ΗΣΑΪΑΣ ΜΘ´ 6 - 10
6 Καὶ εἶπε πρὸς ἐμὲ ὁ Κύριος, συνεχίζων τὸν λόγον αὐτοῦ: Εἶναι μέγα διὰ σὲ νὰ ὀνομασθῇς δοῦλος μου πρὸς τὸν σκοπὸν νὰ ἀνορθώσῃς τὰς φυλάς, τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοὺς διεσπαρμένους ἀνὰ τὰ ἔθνη Ἰσραηλίτας νὰ τοὺς ἐπαναφέρῃς πλησίον τοῦ Θεοῦ.Ἰδοὺ σὲ ἔδωκα εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς Διαθήκης μου πρὸς τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τὸ νὰ φωτίσῃς τὰ ἔθνη, διὰ νὰ εἶσαι εἰς σωτηρίαν πάντων τῶν ἀνθρώπων μέχρι τῶν ἐσχατιῶν τῆς γῆς.
7 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος σὲ ἐλύτρωσεν ἐπανειλημμένως, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: Ὡς ἅγιον τιμήσατε Αὐτόν, ὁ Ὁποῖος περιφρονεῖ καὶ παραδίδει εἰς θάνατον τὴν ζωήν Του, τὸν Ὁποῖον βδελύσσονται τὰ ἔθνη, οἱ δοῦλοι τῶν ἀρχόντων· βασιλεῖς θὰ ἴδουν Αὐτὸν καὶ θὰ ἐγερθοῦν μετὰ σεβασμοῦ, ἄρχοντες καὶ θὰ Τὸν προσκυνήσουν, ἕνεκεν τοῦ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μετ’ Αὐτοῦ.Διότι εἶναι ἀξιόπιστος καὶ τηρεῖ τὰς ὑποσχέσεις Του ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ὁ Κύριος σὲ ἐξέλεξα.
8 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Εἰς τὸν κατάλληλον καὶ εὐνοϊκὸν καιρὸν σὲ ἐπήκουσα καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας σὲ ἐβοήθησα καὶ σὲ ἔπλασα καὶ σὲ ἔδωκα διὰ νὰ συναφθῇ Διαθήκη μὲ τὰ ἔθνη, διὰ να ἀποκατασταθῇ ἡ γῆ μὲ τοὺς κατοίκους της καὶ νὰ κληρονομήσῃς ἐρημωμένας ἐκτάσεις καὶ λαοὺς ὡς μόνιμον κτῆμα κληρονομίας ἠθικῆς.
9 Σὲ ἔδωκα λέγοντα εἰς τοὺς δεσμίους: Ἐξέλθετε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὰ δεσμά σας.Καὶ εἰς τοὺς ἐν τῷ σκότει τῆς πλάνης νὰ φανερωθοῦν εἰς τὸ φῶς.Ὅλοι αὐτοί, ὅσοι θὰ σὲ ὑπακούσουν καὶ θὰ γίνουν ποίμνιόν σου, εἰς ὅλας τὰς ὁδούς, ὅπου καὶ ἂν ὑπάγουν, θὰ βοσκήσουν, καὶ εἰς ὅλας τὰς τρίβους τῶν θὰ εὐρίσκουν νομήν.
10 Δὲν θὰ πεινάσουν οὔτε θὰ διψάσουν, οὔτε ἡ ζέστη θὰ κτυπήσῃ αὐτοὺς οὔτε ὁ ἥλιος· ἀλλ’ ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εὐσπλαγχνίζεται αὐτούς, θὰ τοὺς ἀνακουφίσῃ καὶ θὰ τοὺς ὁδηγῇ διὰ μέσου πηγῶν ὑδάτων.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΛΑ´ 3 - 16
3 Ὁ Κύριος, ὅταν εἶδε τὸν δοῦλον του νὰ φθονῆται καὶ νὰ κακολογῆται ἀπὸ αὐτούς, τὸν ἐπρόσταξε: «Γύρισε πίσω εἰς τὴν πατρίδα σου, εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου, κοντὰ εἰς τὰ μέλη τῆς οἰκογενειάς σου». Καὶ διὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ θάρρος εἰς τὴν ἐπιστροφήν του, τοῦ ἐπρόσθεσεν ὁ Κύριος: «Ἐγὼ ὁ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος Θεὸς θὰ εἶμαι μαζί σου καὶ εἰς τὸ μέλλον».
4 Μετὰ τὴν προσταγὴν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ ὁ Ἰακὼβ ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζεται διὰ τὴν ἐπιστροφήν. Ἔστειλε μήνυμα πρὸς τὶς γυναῖκες του Λείαν καὶ Ραχὴλ καὶ τὶς ἐκάλεσεν ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα, εἰς τὴν στάνην.
