ΗΣΑΪΑΣ Ϛ´ 1 - 12
1 Καὶ συνέβη κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο, κατὰ τὸ ὁποῖον ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Ὀζίας, εἶδον διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς διανοίας, ἐν ἐκστάσει προφητικῇ, τὸν Κύριον νὰ κάθηται ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ σηκωμένου ἐπάνω· καὶ εἶδον ἀκόμη νὰ εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ τὴν ἀπερίγραπτον θείαν δόξαν ὁ ἐν οὐρανοῖς Ναὸς αὐτοῦ.
2 Καὶ Σεραφίμ, δυνάμεις ἀγγελικαί, παρίσταντο τριγύρω ἀπὸ τὸν θρόνον· ἓξ πτέρυγες ὑπῆρχον εἰς τὸ ἓν καὶ ἓξ πτέρυγες ὑπῆρχον εἰς τὸ καθένα· καὶ μὲ τὰς δύο μὲν πτέρυγας ἐσκέπαζαν τελείως τὸ πρόσωπον, μὲ τὰς δύο δὲ ἐσκέπαζαν τοὺς πόδας καὶ μὲ τὰς ἄλλας δύο ἐπετοῦσαν.
3 Καὶ ἐφωναζε δυνατὰ ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ ἔλεγαν: Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος εἶναι ὁ παντοκράτωρ Κύριος, γεμάτη εἶναι ὅλη ἡ γῆ ἀπὸ τὴν δόξαν του.
4 Καὶ ἐπετάχθη ἐπάνω τὸ ὑπὲρ τὴν θύραν τοῦ Ναοῦ γεῖσον ἀπὸ τὴν φωνήν, ποὺ ἐφώναζαν, καὶ ὁ Ναὸς ἐγέμισεν ἀπὸ καπνόν.
5 Καὶ εἶπον: Ὦ ταλαίπωρος ἐγώ, διότι ἔχω βαθύτατα συγκινηθῇ καὶ συνταραχθῇ ἀπὸ τὴν συνείδησίν μου.Ἐνῷ εἶμαι ἄνθρωπος καὶ ἔχω ἀκάθαρτα χείλη καὶ κατοικῶ ἐν μέσῳ λαοῦ, ποὺ ἔχει χείλη ἀκάθαρτα, καὶ συνεπῶς οὔτε ἐγώ, οὔτε ὁ λαὸς αὐτὸς εἴμεθα ἄξιοι νὰ ὑμνοῦμεν τὸν Κύριον, ὅπως τὸν ὑμνοῦν τὰ Σεραφείμ, καὶ ὅμως εἶδον μὲ τὰ μάτια μου τὸν βασιλέα Κύριον τῶν δυνάμεων.
6 Καὶ ἀπεστάλη πρὸς ἐμὲ ἀπὸ τὸν Κύριον ἓν ἀπὸ τὰ Σεραφεὶμ καὶ εἶχεν εἰς τὴν χεῖρα του ἀναμμένον ἄνθρακα, τὸν ὁποῖον διὰ τῆς λαβίδος ἔλαβεν ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον,
7 καὶ ἤγγισε τὸ στόμα μου καὶ εἶπεν: Ἰδοὺ αὐτὸ ἤγγισε τὰ χείλη σου καὶ θὰ ἀφαιρέσῃ τὰς ἀνομίας σου καὶ θὰ καθαρίσῃ τελείως τὰς ἁμαρτίας σου.
8 Καὶ ἤκουσα μὲ τὰ ἴδια μου τὰ αὐτιὰ τὴν φωνὴν τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔλεγε: Ποῖον νὰ ἀποστείλω, καὶ ποῖος θὰ ὑπάγῃ πρὸς τὸν λαὸν αὐτόν; Καὶ εἶπα: Ἰδοὺ ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ ὑπάγω.Ἀπόστειλέ με.
9 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος: Πήγαινε καὶ εἰπὲ εἰς τὸν λαὸν αὐτόν· συνεχῶς θὰ ἀκούετε καὶ δὲν θὰ ἐννοῆτε, καὶ θὰ ἰδῆτε μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος ἐπανειλημμένως καὶ δὲν θὰ ἴδητε.
