ΗΣΑΪΑΣ ΜΑ´ 4 - 14
4 Ποῖος ἐνήργησε καὶ ἔκαμεν αὐτά; Ἐκάλεσε τὴν δικαιοσύνην καὶ τὸν ἀποδίδοντα αὐτὴν αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἐξ ἀρχῆς τῶν γενεῶν ἐπιζητεῖ αὐτὴν ἐγὼ εἶμαι Θεὸς πρῶτος καὶ μόνος, καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἔτη ἐγὼ ὑπάρχω αἰωνίως.
5 Εἶδον τὰ ἔθνη τὴν ταχεῖαν αὐτὴν προέλασιν καὶ ἐφοβήθησαν.Οἱ κατοικοῦντες εἰς τὰ ἄκρα τῆς γῆς καὶ τὰ πλέον ἀπομεμακρυσμένα σημεῖα τῆς ἐπλησίασαν καὶ ἦλθον μαζί,
6 ἀποφασισμένος ὁ καθένας των νὰ βοηθήσῃ τὸν διπλανόν του καὶ τὸν πλησίον του, καὶ θὰ εἴπῃ προτροπάς, ἵνα ἐλπίζῃ εἰς τοὺς θεούς του.
7 Διὰ τὰ εἴδωλα ὅμως τῶν θεῶν τούτων ἔλαβε δύναμιν ἄνθρωπος ξυλουργός, κατασκευάζων ξόανα, καὶ χαλκεὺς κτυπῶν μὲ τὴν σφῦραν συγχρόνως καὶ πλατύνων τὸ μέταλλον, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ καλυφθῇ τὸ ξύλινον ἄγαλμα.Καὶ κάποτε θὰ εἴπῃ: Ὡραῖον συγκόλλημα καὶ περίβλημα εἶναι τοῦτο.Τότε καὶ οἱ δύο ἐστερέωσαν αὐτὰ μὲ καρφία· καὶ θὰ τὰ τοποθετήσουν καὶ δὲν θὰ κινοῦνται πλέον ἀπὸ τὴν θέσιν των.
8 Σὺ ὅμως, ὦ Ἰσραήλ, δοῦλε μου Ἰακώβ, τὸν ὁποῖον ἐξέλεξα, ἀπόγονε τοῦ Ἀβραάμ, τὸν ὁποῖον ἠγάπησα,
9 τὸν ὁποῖον ἐκράτησα διὰ τῆς χειρός μου στερεά, ἀπὸ τὰ ἄκρα τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τὰς ἐσχατιὰς τῆς γῆς σὲ ἐκάλεσα καὶ σοῦ εἶπα: Εἶσαι δοῦλος μου· σὲ ἐξέλεξα καὶ δὲν σὲ ἐγκατέλιπα, οὔτε σὲ ἀπεδοκίμασα.
10 Μὴ φοβῆσαι, διότι εἶμαι μαζί σου.Μὴ παραπλανᾶσαι, ἀναζητῶν βοήθειαν ἀλλαχόθεν καὶ ἀπὸ θεοὺς ἀλλοτρίους, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου, ὁ Ὁποῖος σὲ ἐνίσχυσα κατὰ τὸν καιρὸν τῆς δουλείας σου καὶ σὲ ἐβοήθησα καὶ σὲ ἠσφάλισα διὰ τῆς ἐν δικαιοσύνῃ δρώσης πάντοτε παντοδυνάμου δεξιᾶς μου.
11 Ἰδοὺ θὰ καταισχυνθοῦν καὶ θὰ ἐντροπιασθοῦν ὅλοι οἱ ἐχθροί σου διότι θὰ καταντήσουν ὡσὰν νὰ μὴ ὑπάρχουν, καὶ θὰ ἀπολεσθοῦν ὅλοι οἱ ἀντιδικοῦντες μαζί σου.
12 Θὰ τοὺς ἀναζητήσῃς, ἀλλὰ δὲν θὰ εὕρῃς τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μὲ μανίαν θὰ σὲ καταδιώξουν διότι θὰ καταντήσουν ὡσὰν νὰ μὴ ὑπάρχουν καὶ δὲν θὰ ζοῦν πλέον αὐτοί, οἱ ὁποῖοι σὲ ἐπολέμουν.
