ΗΣΑΪΑΣ Β´ 11 - 21
11 Κρυφθῆτε, διότι τὰ μάτια τοῦ Κυρίου βλέπουν ἀπὸ ψηλὰ καὶ τὰ παρακολουθοῦν ὅλα· ὁ δὲ ἄνθρωπος εἶναι ταπεινὸς καὶ δὲν ἡμπορεῖ να διαφύγῃ τὸ ὑψηλὸν ὄμμα τοῦ Κυρίου.Καὶ θὰ ταπεινωθῇ τὸ ὕψος καὶ ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ ὑψωθῇ μόνος ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς κρίσεώς του.
12 Θὰ ταπεινωθῇ ἡ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, τοῦ παντοκράτορος καὶ ἐξουσιαστοῦ τῶν πνευμάτων, θὰ ἔλθῃ κατὰ παντὸς μετ’ αὐθαδείας ἀσεβοῦς καὶ ὑπερηφάνου καὶ κατὰ παντὸς ἀλαζόνος καὶ πεφυσιωμένου, καὶ ὅλοι αὐτοὶ θὰ ταπεινωθοῦν καὶ θὰ ἐξευτελισθοῦν.
13 Θὰ ἔλθῃ ἡ φοβερὰ ἡμέρα τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ πλήξῃ καὶ κάθε κέδρον τοῦ Λιβάνου ἀπὸ τὰς ὑψηλὰς καὶ μετεώρους καὶ κάθε δένδρον δρυὸς τῆς γῆς Βασάν·
14 14 θὰ πλήξῃ καὶ πᾶν ὄρος ὑψηλὸν καὶ κάθε βουνὸν ὑψηλόν.
15 15 Θὰ ἐπέλθῃ καὶ κατὰ παντὸς πύργου ὑψηλοῦ καὶ κατὰ παντὸς τείχους ὑψηλοῦ, τὰ ὁποῖα οὕτω θ’ ἀποδειχθοῦν ὅλως ἄχρηστα πρὸς ὑπεράσπισιν καὶ προστασίαν.
16 Θὰ ἐπέλθῃ καὶ κατὰ παντὸς πλοίου θαλάσσης καὶ κατὰ παντὸς θεάματος ὡραίων καὶ στολισμένων πλοίων.
17 Καὶ θὰ ταπεινωθῆ ἡ ὑπερηφάνεια καὶ ὑψηλοφροσύνη παντὸς ἀνθρώπου, καὶ θὰ πέσῃ ἡ ἀλαζονεία καὶ ἡ περιφρόνησις τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον, καὶ θὰ ὑψωθῆ μόνος ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην.
18 Καὶ τὰ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρωπίνων κατεσκευασμένα εἴδωλα ὅλα θὰ τὰ κρύψουν ἐπιμελῶς,
19 ἀφοῦ τὰ φέρουν μέσα εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς σχισμὰς τῶν βράχων καὶ εἰς τὰ ὑγρὰ ἄντρα τῆς γῆς.Ἐκεῖ θὰ καταφύγουν καὶ αὐτοὶ πρὸ τοῦ φόβου, τὸν ὁποῖον θὰ ἐμπνέῃ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου, καὶ ἀπὸ τὴν ἔνδοξον δύναμίν του, ὅταν θὰ σηκωθῇ διὰ νὰ συντρίψῃ τὴν γῆν.
