότι ήλθατε προς εμέ τώρα, που με έχετε ανάγκην;” 7 Ἀλλὰ ὁ Ἰεφθάε ἀπάντησε εἰς τοὺς προεστούς, τοὺς ἄρχοντες τῆς Γαλαάδ, μὲ δυσπιστίαν καὶ παράπονον διὰ τὴν ἀδικίαν ποὺ τοῦ ἔκαμαν: «Δὲν εἶσθε σεῖς, ἐκεῖνοι ποὺ μὲ ἐμισήσατε καὲ μὲ πολλὴν περιφρόνησιν μὲ ἐβγάλατε διὰ τῆς βίας ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου καὶ μὲ ἐδιώξατε μακριά σας, ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς πατρίδος μου; Πῶς λοιπὸν τώρα, ποὺ εὐρεθήκατε εἰς ἀνάγκην καὶ μὲ χρειάζεσθε, ἤλθατε εἰς τὴν χώραν αὐτὴν νὰ μὲ ζητήσετε;»
8 καὶ εἶπαν οἱ πρεσβύτεροι Γαλαὰδ πρὸς ᾿Ιεφθάε· διὰ τοῦτο νῦν ἐπεστρέψαμεν πρός σε, καὶ πορεύσῃ μεθ᾿ ἡμῶν καὶ παρατάξῃ πρὸς υἱοὺς ᾿Αμμών· καὶ ἔσῃ ἡμῖν εἰς ἄρχοντα πᾶσι τοῖς κατοικοῦσι Γαλαάδ. 8 Οι άρχοντες της χώρας Γαλαάδ απήντησαν προς τον Ιεφθάε· “ακριβώς διότι έχομεν την ανάγκην σου ήλθομεν προς σε και σε παρακαλούμεν να έλθης μαζή μας δια να αντιπαραταχθής εναντίον των Αμμωνιτών. Ημείς δε εις επανόρθωσιν της αδικίας, που σου εκάμαμεν, θα σε ανακηρύξωμεν αρχηγόν όλων των Ισραηλιτών που κατοικούν εις την Γαλαάδ”. 8 Οἱ προεστοί, οἱ ἄρχοντες τῆς Γαλαάδ, εἶπαν πρὸς τὸν Ἰεφθάε: «Μά, δι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ σὲ ἔχομεν ἀνάγκην, ἤλθαμε καὶ ἀπευθυνόμεθα τώρα εἰς σὲ καὶ σοῦ ζητοῦμεν νὰ γυρίσῃς πίσω εἰς τὴν Γαλαὰδ καὶ νὰ ἐκστρατεύσῃς μαζί μας καὶ νὰ ἀντιπαραταχθῇς ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν. Σοῦ ὑποσχόμεθα δέ, ὅτι εἰς τὸ ἑξῆς θὰ εἶσαι ἄρχοντας ὄχι μόνον ἰδικός μας, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ κατοικοῦν εἰς τὴν Γαλαάδ».
9 καὶ εἶπεν ᾿Ιεφθάε πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους Γαλαάδ· εἰ ἐπιστρέφετέ με ὑμεῖς παρατάξασθαι ἐν υἱοῖς ᾿Αμμὼν καὶ παραδῷ αὐτοὺς Κύριος ἐνώπιον ἐμοῦ, καὶ ἐγὼ ὑμῖν ἔσομαι εἰς ἄρχοντα. 9 Είπε δε ο Ιεφθάε προς τους άρχοντας της Γαλαάδ· “εάν πράγματι θέλετε να επιστρέψω μαζή σας, να αντιπαραταχθώ ως αρχηγός σας εναντίον των Αμμωνιτών και ευδοκήση ο Κυριος να παραδώση αυτούς νικημένους υπό την εξουσίαν μου, τότε πρέπει να με αναγνωρίσετε ως ισόβιον αρχηγόν σας”. 9 Ὁ Ἰεφθάε ἀπάντησε εἰς τοὺς προεστούς, τοὺς ἄρχοντες τῆς Γαλαάδ: «Ἐὰν πράγματι ἐπιθυμῆτε νὰ μὲ φέρετε πάλιν εἰς τὴν χώραν μου διὰ νὰ ἀντιπαραταχθῶ ὡς ἀρχιστράτηγός σας ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν καὶ ἐὰν ὁ Κύριος Θελήσῃ νὰ παραδώσῃ τοὺς Ἀμμωνῖτες εἰς τὰ χέρια μου, νὰ μοῦ ὑποσχεθῆτε τοῦτο· ὅτι θὰ συνεχίσω καὶ μετὰ τὴν νίκην νὰ εἶμαι ἰσόβιος ἄρχοντάς σας».
10 καὶ εἶπαν οἱ πρεσβύτεροι Γαλαὰδ πρὸς ᾿Ιεφθάε· Κύριος ἔστω ἀκούων ἀνὰ μέσον ἡμῶν, εἰ μὴ κατὰ τὸ ρῆμά σου οὕτω ποιήσομεν. 10 Απήντησαν οι άρχοντες Γαλαάδ προς τον Ιεφθάε· “ο Κυριος που μας ακούει ας είναι μάρτυς μεταξύ μας ότι ημείς θα πράξωμεν σύμφωνα με τον λόγον σου αυτόν”. 10 Τότε οἱ προεστοί, οἱ ἄρχοντες τῆς Γαλαάδ, εἶπαν εἰς τὸν Ἰεφθάε: «Συμφωνοῦμεν. Ὁ ἀόρατος Κύριος, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ δὲν τὸν βλέπομεν μὲ τὰ σωματικά μας μάτια, ἐν τούτοις εἶναι πάντοτε ἐμπρός μας καὶ ἀκούει ὅλα, ὅσα λέγομεν, ἂς ἀκούσῃ τὴν ὑπόσχεσιν, ποὺ σοῦ ἐδώκαμεν· Αὐτὸς ἂς εἶναι μάρτυρας, ἐὰν δὲν ἐκτελέσωμεν αὐτό, ποὺ μᾶς λέγεις καὶ μᾶς προβάλλεις ὡς ὅρον διὰ νὰ ξαναγιρίσῃς εἰς τὴν πατρίδα σου».
