ΗΣΑΪΑΣ Δ´ 2 - 6
2 Κατὰ τὴν ἐποχὴν ὅμως ἐκείνην «τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου» θὰ λάμψη οὐρανόθεν ὁ Θεὸς ἐν σοφίᾳ μὲ δόξαν ἐπὶ τῆς γῆς διὰ νὰ ὑψώσῃ καὶ δοξάσῃ τοὺς ἐναπομείναντας εἰς αὐτὸν πιστοὺς Ἰσραηλίτας.
3 Καὶ θὰ γίνῃ, ὥστε οἰ ὑπολειφθέντες εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ οἱ καταλειφθέντες εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ νὰ ὀνομασθοῦν ἅγιοι, ὅλοι ὅσοι ἐγράφησαν εἰς τὸ βιβλίον τῆς ζωῆς ἐν Ἱερουσαλήμ.
4 Διότι ὁ Κύριος θὰ πλύνῃ τελείως τὸν ἠθικὸν ρύπον τῶν υἱῶν καὶ θυγατέρων τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ ἀθῷον αἷμα θὰ τὸ καθαρίσῃ πλήρως, τὸ αἷμα ποὺ ἐχύθη ὑπὸ τὰ ὄμματά των ἐν μέσῳ αὐτῶν, διὰ τῆς πνοῆς τῆς τιμωρίας καὶ διὰ τοῦ φυσήματος ποὺ θὰ δυναμώνῃ τὴν φωτιὰν τῆς θείας ὀργῆς.
5 Καὶ θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος.Καὶ τότε θὰ συμβῇ τοῦτο· ὁλόκληρον τὸν τόπον τοῦ ὄρους Σιὼν καὶ ὅλα τὰ τριγύρω τῆς πόλεως Ἱερουσαλὴμ θὰ τὰ σκιάζῃ μὲ τὴν δρόσον της νεφέλη κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἡμέρας, καὶ σὰν σκιὰ καπνοῦ ἀποκρύπτουσα ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πολεμίων καὶ σὰν στῦλος φωτιᾶς καιομένης κατὰ τὴν νύκτα· καὶ θὰ σκεπασθῇ ἡ Σιὼν μὲ πᾶσαν δόξαν.
6 Καὶ ἡ νεφέλη, καθὼς καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς ἐκπεμπομένη δόξα, θὰ δημιουργῇ σκιὰν ἀπὸ τὸ ἡλιακὸν καῦμα καὶ θὰ κρατῇ ὑπὸ σκέπην καὶ ἀπόκρυψιν ἀπὸ τὰς ραγδαίας καὶ καταστρεπτικὰς βροχάς, περιφρουροῦσα τοὺς ὑπ’ αὐτὴν ἐν ἀνέσει καὶ εἰρήνῃ καὶ ἀσφαλείᾳ.
ΗΣΑΪΑΣ Ε´ 1 - 3
1 Θὰ ψάλω εἰς τὸν ἀγαπημένον ἀμπελῶνα μου, τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν δηλαδή, ᾆσμα τοῦ ἀγαπητοῦ μου Κυρίου.Ἄμπελος ἔγινε κτῆμα εἰς τὸν ἠγαπημένον Κύριον εἰς ὑψηλὸν λόφον, ἀνοικτόν, εὐάερον καὶ εὐήλιον, εἰς τόπον παχὺν καὶ εὔφορον.
2 Καὶ ἔθεσα τριγύρω φράκτην καὶ ἤνοιξα χαράκωμα καὶ τάφρον καὶ ἐφύτευσα ἐκλεκτὴν ἄμπελον τοῦ εἴδους Σωρὴχ καὶ ἔκτισα πύργον εἰς τὸ μέσον αὐτῆς καὶ ἔσκαψα φρεάτιον, διὰ νὰ πίπτῃ μέσα ὁ μοῦστος.Καὶ ἐπερίμενα νὰ παραγάγῃ σταφύλια, ἐποίησεν ὅμως ἀγκαθιές.
3 Καὶ τώρα σεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Ἰούδα, κρίνατε μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀμπελῶνος μου.
ΓΕΝΕΣΙΣ Γ´ 21 - 24
21 Καὶ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν παραβλέπει τὰ δημιουργήματά του ὅταν εὑρίσκωνται εἰς τὴν γυμνότητα καὶ τὴν ἐντροπήν, διέταξε να περιβληθοῦν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ γυναῖκα του μὲ ἔνδυμα ταπεινόν, ἀλλὰ ἀνώτερον ἀπὸ τὰ φύλλα τῆς συκιᾶς, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχαν καλύψει μόνοι τὴν γυμνότητά των· τὸ ἔνδυμα αὐτό, ποὺ θὰ τοὺς ἐπροφύλασσε ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες, ἦσαν χιτῶνες καμωμένοι ἀπὸ δέρματα ζώων.