20 Ναί· μόνος ὁ Κύριος· διότι κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ πετάξῃ ἔξω ὁ ἄνθρωπος τὰ εἴδωλά του τὰ ἀσημένια καὶ τὰ χρυσᾶ, τὰ ὁποῖα ἔκαμαν διὰ νὰ προσκυνοῦν, τὰ τιποτένια καὶ τὰς νυκτερίδας,
21 διὰ νὰ ἔμβῃ ὁ ἴδιος μέσα εἰς τὰς τρώγλας τοῦ σκληροῦ βράχου καὶ εἰς τὰς σχισμὰς τῶν πετρῶν, ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἐνδόξου δυνάμεώς του, ὅταν θὰ σηκωθῇ διὰ νὰ συντρίψῃ τὴν γῆν
ΓΕΝΕΣΙΣ Β´ 4 - 19
4 Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς καταγωγῆς καὶ δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ ὅλων ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτά, ὅταν ἐδημιουργοῦντο ἀπὸ τὸ μηδέν. Ὅταν ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ἡ αὐτοζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐδημιούργησε τὸ ὑλικὸν σύμπαν, τὸν ἀπέραντον οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν,
5 δὲν ὑπήρχαν ἀκόμη καθόλου πρασινάδα ἡ ἄλλη ποώδης βλάστησις εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν εἶχε φυτρώσει ἀκόμη κανένα εἶδος χόρτου ἢ φυτοῦ διότι ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς δὲν εἶχε βρέξει ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε διὰ νὰ τὴν καλλιεργῇ.
6 Ἀνέβλυζεν ὅμως ἀπὸ τὴν γῆν, ὡς πηγή, ἕνα κῦμα ὑγρασίας, μία συνεχὴς ροὴ ὑγρῶν ἀτμῶν, ποὺ ἐπότιζε τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ξηρᾶς.
7 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ἡ αὐτοζωὴ καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἔλαβε χῶμα κοινὸν καὶ συνηθισμένον, λεπτὴν σκόνην ἀπὸ τὴν γῆν, ἀπὸ αὐτὴν ποὺ πατοῦμεν, διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε τὸν ὑλικὸν ἄνθρωπον· καὶ ἐνεφύσησε εἰς τὸ πρόσωπόν του ζωτικὴν ἐνέργειαν, ζωοποιὸν δύναμιν καὶ ἔγινεν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ νεκρὸν πλάσμα ὕπαρξις ζωντανὴ μὲ ψυχὴν λογικήν, ἐλευθέραν, ἀσώματον καὶ ἀθάνατον, ἡ ὁποία δίδει ζωήν, κίνησιν καὶ ἐνέργειαν εἰς τὸ σῶμα καὶ τὰ μέλη του. (Ἡ ψυχὴ δὲν ἐπλάσθη ἀπὸ προϋπάρχουσαν ὕλην, ἀλλὰ ἐπλάσθη ὑπὸ τῆς θείας Παντοδυναμίας ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ συνεδέθη μὲ τὸ ὑλικὸν σῶμα ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὕπαρξις ὑλικοπνευματική).
8 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς διέταξε καὶ ἐφύτρωσε Παράδεισος, κῆπος μὲ πλουσίαν καὶ ποικίλην βλάστησιν, εἰς τὴν Ἐδέμ, τόπον ἀπολαύσεως καὶ χαρᾶς, ποὺ εὑρίσκεται πρὸς Ἀνατολάς· ἐκεῖ ἐπρόσταξε νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησε.