11 καὶ ἐπορεύθη ᾿Ιεφθάε μετὰ τῶν πρεσβυτέρων Γαλαάδ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸν ὁ λαὸς ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς κεφαλὴν καὶ εἰς ἀρχηγόν. καὶ ἐλάλησεν ᾿Ιεφθάε πάντας τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐνώπιον Κυρίου ἐν Μασσηφά. 11 Τοτε ο Ιεφθάε μετέβη μαζή με τους Ισραηλίτας άρχοντας της Γαλαάδ εις Μασσηφά, όπου ο ισραηλιτικός λαός τον ανεγνώρισε και τον ανεκήρυξεν ως κεφαλήν και ως αρχηγόν του. Εκεί ο Ιεφθάε επανέλαβεν ενώπιον του Κυρίου τους λόγους, τους οποίους είχεν είπει στους πρεσβυτέρους δια την ισόβιον αρχηγίαν του. 11 Μετὰ τὴν ἐπίσημον αὐτὴν ὑπόσχεσιν ὁ Ἰεφθάε ἐγύρισε εἰς τὴν πατρίδα του μὲ τοὺς προεστοὺς τῆς Γαλαὰδ καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν ἀνεγνώρισε καὶ τὸν ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι του ἄρχοντα καὶ τὸν ἀνεκήρυξε ἀρχηγὸν διὰ να τοὺς διευθύνῃ καὶ τοὺς διοικῇ. Καὶ ὁ λαοπρόβλητος Ἰεφθάε ἐξέθεσε καὶ ἀνέφερε ὅλους τοὺς ὅρους, ποὺ ἔθεσεν εἰς τοὺς προεστούς, καὶ τὶς ἀξιώσεις του δι' ἰσόβιον ἀρχηγίαν, ἀλλὰ καὶ τοὺς φόβους καὶ τοὺς δισταγμούς του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἰς τὴν Μασσηφά.
12 Καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιεφθάε ἀγγέλους πρὸς βασιλέα υἱῶν ᾿Αμμὼν λέγων· τί ἐμοὶ καὶ σοί, ὅτι ἦλθες πρός με τοῦ παρατάξασθαι ἐν τῇ γῇ μου; 12 Εστειλεν ο Ιεφθάε αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Αμμωνιτών και του παρήγγειλε· “τι διαφορά υπάρχει μεταξύ μας ώστε να έλθης συ εις την χώραν μου, δια να με πολεμήσης;” 12 Κατόπιν ὁ Ἰεφθάε ἔστειλεν ἀγγελιαφόρους εἰς τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀμμωνιτῶν καὶ τοῦ παρήγγειλε: «Ποία εἶναι ἡ διαφορά μας; Τί χωρίζει τὸν ἕνα μας ἀπὸ τὸν ἄλλον, ὥστε νὰ ἔλθῃς ἐναντίον μου καὶ νὰ παραταχθῇς διὰ πόλεμον εἰς τὸ ἔδαφος τῆς πατρίδος μου;»
13 καὶ εἶπε βασιλεὺς υἱῶν ᾿Αμμὼν πρὸς τοὺς ἀγγέλους ᾿Ιεφθάε· ὅτι ἔλαβεν ᾿Ισραὴλ τὴν γῆν μου ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὸν ἐξ Αἰγύπτου ἀπὸ ᾿Αρνὼν ἕως ᾿Ιαβὸκ καὶ ἕως τοῦ ᾿Ιορδάνου· καὶ νῦν ἐπίστρεψον αὐτὰς ἐν εἰρήνῃ, καὶ πορεύσομαι. 13 Ο βασιλεύς των Αμμωνιτών απήντησε προς τους αγγελιαφόρους του Ιεφθάε· “έρχομαι να πολεμήσω εναντίον σου, διότι σεις οι Ισραηλίται όταν ανεβήκατε από την Αίγυπτον, κατελάβατε την χώραν μου από του παραποτάμου Αρνών μέχρι του άλλου παραποτάμου, του Ιαβόκ, και δυτικώς μέχρι του Ιορδάνου. Απόδωσε λοιπόν αυτάς ειρηνικώς προς ημάς και εγώ θα αναχωρήσω από την χώραν σου”. 13 Ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀμμωνιτῶν ἀπάντησε πρὸς τοὺς ἀγγελιαφόρους τοῦ Ἰεφθάε: «Ἦλθα ἐναντίον σου, διότι σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται, ὅταν ἤλθατε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, κατελάβατε τὴν χώραν μου καὶ ἐγκατασταθήκατε εἰς τὴν περιοχήν μου ἀπὸ τὸν παραπόταμον Ἀρνών (εἰς τὰ νότια) μέχρι τὸν ἄλλον παραπόταμον Ἰαβόκ (εἰς τὰ βόρεια) καὶ μέχρι τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην (εἰς τὰ δυτικά). Ἂν λοιπὸν θέλῃς νὰ κανονίσωμεν τὴν διαφοράν μας, ἐπίστρεψέ μου εἰρηνικὰ τὶς περιοχὲς αὐτὲς τώρα καὶ ἐγὼ θὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ, ἀφοῦ δὲν θὰ ἔχω νὰ κάμω τίποτε μαζί σας».