5 Καὶ ὅταν ἦλθαν, τοὺς εἶπε: «Παρετήρησα ὅτι ὁ πατέρας σας δὲν μὲ βλέπει μὲ καλὸ μάτι. Τὸ πρόσωπόν του εἶναι σκυθρωπόν· δὲν μοῦ φέρεται φιλικά, ὅπως μοῦ ἐφέρετο ἄλλοτε, ὅπως χθὲς καὶ τὴν προχθεσινὴν ἡμέραν. Παρ' ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς τοῦ πατέρα μου Ἰσαὰκ ἦταν πάντοτε μαζί μου.
6 Γνωρίζετε δὲ καὶ σεῖς οἱ δύο, ὅτι δὲν τοῦ πταίω οὔτε τὸν ἀδίκησα εἰς τίποτε. Σεῖς γνωρίζετε, ὅτι ἐδούλευσα εἰς τὸν πατέρα σας μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μου, μὲ ὅλην τὴν προθυμίαν καὶ ἀφοσίωσίν μου.
7 Ἐν τούτοις ὁ πατέρας σας κατεδέχθη νὰ μὲ γελάσῃ καὶ νὰ κατακρατήσῃ τὸν μισθόν μου. Ἔφθασεν εἰς τὸ σημεῖον νὰ μὲ ἀπατήσῃ εἰς τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ μισθοῦ μου τῶν δέκα ἀρνιῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐπέτρεψε καὶ δὲν τὸν ἀφῆκε νὰ μοῦ κάμῃ κακόν.
8 Διότι ἐὰν ὁ πατέρας σας ἔλεγεν· «ὁ μισθός σου θὰ εἶναι τὰ σταχτυά, παρδαλὰ καὶ πλουμιστὰ πρόβατα «, τότε ὅλα τὰ πρόβατα θὰ ἐγεννοῦσαν σταχτυά, παρδαλὰ καὶ πλουμιστά. Ἐὰν δὲ ἔλεγεν· «ὁ μισθός σου θὰ εἶναι τὰ ὁλόασπρα», τότε διὰ τὰ πρόβατα θὰ ἐγεννοῦσαν ὁλόασπρα.
9 Ἐπειδὴ δὲ μὲ προστατεύει ὁ Θεός, δι' αὐτο ἀφήρεσεν ὅλα τὰ ζῶα τῶν κοπαδιῶν ἀπὸ τὸν πατέρα σας καὶ τὰ ἔδωκεν εἰς ἑμέ.
10 Καὶ συνέβη τοῦτο· ὅταν τὰ πρόβατα ἔσμιγαν καὶ ἐγονιμοποιοῦντο, εἶδα με τὰ μάτια μου εἰς τὸν ὕπνον μου, ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔσμιγάν μὲ τὶς γίδες καὶ τὶς προβατίνες ἦσαν οἱ πλουμιστοὶ καὶ παρδαλοὶ τράγοι καὶ τὰ σταχτυὰ κριάρια.
11 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ παρουσιάσθη εἰς τὸν ὕπνον μου καὶ μοῦ εἶπεν· «»· ἐγὼ δὲ ἀπάντησα· «τί εἶναι; Διάταξέ με».
12 Καὶ ὁ ἄγγελός μου εἶπε: «Σήκωσε τὰ μάτια σου καὶ κύτταξε, ὅτι οῖ πλουμιστοὶ καὶ παρδαλοὶ τράγοι καὶ τὰ σταχτυὰ κριάρια σμίγουν καὶ γονιμοποιοῦν τὶς αἶγες καὶ τὶς προβατίνες. Αὐτὸ γίνεται μὲ τὴν θέλησιν τὴν ἰδικήν μου, διὰ νὰ αὐξηθῇ ἡ περιουσία σου, διότι ἔχω ἰδεῖ ὅλες τὶς ἀδικίες, ποὺ κάμνει συνεχῶς εἰς βάρος σου ὁ Λάβαν,
13 Ἑγὼ εἶμαι ὁ Θεός σου, ὁ ὁποῖος σοῦ ἐφανερώθηκα πρὶν ἀπὸ χρόνια εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον τόπον τῆς Βαιθήλ, «τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ»· εἶμαι ὁ Θεός, εἰς τὸν Ὁποῖον ἔστησες καὶ ἀφιέρωσες στήλην ἀναμνηστικὴν καὶ ἔχυσες εἰς αὐτὴν λάδι καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ἔδωκες ἐκεῖ ὑπόσχεσιν καὶ ἔκαμες τάξιμον. Τώρα εἶναι καιρὸς νὰ ἔκτελέσῃς τὸ τάξιμόν σου ἐκεῖνο. Σήκω ἀμέσως καὶ φύγε γρήγορα ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν, τὴν Χαρράν, καὶ πήγαινε εἰς τὸν τόπον τῆς καταγωγῆς σου, εἰς τὴν πατρίδα σου τὴν Χαναάν. Καὶ ἐγὼ ὁ παντοδύναμος καὶ πανάγαθος Θεὸς θὰ εἶμαι πάντοτε μαζί σου. Θὰ σοῦ κάμνω τὴν ὁδοιπορίαν ἄνετον καὶ ἡ παντοδύναμος δεξιά μου θὰ σαὶ προστατεύῃ».