9 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐπρόσταξε καὶ ἐβλάστησαν ἀκόμη ἀπὸ τὴν γῆν τρία εἴδη δένδρων: Πρώτον· κάθε εἶδος καὶ κάθε ποικιλία δένδρων, τὰ ὁποῖα μὲ τὸ ὕψος, τὸ σχῆμα, τὸ φύλλωμα, τὰ ἄνθη των νὰ εὐχαριστοῦν καὶ νὰ τέρπουν· μὲ τὴν ποικιλίαν δὲ τῶν καρπῶν των νὰ ἰκανοποιοῦν, εὐφραίνουν καὶ τρέφουν τὸν ἄνθρωπον. Εἰς τὸ κέντρον τοῦ Παραδείσου, εἰς θέσιν προνομιακήν, ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὰ καθημερινῶς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ὁ Θεὸς ἐπρόσταξε καὶ ἐβλάστησαν ἄλλα δύο δένδρα. Τὸ ἕνα ἦταν δένδρον, τοῦ ὁποίου οἱ καρποὶ εἶχαν χάριν μοναδικήν, ὑπερφυσικὴν καὶ δύναμιν ἔκτακτον, διότι θὰ ἔδιδαν ἀθανασίαν καὶ αἰωνίαν μακαριότητα εἰς ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς ἔτρωγε· τὸ ἄλλο ἦταν δένδρον, ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ὁποίου ὅποιος ἔτρωγε θὰ ἐγνώριζε πειραματικῶς πόσον πικρὸν ἦταν τὸ ἠθικὸν κακόν. Μὲ ἄλλους λόγους τὰ εἴδη τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου ἦσαν τρία: α) Τὰ πολλά, διὰ νὰ ζῇ («ἵνα ζῇ») ὁ ἄνθρωπος καὶ να συντηρῆται. β) «Τὸ ξύλον τῆς ζωῆς», διὰ νὰ ζῇ ὁ ἄνθρωπος αἰωνίως εὐτυχής («ἵνα ἀεὶ ζῇ»). Αὐτὸ τοῦ ἐδόθη ὡς βραβεῖον. γ) «Τὸ ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ» («ἵνα εὖ ζῇ»), οἱ καρποὶ τοῦ ὁποίου ἦσαν γύμνασμα καὶ ἀγώνισμα τῆς ὑπακοῆς του ἀνθρώπου εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ.
10 Ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ πηγάζει ἕνας ποταμὸς διὰ νὰ ποτίζῃ τὸν κῆπον τὸ Παραδείσου ἀπὸ ἐκεῖ διακλαδίζεται εἰς τέσσερις βραχίονες, εἰς τέσσερις ἄλλους ποταμούς.
11 Τὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι Φισῶν· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περιβάλλει καὶ περικυκλώνει ὅλην τὴν χώραν Εὐϊλάτ, ὅπου ὑπάρχει τὸ χρυσάφι.
12 Τὸ δὲ χρυσάφι τῆς χώρας ἐκείνης εἶναι καθαρὸν καὶ ἐκλεκτόν· ἐκεῖ ἐπίσης ὑπάρχει ὁ πολύτιμος λίθος ἀνθράκιον καὶ ὁ πράσινος πολύτιμος λίθος ὄνυξ.
13 Τὸ ὄνομα τοῦ δευτέρου ποταμοῦ εἶναι Γεῶν· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ περιβάλλει καὶ περικυκλώνει ὅλην τὴν χώραν τῆς Αἰθιοπίας.
14 Τὸ ὄνομα τοῦ τρίτου ποταμοῦ εἶναι Τίγρις· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ τρέχει ἀνατολικῶς τῆς χώρας τῶν Ἀσσυρίων. Ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος ὀνομάζεται Εὐφράτης.
15 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐπῆρε τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ἐδημιούργησεν ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισον καὶ τὸν ὡδήγησε μέσα εἰς τὸν Παράδεισον τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς μακαριότητος, διὰ νὰ τὸν καλλιεργῇ, νὰ τὸν φροντίζῃ καὶ νὰ τὸν φυλάττῃ ἀπὸ τὰ πτηνά, τὰ ζῶα καὶ τὰ θηρία.
16 Καὶ ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀδὰμ ἐντολὴν εὔκολον, ἄκοπον, ταιριαστὴν καὶ συμφέρουσαν εἰς τὸ λογικὸν καὶ τὴν ἐλευθερίαν του, λέγων· «ἀπὸ κάθε εἶδος δένδρου, ποὺ ὑπάρχει εἰς τὸν Παράδεισον, εἶσαι ἐλεύθερος νὰ φάγῃς,
17 ἀπὸ τὸ δένδρον ὅμως, τοῦ ὁποίου οἰ καρποὶ θὰ σοῦ γνωρίσουν πειραματικῶς τὸ ἠθικὸν κακόν, τόσον σύ, ὅσον καὶ ἡ γυναῖκα σου (ποὺ θὰ δημιουργηθῇ ἐντὸς ὀλίγου), δὲν θὰ φάγετε· τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ παραβῆτε τὴν ἐντολὴν καὶ θὰ φάγετε ἀπὸ τὸν ἀπηγορευμένον καρπόν, θὰ ἀποθάνετε ἐξάπαντος μὲ θάνατον πνευματικόν»· θὰ χωρισθῆτε δηλαδὴ ἀπὸ ἐμὲ τὸν Θεόν. Ὡς ἀποτέλεσμα τοῦ θανάτου αὐτοῦ θὰ ἔλθῃ κατόπιν καὶ ὁ σωματικὸς θάνατος, ὁ χωρισμὸς τοῦ σώματος ἀπὸ τῆς ψυχῆς.