14 καὶ προσέθηκεν ἔτι ᾿Ιεφθάε καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς βασιλέα υἱῶν ᾿Αμμών. 14 Ο Ιεφθάε απέστειλε και πάλιν αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Αμμωνιτών, 14 Εἰς τὴν αὐθάδη αὐτὴν ἀπάντησιν ὁ Ἰεφθάε συνεκράτησε τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔστειλε πάλιν ἀγγελιαφόρους πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀμμωνιτῶν
15 καὶ εἶπεν αὐτῷ· οὕτω λέγει ᾿Ιεφθάε· οὐκ ἔλαβεν ᾿Ισραὴλ τὴν γῆν Μωὰβ καὶ τὴν γῆν υἱῶν ᾿Αμμών· 15 δια να του είπουν· “αυτά παραγγέλλει ο Ιεφθάε· Οι Ισραηλίται δεν κατέλαβαν ούτε την χώραν των Μωαβιτών ούτε την χώραν των Αμμωνιτών (αλλά μόνον την χώραν των Αμορραίων). 15 καὶ τοῦ παρήγγειλε: «Αὐτὰ λέγει ὁ Ἰεφθάε· ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ κατοικήσουν εἰς τὴν Χαναάν, δὲν κατελάβαμε τὴν χώραν τῶν Μωαβιτῶν οὔτε τὴν χώραν τῶν Ἀμμωνιτῶν.
16 ὅτι ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου ἐπορεύθη ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἕως θαλάσσης Σὶφ καὶ ἦλθεν εἰς Κάδης. 16 Διότι οι Ισραηλίται, όταν ελεύθεροι εξήλθον από την Αίγυπτον, εβάδισαν δια της ερήμου Σινά μέχρι της Ερυθράς Θαλάσσης και ήλθον εις Καδης. 16 Ἡ ἀλάθεια σχετικῶς μὲ τὰ γεγονότα αὐτὰ εἶναι ἡ ἀκόλουθη: Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν γῆν Χαναάν, ἐπροχώρησαν διὰ μέσου τῆς ἐρήμου (τοῦ Σινᾶ) μέχρι τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν (τὸν Ἐλανιτικὸν κόλπον) καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν Κάδης - Βαρνή.
17 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ισραὴλ ἀγγέλους πρὸς βασιλέα ᾿Εδὼμ λέγων· παρελεύσομαι δὴ ἐν τῇ γῇ σου· καὶ οὐκ ἤκουσε βασιλεὺς ᾿Εδώμ. καί γε πρὸς βασιλέα Μωὰβ ἀπέστειλε, καὶ οὐκ εὐδόκησε. καὶ ἐκάθισεν ᾿Ισραὴλ ἐν Κάδης. 17 Από εκεί έστειλαν αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα των Ιδουμαίων και του είπαν· Ημείς σκεπτόμεθα να περάσωμεν δια μέσου της χώρας σου. Αλλά ο βασιλεύς των Ιδουμαίων δεν εδέχθη την πρότασίν μας. Τοτε οι Ισραηλίται έστειλαν αγγελιαφόρους και προς τον βασιλέα των Μωαβιτών, αλλά και εκείνος απέρριψε την πρότασιν αυτήν. Ετσι οι Ισραηλίται ηναγκάσθησαν και έμειναν εις την Καδης. 17 Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ Ἰσραηλῖται ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς 'Ἐδὼμ καὶ τοῦ εἶπαν: « Ἐπίτρεψέ μας (διότι σκεπτομεθα) νὰ περάσωμεν ἀπὸ τὴν χώραν σου εἰρηνικὰ καὶ φιλικά ». Ἀλλὰ ὁ βασιλιᾶς τῆς Ἐδὼμ δὲν ἐδέχθη τὴν παράκλησίν των καὶ τοὺς ἀρνήθηκε. Ἔστειλαν ἐπίσης ἀγγελιαφόρους πρὸς τὸν βασιλιᾶ τῆς Μωάβ (εἰς τὸν ὁποῖον ἔκαμαν τὴν ἰδίαν πρότασιν)· ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος δὲν ἐδέχθη τὴν παράκλησίν των. Οἱ Ἰσραηλῖται ἐσεβάσθησαν τὰ δικαιώματα τῶν Μωαβιτῶν καὶ δὲν ἐπάτησαν τὸ ἔδαφός των, ἀλλὰ ἔμειναν σταθμευμένοι εἰς τὴν Κάδης - Βαρνή.
18 καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἐκύκλωσε τὴν γῆν ᾿Εδὼμ καὶ τὴν γῆν Μωὰβ καὶ ἦλθεν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου τῇ γῇ Μωὰβ καὶ παρενέβαλεν ἐν πέραν ᾿Αρνὼν καὶ οὐκ εἰσῆλθεν ἐν ὁρίοις Μωάβ, ὅτι ᾿Αρνὼν ὅριον Μωάβ. 18 Κατόπιν επορεύθηρεν εις την έρημον, παρεκάμψαμεν την χώραν των Ιδουμαίων και την χώραν των Μωαβιτών προχωρούντες προς ανατολάς της Μωάβ. Εστρατοπεδεύσαμεν πέραν από τον χείμαρρον Αρνών και δεν εισήλθομεν εις την χώραν των Μωαβιτών, διότι ο Αρνών είναι το βόρειον σύνορον της Μωάβ. 18 Κατόπιν οἱ Ἰσραηλῖται ἐπροχώρησαν εἰς τὴν ἔρημον καὶ παρέκαμψαν τὴν χώραν τῶν Ἰδουμαίων καὶ τὴν χώραν τῶν Μωαβιτῶν καὶ ἦλθαν ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ τῆς Μωὰβ καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν ἄλλην πλευρὰν τοῦ ποταμοῦ Ἀρνῶν. Ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται δὲν ἐμπῆκαν εἰς τὰ σύνορα τῆς χώρας Μωάβ, διότι ὁ παραπόταμος Ἀρνὼν εἶναι τὰ (βόρεια) σύνορα τῆς Μωάβ.
