ΗΣΑΪΑΣ ΝΗ´ 1 - 11
1 Φώναξε μὲ δύναμιν καὶ μὴ τσιγκουνευθῇς τὴν φωνήν σου, λέγει ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἡσαΐαν· ὡσὰν σάλπιγγα ὕψωσε τὴν φωνήν σου καὶ εἰπὲ καθαρὰ εἰς τὸν λαόν μου τὰ ἁμαρτήματά των καὶ εἰς τὸν οἶκον Ἰακὼβ τὰς ἀνομίας των.
2 Ἐμὲ κάθε ἡμέραν ζητοῦν διὰ τῶν χειλέων των μόνον καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ μάθουν τοὺς εἰς τὰς διαφόρους περιστάσεις των καὶ κινδύνους των τρόπους τῆς κυβερνήσεώς μου· ὡς λαός, ποὺ ἔχει ποιήσει πᾶν ὅ,τι δίκαιον καὶ ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἐγκαταλείψει τὸν νόμον καὶ τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ, μοῦ ζητοῦν τώρα εἰς τὴν ἀνάγκην των δικαίαν κρίσιν κατὰ τῶν ἐχθρῶν των καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ πλησιάζουν εἰς τὸν Θεόν, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν προστασίαν Του.
3 λέγοντες: Διατί, ὅτε ἐνηστεύσαμεν, δὲν εἶδες τὴν νηστείαν μας; Ἐταπεινώσαμεν τὰς ψυχάς μας· διατὶ δὲν ἔλαβες γνῶσιν τῆς ταπεινώσεως ταύτης; Διότι «ἀπαντῶ» κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν νηστειῶν σας εὑρίσκετε καὶ ἰκανοποιεῖτε τὰ πονηρὰ θελήματά σας καὶ ὅλους τοὺς ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν σας ὑφισταμένους, καταπιέζετε.
4 Ἐὰν ὅμως εἰς φιλονικίας καὶ συγκρούσεις νηστεύετε καὶ κτυπᾶτε μὲ τοὺς γρόνθους σας τὸν ταπεινὸν καὶ ἀνίσχυρον, πρὸς τί μοῦ νηστεύετε ὅπως σήμερον, διὰ νὰ ἀκουσθῇ μὲ κραυγὴν ἡ φωνή σας ὑπ’ Ἐμοῦ, φθάνουσα μέχρι τοῦ οὐρανοῦ;
5 Ἐγὼ δὲν ἐξέλεξα καὶ δὲν εὐηρεστήθην εἰς αὐτὴν τὴν νηστείαν καὶ δὲν μοῦ ἤρεσεν ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ταπεινώνει μὲ τοιαύτην νηστείαν ἑαυτόν.Οὔτε ἐὰν κάμψῃς ὡσὰν κρίκον τὸν τράχηλόν σου πρὸς ἐκδήλωσιν ταπεινώσεως καὶ στρώσῃς ὅπως κατακλιθῇς τρίχινον σάκκον καὶ ὑποκάτω αὐτοῦ ρίψῃς στρῶμα στάκτης, οὔτε καὶ σεῖς οἱ ἴδιοι ἔτσι κακουχούμενοι θὰ καλέσετε τὴν νηστείαν σας εὐάρεστον εἰς Ἐμέ.
6 Ὄχι· δὲν ἀρέσκομαι Ἐγὼ εἰς τοιαύτην νηστείαν, λέγει ὁ Κύριος· ἀλλὰ λῦε κάθε δεσμὸν ἄδικον, διάλυε τὰς διεστραμμένας συμφωνίας ἀναγκαστικῶν καὶ ὑπὸ τὸ κράτος βίας συναφθέντων συναλλαγμάτων ἀπόστελλε ἐλευθέρους τοὺς συντετριμμένους ἐξ ἀδικίων καὶ συμφορῶν καὶ σχίσε κάθε γραμμάτιον ἄδικον.