14 Ὅταν ἡ Ραχὴλ καὶ ἡ Λεία ἄκουσαν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἰακώβ, τοῦ εἶπαν: «Μήπως ὑπάρχει ἀκόμη κανένα μερίδιον κληρονομίας εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα μας;
15 Μήπως δεν μᾶς ἔχει φερθῆ καὶ δεν μᾶς ἔχει μεταχειρισθῆ ὡσὰν νὰ εἴμεθα ὄχι παιδιά του, ἀλλὰ ξένες καὶ δοῦλες; Διότι κυριολεκτικῶς μᾶς ἐπώλησεν εἰς σέ (μᾶς ἔδωκεν εἰς σὲ συζύγους) ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, ποὺ τοῦ ἐδούλευσες ἐπὶ δεκατέσσερα χρόνια, καὶ τώρα ἔχει κατασπαταλήσει ἄδικα καὶ παράνομα ὅλα τὰ χρήματα, ποὺ εἰσέπραξε ἀπὸ τὸν κόπον σου αὐτόν.
16 Ὅλη ἡ περιουσία καὶ τὰ πλούτη, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἀφήρεσεν ἀπὸ τὸν πατέρα μας καὶ ἔδωκεν εἰς σέ, ἀνήκουν εἰς ἡμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας. Τώρα λοιπὸν χωρὶς καθυστέρησιν καὶ ἀναβολὴν κάμε αὐτό, ποὺ σὲ διέταξε καὶ σὲ φωτίζει ὁ Θεός».
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΑ´ 3 - 21
3 Τὸ νὰ κάμνῃ κανεὶς τὸ καλὸν καὶ νὰ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν, αὐτὸ ἀρέσει εἰς τὸν Θεὸν περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ζώων, τὰ ὁποῖα προσφέρονται εἰς αὐτὸν ὡς θυσία.
4 Ὁ φουσκωμένος καὶ ἀλαζὼν ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης ἰδέας, ποὺ ἔχει διὰ τὸν ἑαυτόν του, εἶναι ἀναίσθητος καὶ σκληρὸς εἰς τὴν καρδίαν. Ὁ μόνος δὲ λύχνος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁδηγοῦνται οἱ ἀσεβεῖς, εἶναι ἡ ἁμαρτία ποὺ σκοτίζει τοὺς ἀνθρώπους.
5 Ὅποιος θησαυρίζει καὶ πλουτίζει μὲ γλῶσσαν ψεύδους καὶ δολιότητος, αὐτὸς κυνηγᾷ, τὴν ματαιότητα καὶ βαδίζει πρὸς θανατηφόρους παγίδας.
6 Ἡ καταστροφὴ θὰ ἐγκατασταθῇ καὶ θὰ φιλοξενῆται εἰς τὰ σπίτια τῶν ἀσεβῶν, διότι δὲν θέλουν νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ πράττουν τὰ δίκαια.
7 Πρὸς τοὺς διεστραμμένους, διεστραμμένας ὀδοὺς στέλλει ὁ Θεός, τοὺς ἀφήνει δηλαδὴ νὰ βαδίσουν πρὸς τὴν δυστυχίαν καὶ τὴν καταστροφήν, διότι τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁλοκάθαρα καὶ δίκαια.
8 Εἶναι προτιμότερον νὰ κατοικῇς εἰς κάποιαν γωνίαν εἰς τὸ ὕπαιθρον, παρὰ νὰ κατοικῇς εἰς οἰκοδομὰς ἀσβεστωμένας, ἀλλὰ κτισμένας μὲ ἀδικίας, ἢ καὶ εἰς πολυκατοικίας, ὅπου κατοικοῦν πολλοί.
