ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ι´ 1 - 18
1 Εχων, λοιπόν, ο Νομος της Π. Διαθήκης κάποιαν αμυδράν σκιαν και υποτύπωσιν των αγαθών, τα οποία έμελλεν ο Χριστός να δώση και μη έχων σαφή και βεβαίαν εικόνα των ουρανίων πραγμάτων, δεν ημπορεί ποτέ με τας ιδίας θυσίας, τας οποίας κάθε χρόνο συνεχώς προσφέρουν οι ιερείς και ο Αρχιερεύς, να δώση άφεσιν αμαρτιών και λύτρωσιν, να κάμη τελείους αυτούς, οι οποίοι προσέρχονται στον ναόν και το θυσιαστήριον.
2 Διότι, σας ερωτώ, εάν πράγματι αι θυσίαι αυταί είχαν την δύναμιν να κάμουν αγίους και τελείους τους ανθρώπους, δεν θα έπαυαν να προσφέρωνται, εφ' όσον οι λατρεύοντες με αυτάς τον Θεόν και επικαλούμενοι το έλεός του, δεν θα είχαν πλέον συνείδησιν, ότι είναι αμαρτωλοί, μια φορά και είχαν καθαρισθή με τας θυσίας των; Βεβαίως θα είχαν παύσει.
3 Αλλ' εξακολουθούν να προσφέρωνται, διότι εις αυτάς τας θυσίας γίνεται υπόμνησις και ανάμνησις κάθε χρόνο των αμαρτιών και της ενοχής εκείνων που τας προσφέρουν και η οποία παραμένει παρά τας θυσίας που προσφέρουν.
4 Διότι είναι αδύνατον το αίμα των ταύρων και των τράγων, που προσφέρονται ως θυσία, να αφαιρή αμαρτίας και να εξαλείφη την ενόχην.
5 Δια τούτο και ο Χριστός, όταν δια της ενανθρωπήσεώς του εισήρχετο στον κόσμον, είπε προς τον Πατέρα του· “θυσίαν και προσφοράν σαν εκείνας της Π. Διαθήκης δεν ηθέλησες, αλλά μου ετοίμασες σώμα, δια να προσφέρω αυτό θυσίαν ευάρεστον εις σε και λυτρωτικήν δια τους ανθρώπους.
6 Δεν έχεις δε ευαρεστηθή και επαναπαυθή εις θυσίας, που καίονται ολόκληροι επάνω στο θυσιαστήριον η εις θυσίας που προσφέρονται δια συγχώρησιν αμαρτίας.
7 Τοτε είπα· ιδού ήλθα-εις την επικεφαλίδα του βιβλίου και εις όλον το βιβλίον έχει γραφή προφητικώς δι' εμέ-δια να εκτελέσω, ω Θεε, πλήρως και τελείως το θέλημά σου”.
8 Αφού, λοιπόν, παρά πάνω λέγει, ότι “θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και ειδικάς θυσίας περί συγχωρήσεως αμαρτίας δεν ηθέλησες, ούτε ευηρεστήθης εις αυτάς”, που σύμφωνα με τον Μωσαϊκόν Νομον σου προσφέρονται,
9 τότε είπε· “ιδού ήλθα να εκτελέσω εις την εντέλειαν, ω Θεε, το θέλημά σου”. Ακυρώνει έτσι και καταργεί το πρώτον τμήμα του Γραφικού χωρίου, που αναφέρεται εις τας θυσίας, δια να θεμελιώση και καταστήση έγκυρον το δεύτερον που αναφέρεται εις την θυσίαν του Χριστού.
10 Δια του θελήματος δε αυτού του Θεού, περί της ενανθρωπήσεως και θυσίας του Υιού του, είμεθα ημείς ηγιασμένοι, δια μέσου της θυσίας του σώματος του Ιησού Χριστού, η οποία έγινεν άπαξ δια παντός.
11 Και κάθε μεν ιερεύς της Π. Διαθήκης στέκεται κάθε ημέραν εμπρός στο θυσιαστήριον λειτουργών και προσφέρων πολλές φορές τις ίδιες θυσίες, αι οποίαι όμως ουδέποτε ημπορούν να συγχωρήσουν και να αφαιρέσουν αμαρτίες.
12 Αυτός όμως ο Ιησούς Χριστός, αφού επρόσφερε μίαν και μόνην θυσίαν δια την άφεσιν των αμαρτιών, εκάθισε και μένει δια παντός εις τα δεξιά του θρόνου του Θεού,
13 περιμένων στο εξής, έως ότου νικημένοι και εξουθενωμένοι τεθούν οι εχθροί του υποπόδιον των ποδών του.
14 Διότι με μίαν προσφοράν και θυσίαν, με την θυσίαν δηλαδή του εαυτού του επί του σταυρού, έκαμε δια παντός τελείους εκείνους που ζητούν και αγιάζονται από αυτόν.
15 Οτι δε ο Χριστός μίαν έπρεπε να προσφέρη θυσίαν εις αγιασμόν όλων των πιστών μας το βεβαιώνει και το μαρτυρεί το Πνεύμα το Αγιον, διότι ύστερα από αυτό, που προηγουμένως είπεν·
16 “αυτή είναι η διαθήκη την οποίαν θα συνάψω με αυτούς έπειτα από τας ημέρας εκείνας, λέγει ο Κυριος, θα δώσω τους νόμους μου εις τας καρδίας των και θα τους εγχαράξω εις τας διανοίας των, δια να μένουν έτσι ανεξάλειπτοι”.
17 Εν συνεχεία δε προσθέτει· “και δεν θα ενθυμηθώ πλέον τας αμαρτίας των και τας παραβάσστου Νομου”.
18 Αλλά, όπου υπάρχει συγχώρησις και εξάλειψις αμαρτιών, δεν υπάρχει πλέον ανάγκην να προσφέρεται θυσία δια τας αμαρτίας.