7 Κόπτε καὶ μοίραζε εἰς τὸν πεινῶντα τὸν ἄρτον σου, καὶ πτωχούς, ποὺ δὲν ἔχουν στέγην, ἔμβαζε εἰς τὸ σπίτι σου· ἐὰν ἴδῃς γυμνόν, ἔνδυσέ τον, καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου δὲν θὰ σηκώσῃς ὑψηλὰ τὰ μάτια σου, προσποιούμενος ὅτι δὲν τοὺς βλέπεις.
8 Τότε θὰ ἐκραγῇ ὡσὰν τὸ πρωϊνὸν τῆς αὐγῆς τὸ φῶς τῆς παρὰ Θεοῦ προστασίας σου, καὶ θὰ ἀνατείλουν ταχέως αἱ θεραπεῖαι τῆς ὑγείας σου, καὶ θὰ προπορεύεται ἐμπρός σου ἡ ἀρετή σου· ἡ δὲ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ περιβάλλῃ καὶ θὰ σὲ κατακλείῃ ὄπισθέν σου.
9 Τότε θὰ φωνάξῃς, καὶ ὁ Θεὸς θὰ σὲ εἰσακούση· ὅταν ἀκόμη λαλῇς πρὸς Αὐτόν, θὰ εἴπῃ: Ἰδού, εἶμαι παρών.Ἐὰν ἀφαιρέσῃς ἀπὸ σὲ κάθε ἄδικον καταπίεσιν καὶ κίνησιν τῆς χειρὸς χλευαστικὴν καὶ ἀπειλητικὴν καὶ λόγον γογγυσμοῦ
10 καὶ ἐὰν δώσῃς εἰς τὸν πεινῶντα τὸν ἄρτον μὲ ὅλην τὴν προθυμίαν τῆς ψυχῆς σου καὶ χορτάσῃς ψυχήν, ἡ ὁποία ἔχει ταπεινωθῇ ἐκ τῶν στερήσεων, τότε θὰ ἀνατείλῃ τὸ φῶς τῆς εὐτυχίας σου καὶ τῆς θείας προστασίας σου εἰς τὸ σκότος· τὸ δὲ σκότος τῆς ἀθλιότητός σου θὰ μεταβληθῇ καὶ θὰ λάμψη ὡσὰν φῶς μεσημβρίας.
11 Καὶ θὰ εἶναι ὁ Θεός σου πάντοτε μαζί σου, προστατεύων καὶ καθοδηγῶν σε· καὶ θὰ χορτάσῃς ἰκανοποιούμενος, ὅπως ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου, καὶ τὰ ὀστᾶ σου θὰ ἰσχυροποιηθοῦν, καθιστῶντα δυνατὸν τὸν ὅλον ὀργανισμόν σου· καὶ θὰ εἶσαι ὡσὰν κῆπος, ποὺ ποτίζεται ἀφθόνως, καὶ ὡσὰν πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ἔλειψε ποτὲ νερό· τὰ δὲ ὀστᾶ σου ὡσὰν δροσερὸς χόρτος θὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ θὰ εἶναι ἰσχυρὰ καὶ παχέα, καὶ θὰ κληρονομήσῃς δι’ αὐτῶν γενεᾶς γενεῶν.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΜΓ´ 25 - 30
25 Ἦλθε δὲ ὁ Ἰωσὴφ εἰς τὸ σπίτι τὸ μεσημέρι. Τότε οἱ ἕνδεκα ἀδελφοὶ τοῦ ἐπρόσφεραν ἐκεῖ εἰς τὸ σπίτι του τὰ δῶρα, ποὺ ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια των, καὶ ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν ὡς ἄρχοντα τῆς Αἰγύπτου.
