ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 5 - 21
5 Τώρα ὅμως ποῖος λόγος ὑπάρχει νὰ τὸν ἀνέχεσθε; Κανείς. Διότι φρονῶ, ὅτι ἑγὼ ὁ διδάσκαλος καὶ ἀπόστολός σας δὲν ἔχω ὑστερήσει καὶ ὑπολειφθῇ εἰς τίποτε ἀπὸ τοὺς ἐξαιρετικὰ διακεκριμένους ἀποστόλους.
6 Καὶ ἐὰν δὲ παραδεχθῶ, ὅτι εἶμαι ἄπειρος κατὰ τὸν λόγον καὶ τὸ ὕφος μου στερεῖται γλαφυρότητα καὶ κάλλος, δὲν εἶμαι ὅμως ἄπειρος κατὰ τὴν γνῶσιν, ἀλλ’ εἰς κάθε περίστασιν καὶ διδασκαλίαν καὶ ἐνέργειάν μας ἐφανερώθημεν εἰς τὰς πρὸς σᾶς σχέσεις μας ἴσοι πρὸς τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους.
7 Ἢ μήπως διέπραξα ἁμαρτίαν, ὅταν ἐζήτουν μὲ τὴν ἐργασίαν μου νὰ κερδήσω τὴν συντήρησίν μου καὶ ἐταπείνωσα ἔτσι τὸν ἑαυτόν μου διὰ νὰ ἀπαλλαγῆτε σεῖς ἀπὸ τὴν πλάνην τῆς εἰδωλολατρείας καὶ ὑψωθῆτε πνευματικῶς; Ἡμάρτησα, διότι δωρεὰν σᾶς ἐκήρυξα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ;
8 Ἄλλας Ἐκκλησίας ἐλαφυραγώγησα καὶ ἐπῆρα ἀπὸ αὐτὰς τὴν συντήρησίν μου διὰ νὰ ὑπηρετήσω σᾶς. Καὶ ὅταν ἤμην παρὼν μεταξύ σας καὶ ἐδοκίμασα στερήσεις, δὲν ἐπεβάρυνα κανένα.
9 Διότι, ὅσα μοῦ ἔλειπαν διὰ τὴν συντήρησίν μου, μοῦ τὰ συνεπλήρωσαν οἱ ἀδελφοί, ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν. Καὶ εἰς κάθε τι ἐφυλάχθην νὰ μὴ σᾶς γίνω βάρος καὶ θὰ φυλαχθῶ ἔτσι καὶ εἰς τὸ μέλλον.
10 Ἔχω μέσα μου τὴν ἀλήθειαν τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐγγύησιν περὶ τοῦ ὅτι δὲν ψεύδομαι. Σᾶς βεβαιῶ λοιπὸν ὅτι ἡ καύχησίς μου αὐτή, ὅτι δὲν σᾶς ἔγινα βάρος, δὲν θὰ ἀποστομωθῇ, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἑμέ, εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀχαΐας.
11 Διατὶ δὲν θὰ φραχθῇ καὶ δὲν θὰ ἀποστομωθῇ; Μήπως, ἐπειδὴ δὲν σᾶς ἀγαπῶ; Ὁ Θεὸς ἠξεύρει, ὅτι σᾶς ἀγαπῶ.
12 Αὐτὸ δὲ ποὺ κάνω ἕως τώρα ἀποφεύγων νὰ ἐπιβαρύνω ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους κηρύττω, θὰ ἑξακολουθήσω νὰ τὸ πράττω. Καὶ θὰ κηρύττω δωρεὰν τὸ εὐαγγέλιον, διὰ νὰ κόψω τελείως τὴν ἀφορμὴν ἐκείνων, ποὺ θέλουν ἀφορμήν, διὰ νὰ ἐξισώνουν εἰς τὰς καυχησιολογίας των τὸν ἑαυτὸν των μὲ ἠμᾶς, ὥστε, ὅταν σᾶς ἐκμεταλλεύωνται, νὰ εὐρεθοῦν, ὅτι εἶναι καθὼς εἴμεθα καὶ ἡμεῖς, διότι θὰ λέγουν, ὅτι καὶ ἡμεῖς λαμβάνομεν ἀπὸ σᾶς.