18 Καὶ ὁ Θεὸς Πατήρ, ἐκφράζων τὴν θείαν καὶ ἀγαθὴν βουλὴν καὶ σκέψιν του πρὸς τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα τῆς ἁγίας καὶ ἀδιαιρέτου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος, τὸν ὁμοούσιον πρὸς αὐτὸν μονογενῆ Υἱὸν καὶ Λόγον του καὶ τὸ ὁμόθρονον καὶ συναΐδιον πρὸς αὐτὸν Παράκλητον Πνεῦμα, εἶπε· «δὲν εἶναι καλὸν πρᾶγμα νὰ μένῃ εἰς τὸν μακάριον τοῦτον τόπον ὁ ἄνθρωπος μόνος· ἂς κάμωμεν δι’ αὐτὸν βοηθόν, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν θὰ εἶναι ὅπως τὰ ἄλλα δημιουργήματα. Ἂς κάμωμεν βοηθὸν ὅμοιον καὶ ὁμότιμον μὲ τὸν Ἀδάμ, τῆς ἰδίας οὐσίας καὶ ἀξίας, ποὺ νὰ μὴ ὑστερῇ ἀπὸ αὐτὸν εἰς τίποτε, ὥστε νὰ ἐπικοινωνῇ μαζί του· ὥστε νὰ ἀνακοινώνουν ἀμοιβαίως τὶς σκέψεις, νὰ ἐκδηλώνουν ἀμοιβαίως τὰ αἰσθήματά των ὥστε μαζὶ καὶ οἰ δύο νὰ συντηροῦν καὶ διαιωνίζουν τὸ ἀνθρώπινον γένος».
19 Καὶ ὁ Θεός, πρὶν ἀκόμη δημιουργήσῃ τὴν Εὔαν, τὴν βοηθὸν τοῦ Ἀδάμ, διέπλασε καὶ ἐμορφοποίησε ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς γῆς ὅλα τὰ ἄγρια θηρία, ποὺ ζοῦν εἰς τὰ δάση καὶ ὅλα τὰ πουλιά, ποὺ διασχίζουν τοὺς ὁρίζοντες καὶ μὲ εἰδικὴν νεῦσιν τὰ ὡδήγησεν ὡ ὑπηκόους ἐμπρὸς εἰς τὸν Ἀδάμ, τὸν λογικὸν κυρίαρχον τῆς ὁρατῆς κτίσεως, διὰ νὰ σκεφθῇ καὶ ἀποφασίσῃ ποῖα ὀνόματα νὰ τοὺς δώσῃ.Καὶ ὅ,τι ὄνομα θὰ ἔδιδεν ὁ Ἀδὰμ εἰς κάθε ζωντανὸν ὀργανισμόν, αὐτὸ καὶ θὰ ἔμενεν ὡς ὄνομά του.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Γ´ 1 - 19
1 Παιδί μου, μὴ λησμονῇς ποτὲ τὰ ὅσα ἐγὼ διεκήρυξα ὡς νόμιμα, ὁ νοῦς σου δὲ καὶ ἡ καρδία σου ἂς φυλάττῃ ὡς θησαυρὸν τοὺς λόγους μου·
2 διότι αὐτὰ θὰ σοῦ χαρίσουν μακροβιότητα καὶ θὰ σοῦ προσθέσουν χρόνια ζωῆς εὐτυχισμένης καὶ ψυχικὴν γαλήνην καὶ εἰρήνην.