19 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ισραὴλ ἀγγέλους πρὸς Σηὼν βασιλέα τοῦ ᾿Αμορραίου βασιλέα ᾿Εσεβών, καὶ εἶπεν αὐτῷ ᾿Ισραήλ· παρέλθωμεν δὴ ἐν τῇ γῇ σου ἕως τοῦ τόπου ἡμῶν. 19 Από εκεί εστείλαμεν αγγελιαφόρους προς Σηών τον βασιλέα των Αμορραίων, ο οποίος είχεν ως πρωτεύουσάν του την Εσεβών και του είπομεν· Θα περάσωμεν δια μέσου της ιδικής σου χώρας, μέχρις ότου φθάσωμεν στον τόπον μας, δηλαδή εις την Χαναάν. 19 Κατόπιν οἱ Ἰσραηλῖται ἔστειλαν ἀγγελιαφόρους πρὸς τὸν Σηών, βασιλιᾶ τῶν Ἀμορραίων, ποὺ εἶχε τὴν ἔδραν του εἰς τὴν πόλιν Ἐσεβών. Οἱ ἀγγελιαφόροι τῶν Ἰσραηλιτῶν τοῦ εἶπαν: «Ἐπίτρεψέ μας νὰ περᾴσωμεν ἀπὸ τὴν χώραν σου μέχρις ὅτου φθάσωμεν εἰς τὸν προορισμόν μας, δηλαδὴ εἰς τὴν γῆν Χαναάν».
20 καὶ οὐκ ἐνεπίστευσε Σηὼν τῷ ᾿Ισραὴλ παρελθεῖν ἐν τῷ ὁρίῳ αὐτοῦ· καὶ συνῆξε Σηὼν πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ παρενέβαλον εἰς ᾿Ιασά, καὶ παρετάξατο πρὸς ᾿Ισραήλ. 20 Ο Σηών όμως δεν έδωσεν εμπιστοσύνην στους λόγους μας και δεν επέτρεψεν στους Ισραηλίτας να περάσουν δια μέσου της χώρας του. Εξ αντιθέτου δε συνεκέντρωσεν όλον τον στρατόν του, εστρατοπέδευσεν εις Ιασά και επολέμησε, χωρίς λόγον και αφορμήν, τους Ισραηλίτας. 20 Ὁ Σηὼν ὅμως δὲν ἔδωκεν ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅτι θὰ ἐπερνοῦσε εἰρηνικὰ μέσα ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς χώρας του. Καὶ δὲν ἀρκέσθηκε μόνον εἰς τὴν ἄρνησιν καὶ ἀπαγόρευσιν, ἀλλὰ ἐμάζευσε καὶ ὅλον τὸν λαόν του καὶ ἐστρατοπέδευσεν εἰς τὴν Ἰασὰ καὶ ἐπετέθη ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν.
21 καὶ παρέδωκε Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ τὸν Σηὼν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν χειρὶ ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτόν· καὶ ἐκληρονόμησεν ᾿Ισραὴλ πᾶσαν τὴν γῆν τοῦ ᾿Αμμοραίου τοῦ κατοικοῦντος τὴν γῆν ἐκείνην. 21 Δια τούτο και ο Κυριος, κατά την γενομένην σύγκρουσιν, παρέδωκε τον Σηών και όλον τον λαόν του εις τα χέρια του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος και τους εξωλόθρευσεν. Ετσι δε οι Ισραηλίται επήραν υπό την κατοχήν των ως κληρονομίαν όλην εκείνην την χώραν, την οποίαν κατοικούσαν οι Αμορραίοι· 21 Ἄλλα ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, παρέδωκε τὸν βασιλιᾶ Σηὼν καὶ ὅλον τὸν λαόν του εἰς τὰ χέρια τῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἐκτύπησαν καὶ τοὺς ἐξωλόθρευσαν. Ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται κατέκτησαν καὶ ἔλαβαν μὲ δικαίωμα κληρονομικῆς διαδοχῆς ὅλην τὴν χώραν τῶν Ἀμορραίων, οἱ ὁποῖοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην.
22 ἀπὸ ᾿Αρνὼν καὶ ἕως τοῦ ᾿Ιαβὸκ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐρήμου ἕως τοῦ ᾿Ιορδάνου. 22 δηλαδή από του παραποτάμου Αρνών μέχρι του παραποτάμου Ιαβόκ, και από της ερήμου μέχρι του Ιορδάνου. ( Αρα οι Ισραηλίται κατέλαβον χώραν Αμορραίων και οχι Αμμωνιτών). 22 Δηλαδὴ κατέκτησαν τὴν περιοχὴν ἀπὸ τὸν παραπόταμον Ἀρνών (πρὸς νότον) μέχρι τὸν ἄλλον παραπόταμον Ἰαβόκ (πρὸς βορρᾶν) καὶ ἀπὸ τὴν ἔρημον (ἀνατολικά) μέχρι τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην (δυτικά). Ἑπομένως τότε δὲν ἑκατοικούσατε σεῖς οἱ Ἀμμωνῖται τὴν χώραν αὐτὴν τὴν χώραν κατεκτήσαμεν ἀπὸ τοὺς Ἀμορραίους μὲ πόλεμον ἐδῶ καὶ τριακόσια χρόνια ἀπὸ σήμερα.
23 καὶ νῦν Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ ἐξῇρε τὸν ᾿Αμορραῖον ἀπὸ προσώπου λαοῦ αὐτοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ σὺ κληρονομήσεις αὐτόν; 23 Εν συνεχεία δε Κυριος ο Θεός του Ισραήλ εξεδίωξε τους Αμορραίους απ' έμπροσθεν του λαού του. Λοιπόν με ποία δικαιώματα τώρα συ θέλεις να κληρονομήσης χώραν που μας ανήκει; 23 Ὥστε ἦταν ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἔδιωξε τοὺς Ἀμορραίους ἀπὸ τὸν δρόμον τοῦ λαοῦ του τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ· τοὺς ἔδιωξε διὰ λογαριασμόν τῶν Ἰσραηλιτῶν, καὶ τώρα ἔρχεσαι σὺ νὰ κυριεύσῃς καὶ νὰ κληρονομήσῃς τὸν τόπον αὐτόν; Ἡ ἀπαίτησίς σου εἶναι ἄδικη· δὲν ἔχεις κανένα τέτοιο δικαίωμα.