26 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἐρώτησε μὲ εὐγένειαν καὶ φιλοφροσύνην: «Πῶς εἶσθε; πῶς εἶναι ἡ ὑγεία σας;» Πάλιν τοὺς ἐρώτησε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον:»Εἶναι καλὰ ὁ πατέρας σας, ὁ γέροντας, διὰ τὸν ὁποῖον μοῦ εἴπατε εἰς τὴν προηγουμένην συνάντησιν; Ζῇ ἀκόμη;»
27 Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἀπάντησαν μὲ πολλὴν συντριβήν: «Μάλιστα ὁ ταπεινὸς δοῦλος σου, ὁ πατέρας μας, εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν του· ζῇ ἀκόμη». Καὶ ὁ Ἰωσὴφ εἶπεν: «Εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Θεὸν εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Ὁ Θεὸς εἴθε νὰ τοῦ δώσῃ κάθε πνευματικὸν καὶ ὑλικὸν ἀγαθόν». Οἱ ἀδελφοί του, διὰ νὰ ἐκφράσουν τὶς εὐχαριστίες των διὰ τὴν εὐχήν, ἔσκυψαν πάλιν καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν.
28 Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια του, ἐξήτασε μὲ τρόπον μεταξὺ τῶν ἕνδεκα, καὶ εἶδε τὸν Βενιαμίν, τὸν ἀδελφὸν ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα μὲ αὐτόν. Ὅταν τὸν εἶδεν, εἶπεν εἰς τοὺς ἄλλους: «Αὐτὸς εἶναι ὁ μικρότερος ἀδελφός σας, τὸν ὁποῖον εἴπατε ὅτι θὰ μοῦ ἐφέρνατε;» Καὶ ἀφοῦ ἐστράφη πρὸς τὸν Βενιαμίν, τοῦ εἶπε: « Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογήσῃ καὶ νὰ φανῇ ἵλεως εἰς σέ, παιδί μου»
29 Ἐταράχθη δὲ ὁ Ἰωσὴφ καὶ «ἀνακατεύθηκαν τὰ σωθικά του», ἡ καρδία του ἐπῆγε νὰ σπάσῃ ἀπὸ τὴν δυνατὴν συγκίνησιν, διότι τὸν ἐνίκησεν ἡ φυσικὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν μόνον ὁμομήτριον ἀδελφόν του. Διὰ τοῦτο ἔφυγεν ἀμέσως, ὥστε νὰ εὕρῃ ἀπόμερον, μοναχικὸν τόπον νὰ κλαύσῃ. Διὰ νὰ μὴ προδοθῇ ἐμπῆκε εἰς τὸ ἰδιαίτερον δωμάτιόν του καὶ ἐκεῖ ἐξέσπασεν εἰς πολλὰ δάκρυα.
30 Ἀφοῦ ἐξεθύμανεν ἡ συγκίνησίς του, ἔνιψε καὶ ἐσκούπισε τὸ πρόσωπόν του, ἐβγῆκε καὶ παρουσιάσθη εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Κυρίαρχος πλέον εἰς τὰ συναισθήματά του διέταξεν: «Ἐτοιμάστε καὶ σερβίρετε φαγητόν».
ΓΕΝΕΣΙΣ ΜΕ´ 1 - 16
1 Ο Ἰωσὴφ δὲν ἠμποροῦσε πλέον να κυβερνᾷ τὰ ἔντονα συναισθήματά του. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ προδοθῇ ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀκολουθίαν του, διέταξε· «ἀπομακρύνατε ὅλους τοὺς Αἰγυπτίους ἀπὸ κοντά μου». Ἔτσι δὲν ἔμεινε κανένας Αἰγύπτιος δίπλα ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ, ὅταν ἐφανερώνετο εἰς τοὺς ἀδελφούς του.
2 Ἀφοῦ ἔμεινε μόνος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του, ἐξέσπασεν, ἐφώναξε καὶ ἔκλαυσε μὲ πολὺ δυνατοὺς λυγμούς· τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐπληροφορήθησαν ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι· ἔγινεν ἐπίσης γνωστὸν τὸ γεγονὸς εἰς τὸ παλάτι καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ Φαραώ.
3 Εἶπε δὲ ὁ Ἰωσὴφ πρὸς τοὺς ἀδελφούς του: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ. Ζῇ ἀκόμη ὁ πατέρας μου ὁ Ἰακώβ;» Ὅταν οἰ ἀδελφοί του ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτά, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ ἀπαντήσουν· ἔμειναν ἄφωνοι καὶ ἐστέκοντο ἐμπρός του μὲ ἀμηχανίαν, διότι ἀνεστατώθησαν καὶ ἐτρομοκρατήθησαν.