22 Καὶ ὁ παντοδύναμος Τριαδικὸς Θεὸς εἶπε: «Νά· ὁ Ἀδὰμ ἐξετροχιάσθη· ἡ ἁμαρτία τὸν ἐσκότισε τόσον, ὥστε νὰ νομίζῃ ὅτι εἶναι ὡς θεός. Νά· δεν ἔγινε Θεός, ἀλλ' ὡς θεός, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ τὸ καλὸν ἀπὸ τὸ κακόν! Καὶ τώρα ἂς προσέξωμεν μήπως ἀπλώσῃ τὸ χέρι του καὶ μὲ τρόπον ἀνάρμοστον καὶ καταφρονητικὸν λάβῃ ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσῃ αἰωνίως καὶ προχωρῇ ἀπὸ τοῦ κακοῦ εἰς τὸ χειρότερον καὶ γίνῃ αὐτὸς καὶ τὸ κακὸν ἀθάνατον».
23 Διὰ τοῦτο ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἔδιωξε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισον τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς μακαριότητος, διὰ νὰ καλλιεργῇ τὴν γῆν, ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν Παράδεισον, καὶ ἀπὸ τὸ χῶμα τῆς ὁποίας ἐπλάσθη· ἡ κουραστικὴ ἐργασία θὰ τὸν ἐβοηθοῦσε εἰς ταπεινοφροσύνην καὶ θὰ τοῦ ὑπενθύμιζεν ὅτι ἡ σωματικὴ κατασκευή του προέρχεται ἀπὸ χῶμα.
24 Ἔβγαλε δὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὸν ἔβαλε νὰ κατοικήσῃ ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Παράδεισον τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς μακαριότητος, διὰ νὰ τὸν βλέπῃ καὶ ἀναλογίζεται κάθε ἡμέραν ἀπὸ ποία ἀγαθὰ ἔχει ἐκπέσει καὶ εἰς ποίαν κατάστασιν ὠδήγησε τὸν ἑαυτόν του. Καὶ διέταξεν ὁ Θεὸς τὰ Χερουβίμ, μίαν ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς τάξεις, καὶ τὴν περιστρεφομένην φλογίνην ρομφαίαν, ποὺ συμβολίζει τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι δραστικὴ ὡς φλόγα φωτιᾶς, νὰ φυλάττουν τὸν δρόμον, ποὺ ὡδηγοῦσε πρὸς τὸ δένδρον τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον ἦταν μέσα εἰς τὸν Παράδεισον.
ΓΕΝΕΣΙΣ Δ´ 1 - 26
1 Καὶ ὁ Ἀδὰμ συνευρέθη μὲ τὴν σύζυγόν του τὴν Εὔαν, ἡ ὁποία ἀφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος ἐγέννησε τὸν Κάϊν, ὄνομα ποὺ σημαίνει ἀπόκτημα· καὶ ἡ Εὔα γεμάτη χαρὰν καὶ εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Θεὸν εἶπε μὲ φρόνημα ταπεινόν· «ἀπέκτησα ἄνθρωπον, υἱὸν ὅμοιον μὲ ἑμὲ καὶ τὸν πατέρα του, μὲ τὴν δύναμιν καὶ εὐλογίαν του Θεοῦ».
2 Ἡ Εὔα, ἐπειδὴ ἐφάνη εὐγνώμων διὰ τὸ παιδί, ποὺ ἐγεννήθη καὶ ἀνεγνώρισε τὴν πρώτην εὐεργεσίαν, ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δευτέραν εὐεργεσιαν· ἐγέννησε τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κάϊν, τὸν Ἄβελ, ποὺ σημαίνει ματαιότης. Καὶ τὰ δύο παιδιά, ἂν καὶ τὰ εἶχαν ὅλα πλούσια, δὲν ἔμειναν χωρὶς ἐργασίαν· ὁ μὲν Ἄβελ ἔγινε κτηνοτρόφος, βοσκὸς αἰγοπροβάτων, ὁ δὲ Κάϊν γεωργός, καλλιεργητὴς τῆς γῆς.