3 Φρόντιζε νὰ μὴ σοῦ λείψουν ποτὲ αἱ ἐλεημοσύναι μὲν πρὸς τοὺς δυστυχεῖς, ἡ ἐμπιστοσύνη δὲ πρὸς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ διὰ νὰ μὴ σοῦ λείψουν ποτέ, φρόντισε νὰ τὰς δέσῃς καλὰ σὰν περιλαίμιον, ποὺ θὰ ἐφάπτεται καὶ θὰ εἶναι κολλημένον εἰς τὸν λαιμόν σου, καὶ ἔσο βέβαιος, ὅτι θὰ εὕρῃς καὶ θὰ ἐξασφαλίσῃς θείαν χάριν καὶ εὔνοιαν.
4 Λάμβανε πρόνοιαν καὶ φροντίδα, ὥστε ἡ διαγωγή σου νὰ εἶναι καλὴ καὶ ἐπαινετὴ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἀνθρώπων.
5 Στήριζε μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σου τὴν πεποίθησιν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνην σου εἰς τὸν Θεόν. Μὴ ὑπερηφανεύεσαι δὲ διὰ τὰς πολλὰς γνώσεις σου καὶ διὰ τὴν ἰδικήν σου σοφίαν.
6 Εἰς ὅλας τὰς ἐνεργείας καὶ πράξεις σου λάμβανε συμβουλὰς καὶ γνῶσιν ἀπὸ τὴν θείαν σοφίαν, διὰ νὰ σὲ ὁδηγῇ εἰς τὸν εὐθὺν δρόμον τῆς ἀρετῆς καὶ διὰ νὰ μὴ σκοντάψῃ τὸ πόδι σου καὶ ἐκτραπῇς ἀπὸ τὸν ὀρθὸν καὶ σωτήριον δρόμον.
7 Μὴ σχηματίζῃς διὰ τὸν ἑαυτόν σου φρόνημα ὅτι εἶσαι συνετὸς καὶ ἔχεις ὅλην τὴν γνῶσιν, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεσαι τὴν συμβουλὴν τοῦ ἄλλου. Ἔχε δὲ φόβον Θεοῦ καὶ φεῦγε μακρὰν ἀπὸ κάθε κακόν, διότι εὔκολα ἠμπορεῖ νὰ παρασυρθῇς ἀπὸ ἀσήμαντα καὶ νὰ πέσῃς εἰς βαρέα ἁμαρτήματα.
8 Ὅταν συμμορφωθῇς πρὸς αὐτά, τότε θὰ ἀπολαμβάνῃς σωματικὴν ὑγείαν καὶ εὐεξίαν, καὶ τὰ ὀστᾶ σου θὰ διατηροῦνται εἰς καλὴν κατάστασιν.
9 Δείκνυε σεβασμὸν καὶ εὐλαβῆ τιμὴν πρὸς τὸν Θεὸν μὲ τὸ νὰ προσφέρῃς εἰς τὸν ναόν του ἀπὸ τοὺς τιμίους κόπους τῆς ἐργασίας σου καὶ πρόσφερε εἰς Αὐτὸν τὰ πρωτογεννήματα ἀπὸ τοὺς καρποὺς καὶ τὰ εἰσοδήματά σου, τὰ ὁποῖα ἀποκτᾷς μὲ δικαιοσύνην καὶ τιμιότητα,
10 διὰ νὰ γεμίζουν αἱ ἀποθῆκαι σου ἀπὸ ἀφθονίαν σιταριοῦ, νὰ τρέχῃ δὲ ἀπὸ τὰ πατητήρια τῶν σταφυλῶν σου μοῦστος πολύς.
11 Παιδί μου, μὴ παραμελῇς καὶ μὴ ξεχνᾷς τὴν ὠφέλειαν, ποὺ φέρει ἡ διὰ μέσου δοκιμασιῶν καὶ θλίψεων παιδαγωγία τοῦ παναγάθου Θεοῦ, καὶ μὴ καταβάλλεσαι καὶ μὴ ἀποκάμνῃς, ὅταν ἐλέγχεσαι καὶ ἐπιτιμᾶσαι ἀπὸ Αὐτόν,
12 διότι ἐκεῖνον, ποὺ ἀγαπᾷ ὁ Κύριος, τὸν παιδαγωγεῖ μὲ θλίψεις, μαστιγώνει δὲ μὲ δοκιμασίας κάθε τέκνον του καὶ παιδί, τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζει ὡς ἰδικόν του.