4 Ὅμως ὁ Ἰωσὴφ διὰ νὰ τοὺς παρηγορήσῃ καὶ τοὺς καθησυχάσῃ τοὺς εἶπε: «Παρακαλῶ, ἐλᾶτε κοντά μου· πλησιάστε, διὰ νὰ ὁμιλήσωμεν ὡς ἀδελφοί». Ἐκεῖνοι ἐπῆραν θάρρος καὶ ἐπλησίασαν. Τότε διὰ νὰ μαλακώσῃ τὴν θλῖψιν καὶ καθησυχάσῃ τοὺς φόβους των τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἐδελφός σας· αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐπωλήσατε ὡς δοῦλον εἰς τὴν Αἴγυπτον.
5 Τώρα ὅμως μὴ λυπεῖσθε· μὴ σᾶς ταράσσῃ τοῦτο οὔτε νὰ θεωρῆτε σκληρὸν καὶ ἀπάνθρωπον τὸ ὅτι μὲ ἐπωλήσατε ἐδῶ· διότι τὰ γεγονότα αὐτὰ ὀφείλονται εἰς θείαν οἰκονομίαν. Αὐτὸ ποὺ ἐκάματε ἦταν μὲν κακὸν μεγάλο, οὐσιαστικῶς ὅμως ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλεν ἐδῶ πρὶν ἀπὸ σᾶς διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ζωῆς σας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ.
6 Διότι τὸ ἔτος αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερον ἔτος τῆς πείνας εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ τὶς χῶρες, ποὺ γειτονεύουν μὲ αὐτήν. Θὰ ἀκολουθήσουν δὲ ἄλλα πέντε χρόνια ἀκόμη, κατὰ τὰ ὁποῖα δὲν θὰ γίνεται οὔτε ὄργωμα οὔτε σπορὰ τῆς γῆς οὔτε θερισμός.
7 Ὁ Θεὸς μὲ ἀπέστειλε μὲ αὐτὸν τὸν θαυμαστὸν τρόπον εἰς τὴν Αἴγυπτον πρὶν ἀπὸ σᾶς, διὰ νὰ μείνω καὶ χρησιμεύσω ὡς μοναδικὸν στήριγμα σας εἰς τὴν γῆν, ὥστε νὰ συντρέξω καὶ τροφοδοτήσω σᾶς εἰς τὴν μεγάλην σας στέρησιν.
8 Ἑπομένως δὲν μὲ ἐξαπεστείλατε σεῖς ἐδῶ, Ἀλλὰ μὲ ἐξαπέστειλεν οὐσιαστικῶς ὁ Θεός. Αὐτὸς μὲ ἀνέδειξε πατέρα τοῦ Φαραὼ (δηλαδὴ ἰδιαίτερον σύμβουλὸν καὶ ἀνώτατον ἀξιωματοῦχον του) καὶ κυβερνήτην ὅλης τῆς βασιλικῆς αὐλῆς του καὶ αὐθέντην ὅλης τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου.
9 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐβεβαιωθήκατε, ὅτι δὲν καταλογίζω εἰς βάρος σας τὰ ὅσα μοῦ ἐκάματε, Ἀλλὰ τὰ πάντα ἀποδίδω εἰς τὸν Θεόν, πηγαίνετε τώρα γρήγορα πίσω εἰς τὸν πατέρα μου καὶ πέστε του: (Αὐτὰ λέγει ὁ υἱός σου ὁ Ἰωσήφ· ὁ Θεὸς μὲ ἔκαμε αὐθέντην καὶ κυβερνήτην ὅλης τῆς χώρας τῆς Αἰγύπτου· ἔλα λοιπὸν κοντά μου χωρὶς καθυστέρησιν καὶ μὴ μείνῃς εἰς τὴν Χαναάν,
10 Ἔλα νὰ ἐγκατασταθῇς ἐδῶ καὶ νὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν περιοχὴν Γεσὲμ τῆς Ἀραβίας· ἔτσι θὰ εἶσαι κοντά μου σὺ καὶ τὰ παιδιά σου καὶ τὰ ἐγγόνια σου, τὰ πρόβατά σου καὶ τὰ βόδια σου καὶ ὅλα, ὅσα ἔχεις.