3 Καὶ ὕστερα ἀπὸ ὀλίγες ἡμέρες ὁ Κάϊν ἐπῆρε ἀπὸ τὴν σειράν, ὅπως - ὅπως, καρποὺς ἀπὸ τὰ γεννήματα τῆς γῆς καὶ τὰ ἐπρόσφερε τυπικά, πρόχειρα, μὲ τρόπον ὄχι ἀνάλογον πρὸς τὴν μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, ὡς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν.
4 Ὁ Ἀβελ ὅμως ἐδιάλεξε ἀπὸ τὰ πρωτότοκα τῶν προβάτων του καὶ μάλιστα ἀπὸ τὰ πιὸ παχειὰ καὶ τὰ πιὸ πολύτιμα, δηλαδὴ τὰ ἄριστα τῶν ἀρίστων εἰς ποιότητα, καὶ ἐπρόσφερε καὶ αὐτὸς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν. Καὶ ὁ Θεὸς ἔδειξεν εὔνοιαν καὶ ἔκαμε δεκτὴν τὴν θυσίαν τοῦ Ἄβελ καὶ τὰ δῶρα τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ ἐπῄνεσε τὴν φιλόθεον διάθεσίν του καὶ ἰκανοποιήθη διὰ τὴν ἐκλεκτὴν προσφοράν,
5 ἐνῷ εἰς τὸν Κάϊν καὶ τὶς θυσίες του δὲν ἔδωκε σημασίαν καὶ ἀπέρριψεν ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἐπρόσφερε μὲ προχειρότητα, μὲ τυπικότητα καὶ μὲ τρόπον ὄχι ἀντάξιον τῆς μεγαλειότητός του. Καὶ ἐλυπήθη πάρα πολὺ ὁ Κάϊν, ἐδυσφόρησε, ἐσκυθρώπασε καὶ «ἔρριξε τὰ μούτρα του», διότι ὁ Κύριος δὲν ἐδέχθη τὴν θυσίαν του, ἐνῷ ἐδέχθη εὐχαρίστως τὸ δῶρον τοῦ ἀδελφοῦ του.
6 Καὶ ὅταν ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς εἶδε τὸν Κάϊν νὰ λυπῆται ὑπερβολικὰ καὶ ἕτοιμον νὰ καταποντισθῇ εἰς τὸ πέλαγος τῶν θλίψεων, δὲν τὸν παρέβλεψε, ἀλλὰ τοῦ εἶπε· «διατὶ ἐκυριεύθης ἀπὸ λύπην, ἐδυσφόρησες, «ἔρριξες τὰ μούτρα σου» καὶ ἐσκοτείνιασε τὸ πρόσωπόν σου;»
7 Δὲv ἔχεις δίκαιον νὰ ἁμαρτάνῃς εἰς ἑμέ, ἐπειδὴ δὲν ἔκαμα δεκτὴν τὴν θυσίαν σου. Διότι σὲ ἐρωτῶ· «δἐν ἁμαρτάνεις ὅταν προσφέρῃς μὲν σωστὰ τὴν θυσίαν σου, δὲν ξεχωρίζῃς ὅμως προηγουμένως σωστὰ μὲ εἰλικρινῆ διάθεσιν ἀληθινῆς εὐγνωμοσύνης καὶ εὐσεβείας ἐκεῖνο ποὺ προσφέρεις ὡς θυσίαν εἰς τὸν Θεόν;» Καὶ ἐπειδὴ ὁ παντογνώστης Θεὸς προεῖδε τὸν φόνον, ποὺ θὰ ἔκαμνε ὁ Κάϊν, διὰ να καταπραΰνῃ τὸν Κάϊν ἐπρόσθεσεν· «ὅ,τι ἔγινε ἔγινε· ἁμάρτησες, τώρα ὅμως ἡσύχασε!» Δὲν ἔχεις λόγον νὰ εἶσαι ὠργισμένος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ σου, διότι δὲν σοῦ πταίει· «δὲν σοῦ ἀφαιρῶ τὰ προνόμια τῶν πρωτοτοκιῶν· αὐτὸς θὰ εἶναι πάντοτε ἀφωσιωμένος εἰς σέ, θὰ σὲ σέβεται καὶ θὰ σὲ τιμᾷ ὡς μεγαλύτερόν του· καὶ σὺ θὰ εἶσαι ὁ ἄρχοντας καὶ ὁ ἀφέντης ποὺ θὰ τὸν ἐζουσιάζῃς».