10 Διότι ἐχόνδρυνε καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ μὲ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς των ἤκουσαν βαρεῖα καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τῆς διανοίας των, μήπως ἴδουν μὲ τὰ μάτια αὐτὰ καὶ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιὰ καὶ μὲ τὴν καρδίαν των ἐννοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν μετανοοῦντες καὶ ἰατρεύσω αὐτούς.
11 Καὶ εἶπα: Ἕως πότε, Κύριε, θὰ διαρκέσῃ ἡ πώρωσις αὐτή: Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Κύριος: Ἕως ὅτου ὑπὸ ἐπιδρομῆς τίνος ἐχθρικῆς ἐρημωθοῦν αἱ πόλεις, διότι δὲν θὰ κατοικοῦνται, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ σπίτια, διότι δὲν θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, καὶ ἡ καλλιεργημένη γῆ θὰ ἐγκαταλειφθῇ ἔρημος καὶ ἀκαλλιέργητος.
12 Καὶ μετὰ ταῦτα θὰ ἀπομακρύνῃ ἐξαποστέλλων εἰς χώρας μακρινὰς ὁ Θεὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ θὰ πληθυνθοῦν ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ ἐγκαταλειφθοῦν ὀπίσω εἰς τὴν πάτριον γῆν.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ε´ 1 - 24
1 Αὐτὸς εἶναι ὁ ἱστορικὸς κατάλογος τῶν ὀνομάτων, ἡλικιῶν καὶ θανάτων τῶν ἀνθρώπων, ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ· τὴν ἡμέραν, ποὺ ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον, τὸν ἐδημιούργησε καὶ τὸν διέπλασε μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ ἀθάνατον, μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ κόσμου.
2 Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησεν ἐξ ἀρχῆς ἀνδρόγυνον, ἕνα ἄνδρα καὶ μίαν γυναῖκα, καὶ τοὺς εὐλόγησε· καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν πρῶτον ἄνθρωπον, τὴν ἡμέραν ποὺ τὸν ἐδημιούργησε τὸ ὄνομα Ἀδάμ.
3 Ἔζησε δὲ ὁ Ἀδὰμ διακόσια τριάντα ἔτη, καὶ ἐγέννησε υἱὸν κατὰ τὰ σωματικὰ καὶ ψυχικά του χαρίσματα καὶ ἰδιώματα· υἱὸν ἁμαρτωλόν, ἀδύνατον, θνητόν, ὅπως εἶχε γίνει καὶ ὁ πατέρας του μετὰ τὴν πτῶσιν· υἱόν, ὁ ὁποῖος θὰ ἠμπορῇ διὰ τῆς ἀρετῆς νὰ ἀποκαταστήσῃ τὸ ἔγκλημα τοῦ ἀδελφοῦ του. Καὶ ὁ Ἀδὰμ ἔδωκεν εἰς τὸν υἱόν του τὸ ὄνομα Σήθ.
4 Ἔφθασαν δὲ οἱ ἡμέρες τοῦ Ἀδάμ, τὶς ὀποίες ἔζησε μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Σήθ, εἰς ἑπτακόσια ἔτη, καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
5 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Ἀδάμ, τὶς ὅποιες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ἐννιακόσια τριάντα ἔτη (930), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
6 Ἔζησε δὲ ὁ Σὴθ διακόσια πέντε ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Ἐνώς.
7 Καὶ ὁ Σήθ, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἐνώς, ἔζησεν ἑπτακόσια ἑπτὰ ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
8 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες του Σήθ, τὶς ὅποιες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ἐννιακόσια δώδεκα ἔτη (912), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
9 Καὶ ἔζησεν ὁ Ἐνὼς ἑκατὸν ἐνενῆντα ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Καϊνᾶν.
10 Καὶ ὁ Ἐνώς, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Καϊνᾶν, ἔζησεν ἑπτακόσια δεκαπέντε ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
11 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες του Ἐνώς, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ἐννιακόσια πέντε ἔτη (905), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
12 Καὶ ἔζησεν ὁ Καϊνᾶν ἑκατὸν ἑβδομῆντα ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ.
