ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ι´ 7 - 18
7 Ναί· δὲν εἶναι ἀκόμη τελεία ἡ ὑπακοή σας. Δίδετε προσοχὴν εἰς τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν τῶν πραγμάτων καὶ δ’ αὐτὸ σᾶς ἑξαπατοῦν εὔκολα. Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ αὐτούς, ποὺ σᾶς πλησιάζουν, ἔχῃ πεποίθησιν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, ὅτι εἶναι δοῦλος καὶ διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἂς συλλογίζεται πάλιν μόνος του τοῦτο, ὅτι καθὼς αὐτὸς εἶναι διάκονος τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καὶ ἡμεῖς εἴμεθα διάκονοι τοῦ Χριστοῦ.
8 Διότι καὶ ἂν καυχηθῶ κάπως καὶ περισσότερον διὰ τὴν ἐξουσίαν μας, τὴν ὁποίαν μᾶς ἔδωκεν ὁ Κύριος διὰ νὰ σᾶς οἰκοδομοῦμεν καὶ ὄχι διὰ νὰ σᾶς σκανδαλίζωμεν καὶ σᾶς βλάπτωμεν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῶ, ὅπως ἐντροπιάζονται οἱ καυχηματίαι.
9 Δὲν θὰ καυχηθῶ ὅμως περισσότερον, διὰ νὰ μὴ φανῶ σὰν νὰ σᾶς ἐκφοβίζω μὲ τὰς ἐπιστολάς.
10 Καὶ λέγω, ὅτι δὲν θέλω νὰ φανῶ, ὅτι σᾶς ἐκφοβίζω, διότι οἱ ψευδαπόστολοι, ποὺ μᾶς συκοφαντοῦν, λέγουν, ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί (τοῦ Παύλου) εἶναι σοβαραὶ καὶ δυναταί, ἡ προσωπική του ὅμως ἐμφάνισις εἶναι ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος τοῦ τιποτένιος.
11 Αὐτὸς ὅμως, ποὺ λέγει αὐτὰς τὰς κατηγορίας, ἂς συλλογίζεται καλὰ τοῦτο, ὅτι ὅποιοι εἴμεθα μὲ τὸν λόγον, ὅταν ἀπουσιάζωμεν καὶ στέλλωμεν ἐπιστολάς, τέτοιοι εἴμεθα καὶ μὲ τὸ ἔργον, ὅταν εἴμεθα παρόντες.
12 Πράγματι εἶμαι ἀσθενής! Διότι δὲν τολμῶ νὰ κατατάξω ἢ νὰ συγκρίνω τὸν ἑαυτόν μου πρὸς μερικούς, ποὺ αὐτοσυσταίνονται. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μετροῦν τὸν ἑαυτόν τους πρὸς τὸν ἑαυτόν τους καὶ συγκρίνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸν ἑαυτόν τους. Εἶναι δηλαδὴ ἄνθρωποι, ποὺ αὐτοθαυμάζονται καὶ ἐπαινοῦνται μεταξύ των. Φουσκώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ δὲν καταλαβαίνουν πόσον εἶναι ἀνόητοι.
13 Ἡμεῖς ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶμεν διὰ κόπους ἄλλων εἰς μέρη ἔξω ἀπὸ τὰ μέτρα τῆς δικαιοδοσίας μας, ἀλλὰ θὰ καυχηθῶμεν διὰ τὰ ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς ἐξεχώρισεν ὁ Θεὸς ὡς μέτρον καὶ περιφέρειαν τῆς δράσεως μας. Τὸ μέτρον δὲ αὐτὸ περιλαμβάνει καὶ σᾶς. Ἡ ἀποστολική μας δικαιοδοσία δηλαδὴ εἶναι νὰ φθάσωμεν ἕως καὶ εἰς σᾶς κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον.
14 Διότι δὲν παρατεντώνομεν τὸν ἑαυτόν μας μὲ καυχησιολογίας καὶ μὲ λόγους, ποὺ δὲν στηρίζονται εἰς τὰ πράγματα. Αὐτὸ θὰ συνέβαινεν, ἐὰν καμπτόμενοι ἀπὸ τοὺς κόπους δὲν ἔχομεν φθάσει ἕως σας. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν συνέβη· διότι ἡμεῖς ἐφθάσαμεν καὶ μέχρι τῆς πόλεως σας κηρύττοντες τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ.
15 Καὶ δὲν καυχώμεθα ἔξω ἀπὸ τὴν σφαῖραν καὶ τὸ μέτρον τῆς δικαιοδοσίας μας διὰ κόπους, ποὺ κατέβαλαν ἄλλοι, διὰ νὰ διαδώσουν ἐκεῖ τὸ εὐαγγέλιον. Ἀλλ’ ἔχομεν ἐλπίδα, ὅτι ὅσον αὐξάνεται ἡ πίστις σας, θὰ ἀναδειχθῶμεν διὰ τῆς ἰδικῆς σας προόδου καὶ ἡμείς οἰ διδάσκαλοί σας ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας, ποὺ μᾶς ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεόν, θὰ ἐπεκταθῇ δὲ καὶ ἡ δρᾶσις μας μὲ τὸ παραπάνω,
16 ὥστε νὰ κηρύξωμεν τὸ εὐαγγέλιον εἰς τὰς χώρας, ποὺ εἶναι πολὺ πέραν ἀπὸ τὴν πατρίδα σας, χωρὶς νὰ καυχηθῶμεν εἰς ξένην δικαιοδοσίαν διὰ κατορθώματα, ποὺ ἔγιναν ἕτοιμα ἀπὸ ἄλλους.
17 Μὲ ἰδικούς μας δὲ κόπους, ποὺ θὰ εὐλογῇ ὁ Θεός, ἐπιτυγχάνοντες νέας κατακτήσεις διὰ τὸ εὐαγγέλιον, θὰ καυχώμεθα μὲ ταπείνωσιν ἀποδίδοντες τὸ πᾶν εἰς τὸν Κύριον, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸν λόγον τῆς Γραφῆς· Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος καυχᾶται, ἂς καυχᾶται ὄχι ἀλαζονικῶς νομίζων, δὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ἔγιναν ἐκεῖνα, διὰ τὰ ὁποῖα καυχᾶται, ἀλλ’ ἂς δοξάζῃ τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος δι’ αὐτοῦ εἰργάσθη τὰ κατορθώματα αὐτὰ καὶ ἔτσι ἂς καυχᾶται ἐν Κυρίῳ.
18 Διότι δὲν εἶναι δόκιμος καὶ ἀρεστὸς εἰς τὸν Θεόν ἐκεῖνος, ποὺ συσταίνει μόνος του τὸν ἑαυτόν του, ἀλλ’ ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου εὐλογεῖ τὸ ἔργον ὁ Κύριος καὶ ἔτσι συσταίνεται καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν Κύριον.