8 Ὁ Κάιν ὅμως ὡσὰν μεθυσμένος πσθέτει εἰς τὸ πάθημα καὶ τὸ τραῦμα του καὶ ἄλλην πληγήν· δὲν ἐδέχθη τὴν ἰατρικὴν βοήθειαν ποὺ τοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ σπεύδει να πραγματοποιήσει τὸν φόνον, ποὺ ἐσχεδίασε μὲ τὸν νοῦν του. Ἀπάτησε μὲ δόλον τὸν ἀδελφόν του καὶ τοῦ εἶπεν· «ἂς περάσωμεν εἰς τὴν πεδιάδα». Ὅταν εὑρέθησαν εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ Κάϊν ἐσηκώθη καὶ ἐπετέθη ἔξαφνα κατὰ τοῦ ἀνυπόπτου καὶ ἀθώου ἀδελφοῦ του Ἄβελ καὶ τὸν ἐφόνευσε.
9 Καὶ ὁ παντοδύναμος Θεός, φερόμενος μὲ ἀγαθότητα καὶ μακροθυμίαν πρὸς τὸν ἀδελφοκτόνον Κάϊν, διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ ὁμολογήσῃ τὸ σφάλμα του τὸν ἐρωτησε: «Ποῦ εὑρίσκεται ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός σου;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε μὲ ἀναίδειαν· «δὲν γνωρίζω, δὲν ἔχω ἰδέαν»· καὶ ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἐτόλμησε νὰ προσθέσῃ μὲ αὐθάδειαν· «μήπως ἐγὼ εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;»
10 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν· «διὰ ποίαν αἰτίαν ἔκαμες τὸν φοβερὸν τοῦτον φόνον; Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν γῆν, μοῦ φωνάζει καὶ ζητεῖ ἐκδίκησιν ἀπὸ ἑμέ, ποὺ εἶμαι ὁ ἐκδικητὴς τῶν ἀδικουμένων».
11 Διὰ τοῦτο σὲ τιμωρῶ μὲ ποινήν, ποὺ θὰ μείνῃ ἀλησμόνητος καὶ θὰ εἶναι παράδειγμα εἰς ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους. «Τώρα, ἐπειδὴ ἐπετέθης ἀπὸ φθόνον κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ τὸν ἐσκότωσες, θὰ εἶσαι καταραμένος καὶ ὡσὰν ξένος ἀπὸ τὴν γῆν, ποὺ ἄνοιξε τὸ στόμα της διὰ νὰ δεχθῇ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσες μὲ τὸ χέρι σου»· θὰ εἶσαι καταράμενος ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ἐδέχθη νὰ ποτισθῇ ἀπὸ αἷμα ἀθώου, ποὺ ἐχύθη ἐξ αἰτίας τόσον μεγάλης ἔχθρας καὶ μὲ τὸ χέρι ἑνὸς τόσον ἀσεβοῦς, ὅπως εἶσαι σύ.
12 «Ὅταν θὰ καλλιεργῇς τὴν γῆν, ποὺ ἐμολύνθη μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου, αὐτὴ δὲν θὰ σοῦ δίδῃ τοὺς καρπούς της· ὅλος ὁ κόπος, ποὺ θὰ καταβάλλῃς, θὰ σοῦ εἶναι ἀνώφελος· αὐτὴ δὲν θὰ δίδῃ γεννήματα». Δὲν θὰ σταματήσουν ὅμως εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο οἱ τιμωρίες σου· ἐπειδὴ δὲν ἐχρησιμοποίησες διὰ καλὸν σκοπόν τὶς δυνάμεις τοῦ σώματος καὶ τῶν μελῶν σου, «θὰ στενάζῃς καὶ θὰ τρέμῃς ὅσον θὰ ζῇς ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, εἰς ὅποιο μέρος καὶ ἂν εὐρίσκεσαι· θὰ περιπλανᾶσαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡσὰν ξένος, φυγὰς καὶ ἀλήτης». Ἡ ταραχὴ καὶ ὁ τρόμος θὰ σοῦ ὑπενθυμίζουν πάντοτε τὸν ἀνόσιον φόνον· ὅσοι σὲ βλέπουν θὰ παραδειγματίζονται, ὥστε νὰ μὴ ἀποτολμοῦν φόνον ἀδελφικόν. Σὲ ἀφήνω δὲ νὰ ζήσῃς διὰ νὰ διδαχθῇς πόσον ὀλέθριον ἔγκλημα ἔκαμες.