13 Θὰ ἐκμηδενισθοῦν δέ, διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου, ποὺ σὲ κρατῶ ὡσὰν στοργικὸς πατὴρ ἀπὸ τὸ δεξιόν σου χέρι, προσέχων μήπως σκοντάψῃς· ὁ Ὁποῖος σοῦ λέγω: Μὴ φοβῆσαι,
14 ὦ Ἰακώβ, ὦ ὀλιγοστὲ ἐν σχέσει πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν σοῦ Ἰσραήλ.Ἐγὼ σὲ ἐβοήθησα, λέγει ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος σὲ λυτρώνω καὶ σὲ ἐλευθερώνω, ὦ Ἰσραήλ.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΖ´ 1 - 9
1 Ο Ἅβραμ ἔγινε ἐνενῆντα ἐννέα ἐτῶν. Τότε παρουσιάσθη πάλιν ὁ Θεὸς εἰς αὐτόν, δηλαδὴ τὸν ἀξίωσε τῆς ἐπισκέψεώς του, καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου· γίνου εὐάρεστος ἐνώπιόν μου καὶ ἄμεμπτος· δίκαιος, ἐνάρετος, εὐθὺς καὶ εἰλικρινής,
2 καὶ ἐγὼ δὲν θὰ παραβλέψω τοὺς ἱδρῶτες τῆς τόσον μεγάλης ἀρετῆς σου, ἀλλὰ θὰ συνάψω καὶ θὰ ὑπογράψω διαθήκην μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ θὰ σὲ πληθύνω πάρα πολύ».
3 Ὁ Ἅβραμ, ὅταν ἄκουσε τὴν θείαν αὐτὴν ὑπόσχεσιν, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην καὶ ἅγιον φόβον πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Κύριον, ὁ ὁποῖος συγκατέβη τόσον πολύ, ἐταπεινώθη περισσότερον ἐνώπιον το Θεοῦ καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς. Καὶ ὁ Θεὸς ἐμίλησε καὶ το εἶπε:
4 «Νά, ἡ διαθήκη καὶ ἡ ὑπόσχεσίς μου πρὸς σέ· θὰ γίνῃς γενάρχης καὶ πρόγονος πολλῶν ἐθνῶν.
5 Καὶ τὸ ὄνομά σου δὲν θὰ εἶναι ὅπως μέχρι τώρα Ἅβραμ» (τὸ ὁποῖον σημαίνει πατέρας μεγάλος ἢ ὑψηλός· ἢ περάτης, διότι ἐπέρασες ἀπὸ τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὴν Χαναάν)· «Ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ὀνομζεσαι Ἁβραὰμ (πατέρας λαῶν), διότι σὲ κατέστησα πατριάρχην καὶ σὲ ὥρισα γενάρχην πολλῶν ἐθνῶν.
6 Θὰ σὲ αὐξήσω ὑπερβολικά· ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους σου θὰ προέλθουν ἔθνη πολλά, ἀκόμη καὶ βασιλεῖς θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ σέ.
7 Θὰ πραγματοποιήσω καὶ θὰ τηρήσω τὴν ὑπόσχεσίν μου αὐτὴν πρὸς σὲ καὶ τοὺς ἀπογόνους σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σέ, εἰς ὅλες τὶς γενεές. Σοῦ δίδω ὑπόσχεσιν αἰώνιον, παντοτινήν, ὑπόσχεσιν, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ ποτὲ νὰ χάσῃ τὴν δύναμιν καὶ τὸ κῦρος της, ὅτι θὰ εἶμαι Θεὸς ἰδικός σου καὶ Θεὸς τῶν ἀπογόνων σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σέ.
8 Καὶ θὰ δώσω εἰς σὲ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους σου, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σέ, ὁλόκληρον τὴν χώραν Χαναάν, εἰς τὴν ὁποίαν τώρα διαμένεις ὡς προσωρινὸς κάτοικος, ὡς μετανάστης· θὰ δώσω τὴν χώραν αὐτήν, ὥστε νὰ τὴν κατέχουν αἰωνίως οἱ ἀπόγονοι σου. Καὶ θὰ εἶμαι Θεὸς ἰδικός των, ὁποῖος θὰ τοὺς φροντίζῃ καὶ θὰ τοὺς βοηθῇ πάντοτε».
9 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ: «Σὺ δὲ νὰ κρατήσῃς καὶ νὰ φυλάξῃς τὴν διαθήκην μου, σὺ καὶ οἱ ἀπόγονοι, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀκολουθήσουν μετὰ ἀπὸ σὲ εἰς ὅλες τὶς γενεές των.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΕ´ 20 - 34
20 Τὸ συνετὸν καὶ μυαλωμένο παιδὶ εὐχαριστεῖ τὸν πατέρα του, ἐνῷ τὸ ἀνόητον καὶ κακοκέφαλο περιφρονεῖ καὶ ἐμπαίζει τὴν μητέρα του.