11 Καὶ ἑγὼ θὰ σὲ διαθρέψω καὶ θὰ σὲ συντηρήσω ἐκεῖ εἰς τὴν Γεσέμ, διότι ἡ πεῖνα θὰ διαρκέσῃ ἀκόμη ἄλλα πέντε χρόνια· Ἔλα λοιπὸν διὰ νὰ μὴ ἐξολοθρευθῇς ἀπὸ τὴν πεῖναν σὺ καὶ τὰ παιδιά σου καὶ ὅλα τὰ ζῶα σου».
12 Ὁ Ἰωσὴφ συνέχισε καὶ εἶπεν ἀκόμη πρὸς τοὺς ἀδελφούς του: «Νά· τὰ μάτια σας καὶ τὰ μάτια του ἀδελφοῦ μου (ἀπὸ τὴν ἰδίαν μητέρα μὲ ἐμὲ) τοῦ Βενιαμὶν βλέπουν, ὅτι δὲν σᾶς ὁμιλεῖ κανένας ἄλλος, παρὰ τὸ ἰδικόν μου στόμα εἶναι αὐτό, ποὺ λαλεῖ πρὸς σᾶς.
13 Ἀπαγγείλατε λοιπὸν εἰς τὸν πατέρα μου ὅλην τὴν δύναμιν, τὴν ἐξουσίαν, τὴν λάμψιν καὶ τὸ μεγαλεῖον, ποὺ ἔχω εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ διηγηθῆτε εἰς αὐτὸν ὅλα, ὅσα εἴδατε· καὶ βιασθῆτε νὰ μεταβῆτε εἰς τὴν Χαναὰν καὶ νὰ μοῦ τὸν φέρετε γρήγορα ἐδῶ εἰς τὴν Αἰγυπτον·».
14 Καὶ ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ καὶ τοὺς ἐπαρηγόρησεν, ἔπεσεν εἰς τὸν τράχηλον τοῦ ἀδελφοῦ του Βενιαμίν, τὸν ἐναγκαλίσθηκε καὶ ἔκλαυσε ἀπὸ συγκίνησιν καὶ ἀγάπην. Καὶ ὁ Βενιαμὶν ἐπίσης ἔκλαυσε πεσμένος εἰς τὸν τράχηλον τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωσήφ.
15 Κατόπιν ὁ Ἰωσὴφ ἐναγκαλίσθηκε ὅλους τοὺς ἀδελφούς του καὶ τοὺς κατεφίλησέ με δάκρυα καὶ πολλὴν συγκίνησιν. Καὶ οἱ ἀδελφοί του ὕστερα ἀπὸ τὰ τόσα, τὰ ὁποῖα εἶπεν εἰς αὐτούς, μετὰ τὰ δάκρυα καὶ τὴν ὁδηγίαν, ποὺ τοὺς ἔδωκε, μόλις ἠμπόρεσαν νὰ πάρουν θάρρος καὶ νὰ ὁμιλήσουν ἐλεύθερα καὶ μὲ οἰκειότητα εἰς τὸν Ἰωσήφ.
16 Καὶ ἀπὸ στόματος εἰς στόμα διεδόθη ἡ εἴδησις εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦ Φαραώ: «Ἔφθασαν ἐδῶ οἰ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσήφ». Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ἐχάρη ὁ Φαραὼ καὶ ὅλοι οἱ αὐλικοί του.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΑ´ 23 - 31
23 Ὁ θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ὑπερήφανος ἀποκαλεῖται λυμεών, ἐπειδὴ σὰν ἀρρώστια μολυσματικὴ καὶ μεταδοτικὴ φθείρει καὶ καταστρέφει ἐκεῖνος δὲ ποὺ μνησικακεῖ, εἶναι παράνομος, διότι τὸ μῖσος καὶ ἡ μνησικακία του τὸν σπρώχνουν πάντοτε εἰς τὸ νὰ παραβαίνῃ τὸν ὕψιστον νόμον τῆς ἀγάπης.