13 Καὶ ὁ Κάϊν ἐξομολογούμενος τὴν ἁμαρτίαν του, πολὺ ἀργὰ ὅμως, διότι ἐτιμωρήθη πλέον, εἶπε πρὸς τὸν παντοδύναμον καὶ ἀπειροτέλειον Θεὸν ἀπελπισμένος: « Τὸ ἔγκλημα διὰ τὸ ὁποῖον κατηγοροῦμαι καὶ ἡ τιμωρία, ποὺ μοῦ ἐπιβάλλεις δι' αὐτό, εἶναι πολὺ βαρειά. Δεν ἠμπορῶ νὰ ζήσω μὲ τιμωρίαν τόσον μεγάλην καὶ τόσον ἀσυγχώρητον.
14 Ἐὰν σήμερον μὲ διώχνῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ ὁρίζῃς νὰ μὴ ἔχω πουθενὰ καταφύγιον· ἐὰν ὥρισες νὰ εἶμαι καταράμενος ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἀπέστρεψες τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἑμέ, θὰ κρύπτωμαι ἀπὸ τὴν θείαν παρουσίαν σου καὶ θὰ στενάζω καὶ θὰ τρέμω ἐπάνω εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ εἶμαι ἀπροστάτευτος, ὁ πρῶτος ποὺ θὰ μὲ συναντήσῃ θὰ μὲ σκοτώσῃ, ἀφοῦ καὶ αὐτὰ τὰ μέλη τοῦ σώματός μου ἔχουν παραλύσει καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑπερασπίσω τὸν ἑαυτόν μου».
15 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν· «δὲν εἶναι ἔτσι· αὐτὰ δὲν θὰ γίνουν ὅπως φαντάζεσαι· δὲν θὰ συμβῇ ἐκεῖνο ποὺ φοβεῖσαι, διότι ἑγὼ ὁρίζω τοῦτο: Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ φονεύσῃ τὸν Κάϊν γίνεται ἔνοχος ἑπταπλασίας τιμωρίας καὶ θὰ δεχθῇ ἑπταπλασίαν ἐκδίκησιν· θὰ ὑποστῇ τελείαν καὶ σκληρὰν τιμωρίαν ἀπὸ ἐμὲ καὶ θὰ παραλύσῃ ἐντελῶς». Καὶ ὁ Θεὸς ἔβαλε κάποιο σημάδι ἀνεξίτηλον εἰς τὸν Κάϊν, ὥστε ὅσοι τὸν βλέπουν νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως ὡς ἀδελφοκτόνον. Τὸ σημάδι ἐκεῖνο θὰ τὸν ἐπροφύλασσε, διότι ὁποιοσδήποτε τὸν συναντοῦσε θὰ τὸν ἀπέφευγε καὶ δὲν θὰ τὸν ἐσκότωνε· θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ζῇ τὴν ἀθλίαν καὶ βασανισμένην ζωήν του, διὰ νὰ εἶναι τὸ παράδειγμά του διδασκαλία σωφρονισμοῦ.
16 Ἀφοῦ ὁ Κάϊν ἐδέχθη τὴν ἀπόφασιν τοῦ θείου Δικαστοῦ, ἀπεμακρύνθη ὁλοτελῶς καὶ ὁριστικῶς ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀδελφοκτονίας ἐστερήθη τῆς θείας προστασίας, ἐχωρίσθη ἀπὸ τὴν οἰκογενειακὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἑκατοίκησεν εἰς τὴν χώραν Ναὶδ (ἢ Νώδ), ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Ἐδέμ. Τὸ ἑβραϊκὸν ὄνομα Ναίδ, τὸ ὁποῖον σημαίνει τόπον ποὺ τρέμει καὶ σείεται, ἐφανέρωνε τὴν συνεχῆ ταραχὴν καὶ τὸν τρόμον, ποὺ ἐδοκίμαζε ψυχικῶς καὶ σωματικῶς ὁ ἀδελφοκτόνος Κάϊν.
17 Ὁ Κάϊν συνευρέθη μὲ τὴν σύζυγόν του καὶ αὐτή, ἀφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος, ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ. Καὶ διὰ νὰ μὴ πλανᾶται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἔκτισε πόλιν, τὴν ὁποίαν ὠνόμασεν Ἐνώχ, ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ του.
18 Ἐγεννήθη δὲ ἀπὸ τὸν Ἐνὼχ ὁ Γαϊδάδ, καὶ ὁ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ, καὶ ὁ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα, καὶ ὁ Μαθουσάλα ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
19 Καὶ ὁ Λάμεχ, ἕβδομος ἀπόγονος τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν υἱόν του Κάϊν, κατήργησε πρῶτος τὴν μονογαμίαν καὶ ἐνυμφεύθη ταυτοχρόνως δύο γυναίκες· τὸ ὄνομα τῆς μιᾶς ἦταν Ἀδά, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας ἦταν Σελλά.