24 οὐχὶ ἃ ἐὰν κληρονομήσει σε Χαμὼς ὁ θεός σου, αὐτὰ κληρονομήσεις, καὶ τοὺς πάντας, οὓς ἐξῇρε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἀπὸ προσώπου ὑμῶν, αὐτοὺς κληρονομήσομεν; 24 Δεν είναι ορθόν και δίκαιον, συ μεν να κληρονομήσης όλα όσα ο θεός σου Χαμώς σου έδωσε, ημείς δε να κληρονομήσωμεν όλους εκείνους, τους οποίους ο ιδικός μας Κυριος και Θεός εξεδίωξεν από εμπρός μας; 24 Τὸ δίκαιον δὲν εἶναι σὺ μὲν νὰ κληρονομήσῃς ὅσα σὲ ἐβοήθησε νὰ κατακτήσῃς ὁ Χαμώς, ὁ θεός σου, ἐμεῖς δὲ νὰ κληρονομήσωμεν τὶς χῶρες ὅλων ἐκείνων, ποὺ ἔδιωξε ἀπὸ τὸν δρόμον μας ὁ Κύριος καὶ Θεός μας;
25 καὶ νῦν μὴ ἐν ἀγαθῷ ἀγαθώτερος σὺ ὑπὲρ Βαλὰκ υἱὸν Σεπφὼρ βασιλέως Μωάβ; μὴ μαχόμενος ἐμαχέσατο μετὰ ᾿Ισραὴλ ἢ πολεμῶν ἐπολέμησεν αὐτόν; 25 Αλλά εκτός αυτού μήπως συ είσαι καλύτερος και ισχυρότερος από τον Βαλάκ, υιόν του Σεπφώρ βασιλέα των Μωαβιτών; Μηπως αυτός ήλθεν εις αντιλογίαν και φιλονεικίαν με τους Ισραηλίτας η επολέμησεν εναντίον αυτών, όταν ούτοι κατέλαβον την χώραν, την οποίαν συ τώρα διεκδικείς; 25 Καὶ τώρα μήπως νομίζεις ὅτι σὺ εἶσαι δυνατώτερος καὶ εἰς κάτι καλύτερος ἀπὸ τὸν Βαλάκ, τὸν υἱόν του Σεπφώρ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Μωάβ; Ἀλλὰ μήπως αὐτὸς ἐπροκάλεσε, ἐφιλονίκησε καὶ ἐπάλαισε κατὰ τοῦ Ἰσραὴλ ἢ τοῦ ἐπετέθη ποτὲ καὶ τὸν ἐπολέμησε;
26 ἐν τῷ οἰκῆσαι ἐν ᾿Εσεβὼν καὶ ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῆς καὶ ἐν γῇ ᾿Αροὴρ καὶ ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῆς καὶ ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι ταῖς παρὰ τὸν ᾿Ιορδάνην τριακόσια ἔτη, καὶ διατί οὐκ ἐρρύσω αὐτοὺς ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ; 26 Επί τούτοις ημείς επί τριακόσια χρόνια κατοικούμεν εις την πρωτεύουσαν των Αμορραίων την Εσεβών και τας πόλεις που εξαρτώνται από αυτήν, την χώραν Αροήρ και τας πόλεις που εξαρτώνται από αυτήν και όλας τας πόλεις πλησίον του Ιορδάνου, και επομένως έχομεν ήδη αποκτήση δικαιώματα εις τας χώρας αυτάς. Επί τρεις αιώνας διατί σεις δεν επιχειρήσατε να αποσπάσετε την χώραν αυτήν και να την κάμετε ιδικήν σας; 26 Δὲν ἀπεκτήσαμεν μήπως κληρονομικὰ δικαιώματα κατοχῆς ἐπὶ ὅλης αὐτῆς τῆς περιοχῆς, διότι κατεκτήσαμεν καὶ ἐγκατασταθήκαμε εἰς τὴν Ἐσεβὼν καὶ τὶς πόλεις, ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτήν, καὶ εἰς τὴν Ἀροὴρ καὶ τὶς πόλεις, ποὺ ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτήν, καὶ εἰς ὅλες τὶς πόλεις, ποὺ εὑρίσκονται κοντὰ εἰς τὸν Ἰορδάνην, ἐδῶ καὶ τριακόσια χρόνια; Διατὶ δὲν ἐπροσπαθήσατε νὰ τὶς κατακτήσετε καὶ νὰ τὶς ἐλευθερώσετε κατὰ τὰ τριακόσια αὐτὰ χρόνια καὶ ἔρχεσθε τώρα ἄδικα νὰ πολεμήσετε μαζί μας;
27 καὶ νῦν ἐγώ εἰμι οὐχ ἥμαρτόν σοι, καὶ σὺ ποιεῖς μετ᾿ ἐμοῦ πονηρίαν τοῦ παρατάξασθαι ἐν ἐμοί· κρίναι Κύριος ὁ κρίνων σήμερον ἀνὰ μέσον υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ ἀνὰ μέσον υἱῶν ᾿Αμμών. 27 Ημείς μεν δεν διεπράξαμεν αδικίαν τινά απέναντί σας μένοντες εις την χώραν που κατέχομεν. Σεις όμως διαπράττετε αδικίαν με το να θέλετε να μας πολεμήσετε. Κριτής και δικαστής σήμερον εις την υπόθεσιν αυτήν είναι ο Κυριος. Αυτός ας κρίνη και ας δικάση μεταξύ Ισραηλιτών και Αμμωνιτών”. 27 Τώρα λοιπόν, δι' ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, ἐγὼ δὲν ἔχω κάμει καμμίαν ἀδικίαν εἰς βάρος σου μὲ τὸ νὰ κατέχω τὴν χώραν αὐτήν. Σὺ εἶσαι ὁ ἔνοχος ἀπέναντί μου, διότι ἄδικα ἔρχεσαι νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον του Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Διὰ τὸ ἄδικον αὐτὸ ἂς ἀποφασίσῃ ὁ Θεὸς ὡς κριτὴς καὶ δικαστὴς σήμερα μεταξὺ ἠμῶν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ μεταξὺ τοῦ λαοῦ τῶν Ἀμμωνιτῶν. Αὐτὸς ἂς κρίνῃ καὶ ἂς ἀποδώσῃ δικαιοσύνην».