21 Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τοῦ ἀμορφώτου πνευματικῳς ἀνθρώπου τὸν ἀποδεικνύει ἀνόητον καὶ ἄμυαλον. Ὁ συνετὸς ὅμως καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος προχωρεῖ σταθερά, μὲ πρόγραμμα καὶ ὀρθὴν κατεύθυνσιν εἰς τὴν ζωήν του.
22 Οἱ αὐταρχικοὶ καὶ δεσποτικοὶ ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς, ποὺ δὲν τιμοῦν τὰ συνέδρια καὶ δὲν ἐκτιμοῦν τὰς γνώμας τῶν συμβούλων των, ἀναβάλλουν καὶ δὲν θέτουν εἰς ἐφαρμογὴν τὰς ἀποφάσεις, ποὺ ἐλήφθησαν ἀπὸ αὐτά· εἰς τὰς καρδίας ὅμως τῶν ταπεινῶν ἀρχόντων, ποὺ συμβουλεύονται τοὺς περὶ αὐτούς, γίνεται δεκτὴ ἡ ληφθεῖσα ἀπόφασις καὶ πραγματοποιεῖται.
23 Ὁ κακὸς ἄρχων δὲν θὰ προσέξῃ τὴν συμβουλὴν τῶν πεπειραμένων συμβουλων τουῦ, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος θὰ προσθέσῃ κάτι τὸ ὀρθὸν καὶ ὠφέλιμον καὶ πρέπον διὰ τὸ κοινὸν καὶ τὸ δημόσιον συμφέρον.
24 Αἱ σκέψεις καὶ τὰ σχέδια τοῦ συνετοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁδοί, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὴν ζωὴν καὶ ἀποβλέπουν εἰς τὸ νὰ ἀποφύγῃ τὸ κακόν, τὸ ὁποῖον ὁδηγεῖ εἰς τὸν Ἅδην, καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν νὰ σωθῇ.
25 Ὁ Θεὸς κατακρημνίζει τὰ μέγαρα τῶν ὑπερηφάνων, ὑποστηρίζει δὲ τὰ σύνορα τοῦ οἰκοπέδου καὶ τῶν κτημάτων τῆς ἀδυνάτου χήρας.
26 Ἀηδίαν καὶ ἀποτροπιασμὸν προκαλεῖ εἰς τὸν Θεὸν ὁ κακὸς λογισμὸς καὶ ἡ πονηρὰ σκέψις. Αἰ σκέψεις ὅμως καὶ οἱ λόγοι τῶν ἁγνῶν καὶ καθαρῶν κατὰ τὴν ψυχὴν ἀνθρώπων εἶναι σεμνοὶ καὶ εὐπρεπεῖς.
27 Καταστρέφει τὸν ἑαυτόν του ὁ δικαστὴς ἐκεῖνος ποὺ δωροδοκεῖται, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὴν δωροληψίαν, θὰ σωθῇ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ δωροδοκοῦντος καὶ τὰς ἐξευτελιστικὰς συνεπείας τῆς δωροληψίας.
27α Μὲ ἐλεημοσύνας, μὲ ἔργα καλὰ καὶ μὲ τὴν εἰς Θεὸν πίστιν καθαρίζονται αἱ ἁμαρτίαι· μὲ τὸν φόβον δὲ τοῦ Κυρίου ὡς ὅπλον πνευματικὸν ὁ καθένας ἀποφεύγει τὸ κακόν.
28 Ὁ νοῦς τῶν δικαίων σκέπτεται καὶ μελετᾷ τὰ πειστικὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἀληθείας οὕτως, ὥστε, ὅταν θὰ ὁμιλήσουν, νὰ γίνουν πιστευτοί· τὸ στόμα ὅμως τῶν ἀσεβῶν δίδει ἀπαντήσεις σαθρὰς καὶ ἀξιοκαταφρονήτους.
28α Ὁ τρόπος ἀναστροφῆς τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων εἶναι εὐάρεστος εἰς τὸν Κύριον, μὲ τὴν καλὴν δὲ συμπεριφοράν των καὶ οἱ ἐχθροὶ γίνονται φίλοι.
29 Ὁ Θεὸς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ δὲν ἀκούει τὰς προσευχάς των, ἀκούει ὅμως τὰς προσευχὰς καὶ δέχεται τὰ ταξίματα τῶν δικαίων.