20 Ἡ Ἀδὰ ἐγέννησε τὸν Ἰωβήλ· αὐτὸς ἦταν ὁ πρόγονος καὶ ὁ διδάσκαλος τῶν ποιμένων καὶ γενικῶς τῶν κτηνοτρόφων, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν μόνιμον κατοικίαν, ἀλλὰ ἐκατοικοῦσαν εἰς σκηνές.
21 Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Ἰωβὴλ ἦταν Ἰουβάλ· αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔδειξε πρῶτος τὴν χρῆσιν (τοῦ ψαλτηρίου καὶ τῆς κιθάρας ἤ) τῆς λύρας (τῶν ἐγχόρδων μουσικῶν ὀργάνων) καὶ τῆς φλογέρας (τῶν πνευστῶν μουσικῶν ὀργάνων)· ἔτσι ἔγινεν ὁ πατέρας τῆς μουσικῆς.
22 Ἡ Σελλὰ δὲ ἐγέννησε καὶ αὐτὴ τὸν Θόβελ· αὐτὸς ἦταν χαλκουργὸς καὶ σιδηρουργός, κατασκευαστὴς χαλκίνων καὶ σιδηρῶν ἐργαλείων· ἐδίδαξε τὴν μεταλλουργίαν διὰ σκοποὺς γεωργικοὺς καὶ πολεμικούς. Ἀδελφὴ δὲ τοῦ Θόβελ ἦταν ἡ Νοεμά.
23 Ἐκάλεσε δὲ ὁ Λάμεχ τὶς δύο γυναῖκες του καὶ τοὺς εἶπεν ἐξομολογούμενος (ἢ κατ’ ἄλλους ἑρμηνευτὰς καυχώμενος ἐγωϊστικῶς διὰ τὴν σκληρότητά του): «Ἀδὰ καὶ Σελλά, ἀκοῦστε τὴν φωνήν μου· σύζυγοι τοῦ Λάμεχ, ἀφουγκρασθῆτε τὰ λόγια μου, δῶστε πολλὴν προσοχὴν εἰς ὅ,τι θὰ σᾶς εἰπῶ καὶ θὰ σᾶς ἀποκαλύψω· ἐσκότωσα ἕνα ἄνδρα, διότι μὲ ἐπλήγωσε, καὶ ἕνα νέον, διότι μὲ ἐμωλώπισε».
24 Καὶ ὁ Λάμεχ, ἐπειδὴ ἐπιέζετο ἀπὸ τὴν συνείδησίν του, τιμωρεῖ τὸν ἑαυτόν του διὰ τοὺς δύο φόνους, προσθέτων: «Ἐὰν διὰ τὸν προπάτορά μου τὸν Κάϊν ἐξ αἰτίας ἐνὸς φόνου ἔχει ληφθῆ ἑπταπλασία ἐκδίκησις, τότε δι’ ἐμὲ τὸν Λάμεχ εἶναι δίκαιον να ληφθῇ σκληροτέρα ἐκδίκησις· ἐγὼ πρέπει νὰ καταστῶ ἔνοχος τιμωρίας ἑβδομήκοντα φορὲς ἑπτὰ αὐστηροτέρας· δηλαδὴ νὰ τιμωρηθῶ 490 φορές». (Ἢ κατ' ἄλλους ἑρμηνευτάς: Καὶ ὁ Λάμεχ καυχώμενος ἐγωϊστικῶς διὰ τὴν δύναμίν του καὶ διὰ τὸ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ, εἶπεν· ἐὰν ὅποιος ἐφόνευε τὸν Κάϊν θὰ ὑφίστατο ἑπταπλασίαν ἐκδίκησιν, τότε ἐκεῖνος ποὺ θὰ τολμήσῃ νὰ σκοτώσῃ ἐμὲ τὸν Λάμεχ θὰ τιμωρηθῇ μὲ ἐκδίκησιν πολὺ αὐστηροτέραν καὶ σκληροτέραν· θὰ τιμωρηθῇ ἑβδομήκοντα φορὲς ἑπτά· δηλαδὴ 490 φορές).
