ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ζ´ 1 - 6
1 Πράγματι ο Μελχιζεδέκ προεικόνιζε τον Χριστόν, διότι αυτός ο Μελχισεδέκ ήτο βασιλεύς της πόλεως Σαλήμ, της Ιερουσαλήμ, του Θεού του Υψίστου ιερεύς, ο οποίος και είχε συναντήσει τον Αβραάμ, όταν επέστρεφεν ούτος από τον όλεθρον των βασιλέων, τους οποίους είχε κατανικήσει, και τον ευλόγησεν.
2 Εις αυτόν ο Αβραάμ εξεχώρισε και έδωσε το δέκατον από όλα τα λάφυρα. Ο Μελχισεδέκ δε αυτός έχει όνομά που ερμηνεύεται “βασιλεύς δικαιοσύνης” έπειτα δε είναι βασιλεύς της Σαλήμ, δηλαδή βασιλεύς ειρήνης, διότι το όνομα Σαλήμ σημαίνει ειρήνη.
3 Επί πλέον δε η Αγία Γραφή παρουσιάζει τον Μελχισεδέκ αγενεαλόγητον, χωρίς να κάμνη λόγον περί του πατρός και της μητρός του, σαν να μη έχη ούτε αρχήν ημερών ούτε τέλος ζωής, όμοιον προς τον Υιόν του Θεού, που μένει διαρκώς ιερεύς. (Ετσι δε ο Μελχισεδέκ, επειδή λέγεται “βασιλεύς δικαιοσύνης” και είναι βασιλεύς ειρήνης και παρουσιάζεται χωρίς αρχήν και τέλος, έχει καταστή τύπος και σύμβολον του Χριστού, διότι ο Χριστός είναι βασιλεύς δικαιοσύνης, βασιλεύς ειρήνης, απάτωρ ως άνθρωπος, αμήτωρ ως Θεός, Αρχιερεύς δε αιώνιως και μοναδικός, χωρίς να έχη ούτε προηγούμενόν του ούτε διάδοχόν του ίσον προς αυτόν).
4 Βλέπετε, λοιπόν, πόσον μεγάλος υπήρξεν αυτός ο Μελχισεδέκ, αφού εις αυτόν προς ένδειξιν σεβασμού και εκτιμήσεως έδωσεν ο μεγάλος πατριάρχης Αβραάμ το ένα δέκατον από τα πολυτιμότερα λάφυρά του.
5 Και όσοι μεν από την φυλήν Λευί δέχονται την ιερωσύνην, έχουν από τον Θεόν εντολήν να παίρνουν το ένα δέκατον από τα εισοδήματα του λαού, όπως ορίζει ο Νομος. Δηλαδή παίρνουν το δέκατον από τα εισοδήματα των αδελφών των, καίτοι και οι αδελφοί των αυτοί έχουν προέλθει, όπως και οι Λευΐται, από τα σπλάγχνα του Αβραάμ.
6 Ο Μελχισεδέκ όμως, ο οποίος δεν έχει την γενεαλογίαν του από αυτούς, έχει πάρει το δέκατον από τον Αβραάμ και ευλόγησε αυτόν, ο οποίος εν τούτοις είχε τας επαγγελίας του Θεού.