13 Καὶ θέλω νὰ τοὺς ἀποκλείσω τὸ δικαίωμα νὰ λέγουν, ὅτι εἶναι σὰν καὶ μᾶς, διότι τοῦ εἴδους αὐτοῦ οἱ κήρυκες εἶναι ψευδαπόστολοι, ἐργάται δόλιοι, ποὺ ὑποκριτικὰ παίρνουν τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ.
14 Καὶ δὲν εἶναι παράδοξον αὐτὸ διότι καὶ αὐτὸς ὁ σατανᾶς μεταβάλλεται κατὰ τὸ ἐξωτερικὸν σχῆμα εἰς ἄγγελον φωτός.
15 Δὲν εἶναι λοιπὸν μεγάλο πρᾶγμα, ἐὰν καὶ οἱ ὑπηρέται του ἀλλάζουν σχῆμα καὶ παρουσιάζονται σὰν ὑπηρέται δικαιοσύνης. Τὸ τέλος των ὅμως θὰ εἶναι σύμφωνον πρὸς τὰ ἔργα των.
16 Πάλιν λέγω ἐκεῖνο, ποὺ σᾶς εἶπα προηγουμένως. Δηλαδὴ σᾶς λέγω, μὴ μὲ νομίσῃ κανεὶς ἀπὸ σᾶς, ὅτι εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, ἐπειδὴ θὰ ἐπαινέσω τὸν ἑαυτόν μου. Ἐὰν ὅμως δὲν πείθεσθε, ἔστω ἐκλάβετέ με ὡς ἀνόητον, διὰ νὰ καυχηθῶ καὶ ἐγὼ ὀλίγον τι.
17 Ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἴπω ἐπαινῶν τὸν ἑαυτόν μου, δὲν θὰ τὸ εἴπω ὡς δοῦλος ταπεινὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ θὰ τὸ εἴπω σὰν νὰ ἔγινα ἄφρων καὶ ἀνόητος ἀπὸ τὴν πεποίθησίν μου, ὅτι ἔχω καὶ ἑγὼ δικαίωμα νὰ καυχῶμαι.
18 Ἀφοῦ πολλοὶ καυχῶνται διὰ προτερήματα τοῦ ἐξωτερικοῦ των ἀνθρώπου, θὰ καυχηθῶ καὶ ἐγώ.
19 Καὶ θὰ καυχηθῶ, διότι μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν ἀνέχεσθε τοὺς ἄφρονας καὶ ἀνοήτους, μολονότι εἶσθε φρόνιμοι.
20 Καὶ λέγω μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν, διότι ἀνέχεσθε, ἐὰν κανεὶς σᾶς καταδουλώνῃ, ἐὰν κανεὶς σᾶς κατατρώγῃ καὶ σᾶς ἐκμεταλλεύεται, ἐὰν κανεὶς σᾶς συλλαμβάνῃ σὰν τὰ πουλιὰ εἰς τὴν παγίδα, ἐὰν κανεὶς ὑψώνεται δεσποτικῶς ἐπάνω ἀπὸ σᾶς, ἐὰν κανεὶς σᾶς δέρνῃ κατὰ πρόσωπον.
21 Μὲ ἐντροπήν μου τὸ λέγω, σὰν νὰ ὑπήρξαμεν ἡμεῖς ἀσθενεῖς καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦσαμεν νὰ σᾶς κάμωμεν, ὅ,τι σᾶς ἔκαμαν ἐκεῖνοι. Μάθετε ὅμως, ὅτι εἰς ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν τολμᾷ νὰ καυχηθῇ κανεὶς -διαπράττω ἀφροσύνην ποὺ τὸ λέγω - τολμῶ καὶ ἑγὼ νὰ καυχηθῶ.