29α Εἶναι προτιμότερα τὰ ὀλίγα ποὺ συγκεντρώνεις, ὅταν αὐτὰ ἀποκτῶνται μὲ δικαιοσύνην, παρὰ τὰ πολλὰ γεννήματα καὶ εἰσοδήματα, τὰ ὁποῖα κερδίζονται μὲ ἀδικίαν καὶ παρανομίαν.
29β Ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου πρέπει να σκέπτωνται καὶ νὰ ἐπιθυμοῦν τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ δίκαια, διὰ νὰ εὐοδωθοῦν αἱ ἐνέργειαι καὶ τὰ διαβήματα του ἀπὸ τὸν Θεόν.
30 Ὅταν τὸ μάτι βλέπῃ τὰ ὡραῖα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τῆς δημιουργίας καὶ εἶναι σεμνὸν καὶ κόσμιον, τότε προκαλεῖ εὐφροσύνην εἰς τὴν καρδίαν, ἡ φήμη δὲ ἡ καλὴ καὶ ἡ ἐκτίμησις τῶν ἀνθρώπων διὰ τὴν ἀρετὴν τοῦ δικαίου, αὐτὴ λιπαίνει τὰ κόκκαλά του ἀπὸ τὴν εὐχαρίστησιν, τὴν ὁποίαν οὗτος αἰσθάνεται.
31 Ὅποιος διώχνει μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ἐκ τοῦ θείου νόμου παιδαγωγίαν, μισεῖ τὸν ἑαυτόν του, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἐφαρμόζει τοὺς συμφώνους πρὸς τὰς θείας ἐντολὰς ἐλέγχους, ἀγαπᾷ τὴν ψυχήν του καὶ θὰ σώσῃ αὐτήν.
32 Ὅπου ὑπάρχει ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ ἀληθινὴ παιδαγωγία καὶ μόρφωσις τοῦ χαρακτῆρος καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ἐπακολουθούσα ἀληθινὴ σοφία. Ἔτσι ἤδη ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν θὰ ἀρχίσῃ ὁ κάτοχός της νὰ δοξάζεται καὶ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὴν δικαίαν ἀνταμοιβὴν καὶ τιμήν.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙϚ´ 3 - 9
5 Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀκάθαρτος καὶ σιχαμερὸς κάθε οἰηματίας καὶ ὑψηλόφρων ἄνθρωπος, ποὺ φαντάζεται καὶ φρονεῖ μεγάλα διὰ τὸν ἑαυτόν του. Δὲν πρόκειται δὲ νὰ θεωρηθῇ ἀθῶος καὶ νὰ μείνῃ ἀτιμώρητος ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος συμφωνεῖ διὰ χειραψίας διὰ τὴν διάπραξιν τοῦ κακοῦ, διότι ἐνεργεῖ ἐσκεμμένως.
7 Βάσις καὶ ἀρχὴ τῆς ἐναρέτου ζωῆς εἶναι ἡ τιμιότης καὶ ἡ δικαιοσύνη. Αἱ ἀρεταὶ δὲ αὐταὶ εἶναι περισσότερον εὐάρεστοι εἰς τὸν Θεὸν ἀπὸ τὰς προσφορὰς πολλῶν καὶ μεγάλων θυσιῶν.
8 Ὅποιος ἀναζητεῖ καὶ προσπαθεῖ νὰ εὕρῃ τὸν Κύριον, θὰ ἀξιωθῇ νὰ γνωρίσῃ τὸ θεῖον θέλημα καὶ τὴν ἀρετήν. Ὅσοι δὲ εἰλικρινῶς ζητοῦν νὰ εὔρουν τὸν Θεόν, αὐτοὶ θὰ ἀπολαύσουν τὸ μέγα δῶρον τῆς εἰρήνης.
9 Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ γίνονται κατὰ λόγον δικαιοσύνης, καίτοι ἡμεῖς πολλὲς φορὲς δὲν ἠμποροῦμεν νὰ γνωρίσωμεν τὸν λόγον αὐτόν. Ὁ ἀσεβὴς δέ, ποὺ μένει ἀτιμώρητος, δὲν θὰ ξεφύγῃ, ἀλλὰ φυλάσσεται εἰς ἡμέραν κακὴν καὶ ὀλεθρίαν δι’ αὐτόν, τὴν ὁποίαν ἔχει ὁρίσει ὁ Θεὸς ἐν τῇ δικαιοσύνῃ του.