24 Ἐπιθυμίαι πολλαὶ καὶ κακαὶ σκοτώνουν κυριολεκτικῶς τὸν ὀκνηρόν, διότι τὰ χέρια του δὲν θέλουν νὰ κάμουν τίποτε.
25 Ὁ ἀσεβὴς ἐπιθυμεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπιθυμίας ἁμαρτωλὰς καὶ βλαβεράς, ἐνῷ ὁ δίκαιος ἐλεεῖ καὶ εὐσπλαγχνίζεται χωρὶς νὰ τσιγγουνεύεται.
26 Αἱ θυσίαι τῶν ἀσεβῶν εἶναι μισηταὶ καὶ ἀπεχθεῖς εἰς τὸν Θεόν, διότι τὰς προσφέρουν ὄχι σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον νόμον, ἀλλὰ τὰς προσφέρουν εἴτε ἐξ ἀδικίων εἴτε καθ’ ὂν χρόνον οἱ ἴδιοι εἶναι ἀκάθαρτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
27 Ὁ ψευδομάρτυς θὰ θανατωθῇ, ἐνῷ ὅποιος ὑπακούει εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, θὰ καταθέσῃ εἰς τὸ δικαστήριον μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ προφύλαξιν.
28 Ὁ ἀσεβὴς ἄνθρωπος παρουσιάζεται ἀναίσχυντος καὶ ἀδιάντροπος εἰς τὸ πρόσωπον, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος καὶ εὐθὺς ἔχει συναίσθησιν τοῦ τί πράττει, καὶ δι' αὐτό, ὅταν ἐκ συναρπαγῆς παρεκτραπῇ εἰς τι, ἐντρέπεται καὶ κοκκινίζει.
29 Δὲν ὑπάρχει φρονιμάδα, δὲν ὑπάρχει ἀνδρεία, δὲν ὑπάρχει φωτισμένη καὶ ἱκανὴ ἀπόφασις, διὰ νὰ σωφρονίσῃ τὸν ἀσεβῆ.
30 Τὸ ἱππικὸν προετοιμάζεται ἐν καιρῷ εἰρήνης διὰ τὴν περίοδον τοῦ πολέμου, ἢ πραγματικὴ ὅμως βοήθεια, ποὺ θὰ ἐξασφαλίσῃ καὶ τότε τὴν νίκην, θὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὸν Κύριον.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΒ´ 1 - 4
1 Εἶναι προτιμότερον τὸ καλὸν ὄνομα, παρὰ ὁ πολὺς πλοῦτος. Παραπάνω δὲ ἀπὸ τὰ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ νομίσματα εἶναι ἡ καλὴ φήμη καὶ ἡ καλὴ ὑπόληψις.
2 Ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς συναντῶνται, διότι ὁ ἕνας δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ χωρὶς τὸν ἄλλον· ὁ ἕνας εἶναι ἀπαραίτητον συμπλήρωμα τοῦ ἄλλου. Καὶ τοὺς δύο δὲ ἐδημιούργησεν ὁ Θεός.
3 Ὁ ἔξυπνος ἄνθρωπος, ὅταν βλέπῃ τὸν πονηρὸν νὰ τιμωρῆται, παιδαγωγεῖται σπουδαίως καὶ ἰσχυρῶς, οἱ ἄφρονες ὅμως, ἐπειδὴ προσέβλεψαν μὲ ἀδιαφορίαν πρὸς τὴν παιδαγωγίαν αὐτήν, ἐβλάβησαν, διότι δὲν ἐχρησιμοποίησαν τὸ πάθημα τῶν ἄλλων ὡς μάθημα ίδικόν των.
4 Ἀπόγονοι καὶ καρποὶ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ὁ πλοῦτος, ἡ δόξα, ἡ μακροζωΐα καὶ ἡ μετὰ θάνατον εὐτυχὴς ζωή.