25 Ὁ δὲ Ἀδὰμ συνευρέθη μὲ τὴν γυναῖκα του τὴν Εὔαν, ἡ ὁποία άφοῦ ἔμεινεν ἔγκυος ἐγέννησεν υἱὸν καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα Σήθ, λέγουσα μὲ πόνον ψυχῆς: «Τὸν ὠνόμασα Σήθ (τὸ ὁποῖον εἰς τὰ ἑλληνικὰ σημαίνει ἀντικατάστασις), διότι ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωκεν ἄλλο παιδὶ ἀντὶ τοῦ Ἄβελ, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσεν ὁ Κάϊν». Ἔτσι οἱ μεταγενέστεροι ἀπὸ τὸ ὄνομα Σὴθ θὰ ἐνθυμοῦνται πάντοτε τὸ ἔγκλημα τοῦ Κάϊν.
26 Καὶ ἀπὸ τὸν Σὴθ ἐγεννήθη υἱὸς καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ὄνομα Ἐνώς· αὐτὸς ἐπίστευσε καὶ ἐστήριξε τὶς ἐλπίδες του εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἐλάτρευσε τὸ ὄνομά του. Μὲ τὸν Ἐνὼς ἄρχισεν ἡ δημοσία ἐπίκλησις τοῦ θείου ὀνόματος καὶ ἡ ὁμαδικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Γ´ 34 - 35
34 Ὁ Κύριος στέκει ἀντιμέτωπος πρὸς τοὺς ἀλαζόνας καὶ ὑπερηφάνους, ἐνῷ εἰς τοὺς ταπεινοὺς δίδει χάριν.
35 Οἱ σοφοὶ κατὰ Θεὸν θὰ κληρονομήσουν ἐκτίμησιν παρὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ δόξαν παρὰ Θεοῦ, ἐνῷ οἱ ἀσεβεῖς θὰ καταλήξουν εἰς ἀτιμίαν, ἡ ὁποία ὡς ἀπὸ μέρους ὑψηλοῦ θὰ εἶναι καταφανὴς εἰς ὅλους.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Δ´ 1 - 22
1 Ακούσατε μὲ προσοχήν, παιδιά μου, τὴν διδασκαλίαν τοῦ πατέρα σας καὶ προσέχετε νὰ ἀποκτήσετε τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνετε καὶ νὰ ἐννοῆτε εἰς κάθε περίστασιν, τὶ πρέπει νὰ πράττετε.
2 Διότι χαρίζω πνευματικὴν δωρεὰν πολὺ ὠφέλιμον, δίδων εἰς σᾶς τὴν ἐντολὴν νὰ μὴ ἀφήσετε ποτὲ τὸν νόμον καὶ τὴν διδασκαλίαν μου.
3 Διότι καὶ ἐγὼ ἤμουν κάποτε παιδὶ καὶ ὑπήκουα εἰς τὸν πατέρα μου, ἤμουν δὲ ἀγαπητὸς εἰς τὴν μητέρα μου.
4 Αὐτοὶ λοιπόν οἱ γονεῖς μου μὲ ἐδίδασκαν καὶ μοῦ ἔλεγαν: Ἂς ἐντυπωθοῦν καλὰ τὰ λόγια μας εἰς τὴν διάνοιάν σου. Φύλαττε τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, αἱ ὁποῖαι εἶναι καὶ ἰδικαί μας, καὶ μὴ τὰς λησμονῇς ποτέ,
5 οὔτε νὰ παραβλέψῃς καὶ να παραμελήσῃς τὰ λόγια τοῦ στόματος ἐμοῦ τοῦ πατέρα σου,
6 οὔτε νὰ λησμονήσῃς ποτὲ τὴν διδασκαλίαν μου, καὶ αὐτὴ θὰ σὲ ὑποβαστάσῃ νὰ μὴ πέσῃς. Ἀγάπησέ την καὶ ἐπιθύμησε τὴν ὑπερβολικά, καὶ αὐτὴ θὰ σὲ προφυλάττῃ ἀπὸ πτώσεις καὶ ἀστόχους ἐνεργείας σου.
7 Βάλε τὴν γύρω σου ὡς χαράκωμα, ὀχυρώσου μὲ αὐτὴν καὶ θὰ σὲ ὑψώσῃ καὶ θὰ σὲ δοξάσῃ. Ἐκτίμησε τὴν κατὰ Θεὸν σοφίαν διὰ νὰ σὲ ἐναγκαλισθῇ καὶ σὲ περιπτυχθῇ·
8 διὰ νὰ βάλῃ εἰς τὸ κεφάλι σου στεφάνι μὲ χάριτας καὶ ἀρετάς· αὐτὸ δὲ τὸ στεφάνι, τὸ ὁποῖον θὰ σὲ εὐφραίνῃ, θὰ εἶναι καὶ ἡ προστασία σου ἀπὸ κάθε κίνδυνον.