28 καὶ οὐκ ἤκουσε βασιλεὺς ᾿Αμμὼν τῶν λόγων ᾿Ιεφθάε, ὧν ἀπέστειλε πρὸς αὐτόν. 28 Ο βασιλεύς όμως των Αμμωνιτών δεν εδέχθη τους συνετούς λόγους, τους οποίους ο Ιεφθάε δι' αγγελιαφόρων του παρήγγειλε. Επέμενε να πολεμήση. 28 Ἀλλ' ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀμμωνιτῶν δὲν ἔδωκε προσοχὴν εἰς τὰ λόγια τοῦ Ἰεφθάε, τὰ ὁποῖα τοῦ παρήγγειλε μὲ τοὺς ἀγγελιαφόρους. Ἔτσι ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀμμωνιτῶν ἐπροχώρησε εἰς πόλεμον κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν.
29 Καὶ ἐγένετο ἐπὶ ᾿Ιεφθάε πνεῦμα Κυρίου, καὶ παρῆλθε τὸν Γαλαὰδ καὶ τὸν Μανασσῆ καὶ παρῆλθε τὴν σκοπιὰν Γαλαὰδ εἰς τὸ πέραν υἱῶν ᾿Αμμών. 29 Το Πνεύμα όμως του Κυρίου ήλθεν επί τον Ιεφθάε και τον ενίσχυσε. Αυτός δε διήλθε την χώραν Γαλαάδ και την χώραν Μανασσή, δια να ενισχύση τους Ισραηλίτας, έπειτα επέστρεψεν εις την Σκοπιάν της χώρας Γαλαάδ και από εκεί εβάδισε προς πόλεμον εναντίον των Αμμωνιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο απέναντι. 29 Καὶ ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Ἰεφθάε, τὸν ἐχαρίτωσε μὲ τὸ Πνεῦμα του, τὸν εὐλόγησε, τὸν ἐνίσχυσε καὶ τοῦ ἔδωκε νέον θάρρος. Μὲ ἀποφασιστικότητα περιώδευσε τὴν χώραν Γαλαὰδ καὶ τὴν χώραν Μανασσῆ, διὰ νὰ ἐμψυχώσῃ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Κατόπιν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Σκοπιὰν Γαλαὰδ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐστράφη ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν, ποὺ ἦσαν ἀπέναντί του.
30 καὶ ηὔξατο ᾿Ιεφθάε εὐχὴν τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν· ἐὰν διδοὺς δῷς μοι τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμὼν ἐν τῇ χειρί μου, 30 Εκαμε δε ο Ιεφθάε και ένα τάξιμον προς τον Κυριον και είπε· “εάν θελήσης, Κυριε, και παραδώσης εις τα χέρια μου τους Αμμωνίτας, 30 Καὶ ὁ Ἰεφθάε ἔκαμαν εἰς τὸν Κύριον τάξιμον φρικτὸν καὶ εἶπεν: «Ἐὰν εὐδοκήσῃς νὰ παραδώσῃς εἰς τὰ χέρια μου νικημένους τοὺς Ἀμμωνῖτες,
31 καὶ ἔσται ὁ ἐκπορευόμενος, ὃς ἂν ἐξέλθῃ ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ οἴκου μου εἰς συνάντησίν μου ἐν τῷ ἐπιστρέφειν με ἐν εἰρήνῃ ἀπὸ υἱῶν ᾿Αμμών, καὶ ἔσται τῷ Κυρίῳ ἀνοίσω αὐτὸν ὁλοκαύτωμα. 31 σου τάζω, ότι εκείνος που θα εξέλθη από την θύραν της οικίας μου εις συνάντησίν μου, όταν θα επιστρέψω νικητής από τον πόλεμον κατά των Αμμωνιτών, θα προσφερθή ολοκαύτωμα εις σέ, τον Κυριον”. 31 ὑπόσχομαι ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ βγῇ πρῶτος ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ μου νὰ μὲ προϋπαντήσῃ, ὅταν θὰ γυρίζω νικητὴς καὶ ἐν εἰρήνῃ ἀπὸ τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν, θὰ ἀνήκῃ εἰς τὸν Κύριον. Αὐτὸν θὰ τὸν προσφέρω θυσίαν, ἡ ὁποία θὰ καῇ ὁλόκληρη ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον».
32 καὶ παρῆλθεν ᾿Ιεφθάε πρὸς υἱοὺς ᾿Αμμὼν παρατάξασθαι πρὸς αὐτούς, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρὶ αὐτοῦ. 32 Ο Ιεφθάε εβάδισεν εναντίον των Αμμωνιτών δια να τους πολεμήση, και ο Κυριος παρέδωκεν αυτούς νικημένους εις τα χέρια του. 32 Μετὰ τὸ τάξιμον αὐτὸ ὁ Ἰεφθαε ἐπέρασε τὸν ποταμὸν καὶ ἐπροχώρησε ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν διὰ νὰ τοὺς πολεμήσῃ. Καὶ ὁ Κύριος παρέδωκε τοὺς Ἀμμωνῖτες εἰς τὰ χέρια τοῦ Ἰεφθάε.