9 Ὁ ἀσεβής, ὁ ὁποῖος δὲν ἀγαπᾷ καὶ δὲν σέβεται τὸν πλησίον του καὶ ὅσα ἀνήκουν εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐλεηθῇ οὔτε θὰ εὕρῃ συμπάθειαν ἀπὸ κανένα ἄνθρωπον.
10 Ὅταν τιμωρῆται λόγῳ τοῦ ἀτάκτου του βίου ὁ ἀκόλαστος, ὁ ἐνάρετος καὶ ἄγευστος τοῦ κακοῦ γίνεται προσεκτικώτερος, ὁ δὲ σοφός, ποὺ ἀντιλαμβάνεται καὶ μελετᾷ τὰ πράγματα, ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ ἀκολάστου θὰ πλουτήσῃ τὴν γνῶσιν του.
11 Ὁ δίκαιος καταλαβαίνει τί ἔχουν εἰς τὴν καρδίαν των οἱ ἀσεβεῖς καὶ τοὺς κακίζει καὶ τοὺς ἐλεεινολογεῖ, διότι εὑρίσκονται εἰς τοιαύτην ἐλεεινὴν κατάστασιν.
12 Ὅποιος κλείνει τὰ αὐτιά του, διὰ νὰ μὴ ἀκούσῃ τὴν παράκλησιν καὶ ἱκεσίαν τοῦ ἀδυνάτου καὶ ἀσθενοῦς πτωχοῦ, θὰ ἔλθῃ ὥρα, ποὺ θὰ παρακαλῇ καὶ αὐτός, ἀλλὰ δὲν θὰ τὸν ἀκούῃ κανείς.
13 Δῶρον, τὸ ὁποῖον προσφέρεται κρυφὰ καὶ χωρὶς θόρυβον, εἰς ἐκδήλωσιν σεβασμοῦ καὶ ὄχι διὰ δωροδοκίαν, ἀνατρέπει τὸν θυμὸν τοῦ ἄρχοντος, ἐνῷ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τσιγγουνεύεται νὰ προσφέρῃ δῶρον, ἐξεγείρει φοβερὸν τὸν θυμὸν τοῦ ἄρχοντος.
14 Εὐχαρίστησις καὶ χαρὰ τῶν δικαίων εἶναι νὰ ἀποδίδουν τὸ δίκαιον, ὁ ἐνάρετος ὅμως θεωρεῖται ἀκάθαρτος ἀπὸ τοὺς κακοποιούς.
15 Ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος παρεκκλίνει ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ζῇ εἰς τὴν ἀδικίαν, θὰ συγκαταριθμηθῇ μεταξὺ τῆς συνάξεως τῶν γιγάντων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην, λόγῳ τοῦ ὅτι μετὰ δυνάμεως εἰργάσθησαν τὸ κακόν. Θὰ τιμωρῆται λοιπὸν καὶ αὐτὸς αὐστηρῶς καὶ αἰωνίως.
16 Ὁ πτωχὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ δὲν ἔχει χρήματα, ἀγαπᾷ τὴν διασκέδασιν καὶ τὰ γλέντια. Τοῦ ἀρέσει τὸ ἄφθονον κρασί καὶ τὸ πολὺ λάδι εἰς τὰ φαγητὰ καὶ εἰς αὐτὰ σπαταλᾷ πάντοτε τὰς οἰκονομίας του, διὰ νὰ μένῃ πάντοτε πτωχός.
17 Ὁ παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν γίνεται λύτρον καὶ ἐξίλασμα ὑφιστάμενον τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τιμωρίαν, ἀντὶ τοῦ δικαίου.
18 Εἶναι προτιμότερον νὰ μένῃ κανεὶς μόνος εἰς τὴν ἔρημον, παρὰ νὰ συγκατοικῇ μὲ γυναῖκα φιλόνικον, γλωσσώδη καὶ θυμώδη.
19 Αἱ θεῖαι ἀλήθειαι καὶ αἱ καλαὶ συμβουλαὶ θὰ κάθωνται ἀναπαυτικὰ εἰς τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ, σὰν θησαυρὸς ζηλευτὸς καὶ ἐπιθυμητός, οἱ ἄφρονες ὅμως θὰ περιφρονήσουν τὸν θησαυρὸν αὐτόν.
20 Ὁ δρόμος τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐλεημοσύνης θὰ ὁδηγήσῃ τοὺς ὁσίους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι τὸν βαδίζουν, εἰς ζωὴν καὶ δόξαν.
21 Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς στρατηγὸς ἐκυρίευσε πόλεις ὠχυρωμένας καὶ ἐκρήμνισε τὸ ὀχυρόν, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ ἀσύνετοι καὶ ἀσεβεῖς εἶχον πεποίθησιν ὅτι εἶναι ἀπόρθητον.