9 Ἄκουε, παιδί μου, καὶ δέχθητι τὰ λόγια μου, καὶ ἔσο βέβαιος, ὅτι τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σου θὰ πληθυνθοῦν καὶ αἱ πορεῖαι τῆς ζωῆς σου θὰ διευκολυνθοῦν καὶ θὰ σοῦ γίνουν εὐχάριστοι ἐπὶ πολλὰ ἔτη.
10 Διότι ἐγὼ σὲ διδάσκω νὰ βαδίζῃς δρόμους τῆς σοφῆς καὶ ὑπὸ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ φωτισμένης πείρας καὶ σὲ βάζω νὰ πορεύεσαι εἰς δρόμους ἴσιους καὶ ὁμαλούς.
11 Τοὺς λέγω ἴσιους καὶ ὁμαλούς, διότι, ὅταν πορεύεσαι ἐπ’ αὐτῶν εἰς τὴν ζωήν σου, δὲν θὰ στενοχωρῆσαι καὶ δὲν θὰ δυσκολεύεσαι εἰς τὰς ἐνεργείας σου σὰν νὰ εἶσαι κλεισμένος ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, ἐὰν δὲ τρέχῃς, δὲν θὰ κουρασθῇς.
12 Πιάσε καλά, κράτησε σφιγκτὰ καὶ κάμε κτῆμα σου τὴν παιδαγωγίαν μου. Μὴ τὴν ἀφήσῃς ποτέ, ἀλλὰ φύλαξέ την διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ τὸ συμφέρον σου, διὰ νὰ ζῇς πολλὰ καὶ εὐτυχισμένα ἔτη.
13 Μὴ ἀκολουθήσῃς τοὺς δρόμους καὶ τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς τῶν ἁμαρτωλῶν, οὔτε νὰ ζηλέψῃς τὰς ὁδοὺς τῶν παραβατῶν τοῦ θείου νόμου.
14 Εἰς οἰονδήποτε μέρος καὶ ἂν σταθοῦν καὶ στήσουν τὰς σκηνάς των μὲ καυχησιολογίαν σὰν νὰ εἶναι στῖφος ληστρικόν, νὰ μὴ πᾶς ἐκεῖ, παραμέρισε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἄλλξε δρόμον.
15 Διότι οἱ ἀσεβεῖς δὲν κλείνουν μάτι, ἐὰν δὲν κάμουν τὸ κακόν. Ὁ ὕπνος των χάνεται καὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ κοιμηθοῦν.
16 Διότι αὐτοὶ τρώγουν τροφάς, ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ ἀδικίας, καὶ μεθύουν μὲ κρασί παρανομίας, καὶ ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκονται εἰς μεγάλην ἀνησυχίαν καὶ ταραχήν.
17 Τοὐναντίον ἡ ζωὴ καὶ πολιτεία τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων εἶναι λαμπρὰ ὅπως τὸ φῶς. Οἱ δίκαιοι προπορεύονται καὶ φωτίζουν εἰς ὅλην τὴν ζωήν των, ἕως ὅτου ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς τελείας λαμπρότητος καὶ δόξης των.
18 Ἀντιθέτως οἱ δρόμοι καὶ ἡ ὅλη πολιτεία τῶν ἀσεβῶν εἶναι σκοτεινοὶ καὶ δι' αὐτὸ σκοντάπτουν χωρὶς νὰ καταλαβαίνουν, πῶς τοὺς συμβαίνει αὐτό.
19 Σὺ ὅμως, παιδί μου, πρόσεχε εἰς τὴν διδασκαλίαν μου, πλησίασε δὲ καὶ βάλε τὸ αὐτί σου εἰς τὰ λόγια μου,
20 διὰ νὰ μὴ χαθοῦν αἱ συμβουλαί μου, ποὺ εἶναι πηγαὶ εἰρήνης καὶ εὐδαιμονίας. Φύλαξέ τας εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου.
21 Διότι εἰς ἐκείνους, ποὺ ἀξιώνονται νὰ εὔρουν τὰς πηγὰς αὐτὰς καὶ νὰ γνωρίσουν τὰς συμβουλὰς καὶ τὰς ἐντολὰς τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας, αὐταὶ γίνονται αἰτία εὐτυχισμένης ζωῆς καὶ ἀποβαίνουν ἰατρεῖα διὰ κάθε ἄνθρωπον.
22 Μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ ἀσφάλειαν πρόσεχε πάντοτε τὴν καρδίαν σου καὶ τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς σου, διότι ἡ ἠθική σου προκοπὴ καὶ ἡ σωτηρία σου ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν καρδίαν σου.