33 καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς ἀπὸ ᾿Αροὴρ ἕως ἐλθεῖν ἄχρις ᾿Αρνὼν ἐν ἀριθμῷ εἴκοσι πόλεις καὶ ἕως ᾿Εβελχαρμὶμ πληγὴν μεγάλην σφόδρα, καὶ συνεστάλησαν οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν ἀπὸ προσώπου υἱῶν ᾿Ισραήλ. 33 Οι Ισραηλίται εκτύπησαν αυτούς από Αροήρ μέχρις Αρνών κατέλαβον είκοσι πόλεις μέχρι της χώρας Εβελχαρμίμ και επέφεραν μεγάλην καταστροφήν. Οι Αμμωνίται νικηθέντες εταπεινώθησαν και εσυμμαζεύθησαν ενώπιον των Ισραηλιτών 33 Καὶ τοὺς ἐκτύπησε ἀπὸ τὴν πόλιν Ἀροὴρ μέχρι καὶ τὸν ποταμὸν Ἀρνών, συνολικῶς ἐκυρίευσεν εἴκοσι πόλεις μέχρι τὴν περιοχὴν Ἐβελχαρμὶμ καὶ τοὺς κατετρόπωσε καὶ τοὺς ἐπροξένησε πολὺ μεγάλην σφαγήν. Ἔτσι, μετὰ τὴν καταστροφὴν αὐτὴν ἐνικήθησαν, ἐταπεινώθησαν καὶ ὑπετάγησαν οἱ Ἀμμωνῖται εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες.
34 Καὶ ἦλθεν ᾿Ιεφθάε εἰς Μασσηφὰ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶἰδοὺ ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ ἐξεπορεύετο εἰς ὑπάντησιν ἐν τυμπάνοις καὶ χοροῖς· καὶ αὕτη ἦν μονογενής, οὐκ ἦν αὐτῷ ἕτερος υἱὸς ἢ θυγάτηρ. 34 Ο Ιεφθάε επέστρεφε νικητής εις την πόλιν Μασσηφά, στον οίκον του. Αίφνης είδε την κόρην του να εξέρχεται με τύμπανα και χορούς εις συνάντησίν του. Αυτή δε ήτο μονογενής θυγάτηρ του και δεν είχεν άλλον υιόν η άλλην θυγατέρα. 34 Ὁ Ἰεφθάε ἐπέστρεψε νικητὴς καὶ θριαμβευτὴς εἰς τὴν Μασσηφά, εἰς τὸ σπίτι του καὶ νά· ἡ κόρη του ἐβγῆκε νὰ τὸν ὑποδεχθῇ μὲ τύμπανα καὶ μὲ χορούς! Αὐτὴ δὲ ἦταν τὸ μοναχοπαίδι του, διότι δὲν εἶχεν ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν ἄλλον υἱὸν ἢ ἄλλην κόρην.
35 καὶ ἐγένετο ὡς εἶδεν αὐτὴν αὐτός, διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἆ ἆ, θυγάτηρ μου, ταραχῇ ἐτάραξάς με καὶ σὺ ἦς ἐν τῷ ταράχῳ μου, καὶ ἐγώ εἰμι ἤνοιξα κατὰ σοῦ τὸ στόμα μου πρὸς Κύριον καὶ οὐ δυνήσομαι ἀποστρέψαι. 35 Οταν ο Ιεφθάε την είδεν, έσχισε το ιμάτιά του και έκραξεν· “πω ! πω ! κόρη μου ! Συ με συνεκλόνισες, συ είσαι η πηγή και η αιτία της ταραχής μου ! Εγώ ο ταλαίπωρος ήνοιξα το στόμα μου προς τον Κυριον εναντίον σου και δεν θα ημπορέσω τώρα να αρνηθώ το τάμα μου”. 35 Καὶ τότε συνέβη τοῦτο: Μόλις ὁ Ἰεφθάε τὴν εἶδεν, ἀπὸ τὴν μεγάλην λύπην ποὺ ἐδοκίμασε, ἔσχισε τὰ ροῦχα του καὶ ἐφώναξεν: «Ἀχ, ἄχ, κόρη μου! Ἀλλοίμονον! μεγάλην ταραχὴν μοῦ ἐπροκάλεσες· σύ, τὸ μονάκριβο παιδί μου, εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς μεγάλης ταραχῆς καὶ συμφορᾶς μου. Διότι ἐγώ, μονάκριβό μου κορίτσι, ἄνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ἔκαμα διὰ σὲ τάξιμον εἰς τὸν Κύριον, καὶ δὲν θὰ ἠμπορέσω τώρα νὰ πάρω πίσω τὸν λόγον μου καὶ νὰ ἀθετήσω τὴν ὑπόσχεσίν μου!»
36 ἡ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· πάτερ, ἤνοιξας τὸ στόμα σου πρὸς Κύριον; ποίησόν μοι ὃν τρόπον ἐξῆλθεν ἐκ στόματός σου, ἐν τῷ ποιῆσαί σοι Κύριον ἐκδίκησιν τῶν ἐχθρῶν σου ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Αμμών. 36 Εκείνη δε του είπε· “πατέρα μου, ήνοιξες το στόμα σου και υπεσχέθης κάποιο τάμα στον Κυριον; Καμε ο,τι έταξες, αφού ο Κυριος σου έδωσε την νίκην κι ετιμώρησες τους εχθρούς σου τους Αμμωνίτας”. 36 Αὐτὴ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Πατέρα μου· ἄνοιξες τὸ στόμα σου καὶ ἔκαμες τάξιμον εἰς τὸν Θεόν; Κάμε με, ὅπως εἶπες καὶ ὅπως ἔταξες καὶ ὑποσχέθηκες εἰς τὸν Θεόν, ἀφοῦ ὁ Κύριος σὲ ἐβοήθησε νὰ νικήσῃς τοὺς ἐχθρούς σου τοὺς Ἀμμωνῖτες καὶ ἀφοῦ Αὐτὸς ἐκδικήθηκε διὰ σοῦ ὅλες τὶς ἀδικίες καὶ τὰ ἐγκλήματα, ποὺ ἔκαμαν αὐτοὶ εἰς βάρος τοῦ Ἰσραήλ.