13 Εὐτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἠξιώθη νὰ εὕρῃ καὶ νὰ γνωρίσῃ τὴν σοφίαν, τὴν ὁποίαν παρέχει ἡ θεία παιδαγωγία, καὶ μακάριος εἶναι ὁ θνητός, ὁ ὁποῖος ἐγνώρισε καὶ ἀπέκτησε τὴν ἀπὸ Θεοῦ φρόνησιν καὶ σύνεσιν.
14 Εἶναι δὲ μακάριος, διότι εἶναι ἀσυγκρίτως καλύτερον καὶ ἐπικερδέστερον νὰ ἐμπορεύεται κανεὶς καὶ νὰ ἐξαγοράζῃ ἀντὶ πάσης θυσίας τὴν σοφίαν αὐτὴν παρὰ νὰ κερδίζῃ θησαυροὺς ἀπὸ νομίσματα χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ.
15 Ἡ σοφία δὲ αὐτὴ εἶναι πολὺ πιὸ ἀκριβῆ ἀπὸ τοὺς ἀδάμαντας καὶ τοὺς ἄλλους πολυτίμους λίθους. Ἐμπρὸς εἰς αὐτὴν δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀντισταθῇ τίποτε τὸ κακόν· εὔκολα γνωρίζουν τὴν ἀξίαν της, ὅσοι τὴν πλησιάζουν μὲ εἰλικρινῆ καὶ ταπεινὴν διάθεσιν νὰ λάβουν πεῖραν αὐτῆς. Ὀτιδήποτε δὲ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ ὁ κόσμος θεωρεῖ ὡς πολύτιμα, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντιπαραβληθῇ πρὸς αὐτήν.
16 Εἶναι δὲ ἀσυγκρίτως πολυτιμοτέρα ἀπὸ οἰονδήποτε πλοῦτον τοῦ κόσμου, διότι εἰς τὸ δεξί της χέρι ὑπάρχει μακροζωΐα καὶ χρόνια εὐτυχισμένης ζωῆς καὶ εἰς τὸ ἀριστερό της πλοῦτος καὶ δόξα, καὶ σκορπίζει ὅλα αὐτὰ εἰς ὅποιον τὴν πλησιάσῃ καὶ τὴν γνωρίσῃ. Ἀπὸ τὸ στόμα της δὲ βγαίνουν πάντοτε λόγια δίκαια καὶ γεμᾶτα χάριν καὶ ἁγιότητα, εἰς δὲ τὴν γλῶσσαν της φέρει ὡς χρυσοῦν χαλινὸν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ λόγους συμπαθείας καὶ εὐσπλαγχνίας πρὸς πάντα πταίστην.
17 Οἱ δρόμοι, εἰς τοὺς ὁποίους ὁδηγεῖ ἡ σοφία, εἶναι καλοί, διότι ὁδηγοῦν πάντοτε εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ τὴν σωτηρίαν, καὶ ὅλα τὰ μέρη ποὺ περνᾷ γεμίζουν εἰρήνην.
18 Ἡ σοφία εἶναι δένδρον ζωῆς δι’ ὅλους, ὅσοι τὴν κρατοῦν σφιγκτά· καὶ δι’ ὅλους, ὅσοι στηρίζονται ἐπ’ αὐτῆς, εἶναι στήριγμα τόσον ἀσφαλές, σὰν νὰ στηρίζονται ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου.
19 Ὁ Θεὸς διὰ τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ Πατρός, μὲ τὴν ἐν χρόνῳ ἐκδηλωθεῖσαν σοφίαν του ἐθεμελίωσε τὴν γῆν καὶ μὲ ἄπειρον σύνεσιν κατεσκεύασε τοὺς οὐρανούς.