37 καὶ ἥδε εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτῆς· ποιησάτω δὴ ὁ πατήρ μου τὸν λόγον τοῦτον· ἔασόν με δύο μῆνας, καὶ πορεύσομαι καὶ καταβήσομαι ἐπὶ τὰ ὄρη καὶ κλαύσομαι ἐπὶ τὰ παρθένιά μου, ἐγώ εἰμι καὶ αἱ συνεταιρίδες μου. 37 Οταν δε έμαθε το τάξιμον του πατρός της προσέθεσε· “ας μου κάμη ο πατέρας μου μίαν μόνην χάριν· άφησέ με να ζήσω δύο μήνας ακόμη. Θέλω να ανεβώ και να κατεβώ τα όρη κι να κλαύσω την παρθενίαν μου εγώ μαζή μα άλλας συντρόφους μου”. 37 Ἡ μονάκριβη κόρη τοῦ Ἰεφθάε ἐπρόσθεσε ἀκόμη εἰς τὸν πατέρα της: «Ἂς μου κάμῃ ὁ πατέρας μου αὐτὴν τὴν χάριν· ἄφησε νὰ ζήσω ἀκόμη μόνον δύο μῆνες καὶ κατὰ τὸ χρονικὸν αὐτὸ διάστημα θὰ ἀνεβοκατεβῶ (νὰ περιπλανηθῶ εἰς) τὰ βουνὰ καὶ θὰ κλαύσω καὶ ἐγὼ καὶ οἱ φιλενάδες μου τὸ ὅτι δὲν ἐπρόφθασα νὰ ὑπανδρευθῶ καὶ να χαρῶ καὶ ἐγὼ παιδιὰ καὶ ἀπογόνους· νὰ κλαύσω, διότι νέα καὶ χωρὶς νὰ καλογευθῶ τὴν ζωὴν φεύγω πρόωρα ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν».
38 καὶ εἶπε· πορεύου· καὶ ἀπέστειλεν αὐτὴν δύο μῆνας. καὶ ἐπορεύθη, αὐτὴ καὶ αἱ συνεταιρίδες αὐτῆς, καὶ ἔκλαυσεν ἐπὶ τὰ παρθένια αὐτῆς ἐπὶ τὰ ὄρη. 38 Ο πατήρ της απήντησε· “πήγαινε”. Και την έστειλεν επί δύο μήνας. Και αυτή μαζή με τας συντρόφους της μετέβη και έκλαυσε την παρθενικότητά της επάνω εις τα όρη· 38 Ὁ Ἰεφθάε τῆς εἶπε: «Πήγαινε!» Καὶ τὴν ἔστειλε μακριὰ διὰ δύο μῆνες. Καὶ αὐτὴ ἔφυγε μὲ τὶς φιλενάδες της καὶ ἔκλαυσεν εἰς τὰ ὅρη διὰ τὸ ὅτι δὲν ἐπρόφθασε νὰ ὑπανδρευθῇ καὶ νὰ χαρῇ παιδιὰ καὶ ἀπογόνους.
39 καὶ ἐγένετο ἐν τέλει τῶν δύο μηνῶν καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τὸν πατέρα αὐτῆς, καὶ ἐποίησεν ἐν αὐτῇ εὐχὴν αὐτοῦ, ἣν ηὔξατο· καὶ αὕτη οὐκ ἔγνω ἄνδρα. καὶ ἐγένετο εἰς πρόσταγμα ἐν ᾿Ισραήλ· 39 Οταν δε επέρασαν οι δύο μήνες επέστρεψεν στον πατέρα της, ο οποίος και εξεπλήρωσε το τάξιμο που είχε κάμει δι' αυτήν. Αυτή δε δεν είχε γνωρίσει άνδρα. Ητο παρθένος. Εκτοτε επεκράτησε συνήθεια μεταξύ των Ισραηλιτών, 39 Εἰς δὲ τὸ τέλος τῶν δύο μηνῶν συνέβη τοῦτο: Ἐπέστρεψεν αὐτὴ εἰς τὸν πατέρα της καὶ ὁ Ἰεφθάε μὲ σπαραγμὸν ψυχῆς ἐπραγματοποίησεν εἰς αὐτὴν τὸ φρικτὸν καὶ ἀπαίσιον τάξιμόν του, ποὺ ἔταξεν εἰς τὸν Θεόν· δηλαδὴ τὴν ἐθυσίασεν ὡς ὁλοκαύτωμα εἰς τὸν Κύριον! Καὶ αὐτὴ δὲν ἐγνώρισεν ἄνδρα· ἦταν παρθένος. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐπεκράτησε συνήθεια ὄχι μόνον μεταξὺ τῶν Γαλααδιτῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Ἰσραηλιτῶν
40 ἀπὸ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐπορεύοντο θυγατέρες ᾿Ισραὴλ θρηνεῖν τὴν θυγατέρα ᾿Ιεφθάε τοῦ Γαλααδίτου ἐπὶ τέσσαρας ἡμέρας ἐν τῷ ἐνιαυτῷ. 40 και κάθε έτος επί τέσσαρας ημέρας αι ισραηλίτιδες θυγατέρες μετέβαινον να θρηνούν την θυγατέρα του Ιεφθάε του Γαλααδίτου. 40 κάθε χρόνον, εἰς τὴν ἐπέτειον τῆς θυσίας αὐτῆς τοῦ Ἰεφθάε, (νὰ μαζεύωνται) τὰ κορίτσια τους (τῶν Ἰσραηλιτῶν) καὶ νὰ θρηνοῦν τὴν θυγατέρα τοῦ Ἰεφθάε τοῦ Γαλααδίτου ἐπὶ τέσσερις ἡμέρες.