13 Καὶ ὁ Καϊνᾶν, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Μαλελεήλ,ἔζησεν ἑπτακόσια σαράντα ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
14 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Καϊνᾶν, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ἐννιακόσια δέκα ἔτη (910), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
15 Καὶ ἔζησεν ὁ Μαλελεὴλ ἑκατὸν ἑξῆντα πέντε ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Ἰάρεδ.
16 Καὶ ὁ Μαλελεήλ, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰάρεδ, ἔζησεν ἑπτακόσια τριάντα ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
17 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Μαλελεήλ, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ὀκτακόσια ἐνενῆντα πέντε ἔτη (895), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
18 Καὶ ἔζησεν ὁ Ἰάρεδ ἑκατὸν ἑξῆντα δύο ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ.
19 Καὶ ὁ Ἰάρεδ, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἐνώχ, ἔζησεν ὀκτακόσια ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
20 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Ἰάρεδ, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ἐννιακόσια ἑξῆντα δύο ἔτη (962), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
21 Καὶ ἔζησεν ὁ Ἐνὼχ ἑκατὸν ἑξῆντα πέντε ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα.
22 Καὶ ὁ Ἐνώχ, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Μαθουσάλα, ἔζησεν ἐπὶ διακόσια ἔτη μὲ δικαιοσύνην, πίστιν καὶ εὐλάβειαν συμφώνως πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ἡ θεάρεστος ζωή του εὐχαρίστησε πολὺ τὸν Θεόν· καὶ κατὰ τὰ διακόσια αὐτὰ ἔτη ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
23 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Ἐνώχ, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ τριακόσια ἑξῆντα πέντε ἔτη (365).
24 Καὶ ὁ Ἐνὼχ μὲ τὴν ἐνάρετον ζωήν του εὐχαρίστησε πολὺ τὸν Θεόν, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἀνευρίσκετο πλέον εἰς τὴν γῆν, διότι ὁ Θεὸς τὸν μετέθεσεν ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν εἰς τὸν οὐρανὸν ζωντανόν, χωρὶς νὰ ἀποθάνῃ σωματικῶς, ὅπως ἀπέθνησκαν ὅλοι.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ϛ´ 3 - 20
3 Κάμε, παιδί μου, ὅσα ἐγὼ σοῦ παραγγέλλω, καὶ σῶζε τὸν ἑαυτόν σου· διότι θὰ πέσῃς εἰς τὰ χέρια κακῶν ἀνθρώπων, θὰ ἐμπλακῇς εἰς δικαστήρια καὶ περιπετείας χάριν τοῦ γνωστοῦ σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγγυήθης. Μιὰ φορὰ ὅμως ποὺ ἔγινες ἐγγυητής, μὴ χάνῃς τὸ θάρρος σου καὶ μὴ ἀπελπίζεσαι, ἀλλ’ ἐνόχλει διαρκῶς τὸν γνωστόν σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγγυήθης, νὰ δώσῃ τὰ ὀφειλόμενα.
4 Διὰ τὸ ζήτημα δὲ αὐτὸ μὴ δώσῃς ὕπνον εἰς τὰ μάτια σου, οὔτε νὰ ἀφήσῃς τὰ βλέφαρά σου νὰ νυστάξουν. Νὰ μὴ ἠσυχάσῃς, ἕως ὅτου ἀπαλλαγῇς ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσιν τῆς ἐγγυήσεως,
5 διὰ νὰ γλυτώσῃς, ὅπως τὸ ζαρκάδι σώζεται μὲ τὴν ὀξυδέρκειάν του ἀπὸ τοὺς βρόχους καὶ τὶς θηλειὲς τοῦ κυνηγοῦ, καὶ ὅπως τὸ πουλί, τὸ ὁποῖον πετᾷ ὑψηλὰ καὶ σώζεται ἀπὸ τὴν παγίδα.
6 Πήγαινε πρὸς τὸν μύρμηκα, ὀκνηρὲ ἄνθρωπε, καὶ ἀφοῦ παρατηρήσῃς προσεκτικὰ τοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του, νὰ τοὺς ζηλεύσῃς καὶ νὰ τοὺς μιμηθῇς καὶ νὰ γίνῃς περισσότερον ἀπὸ αὐτὸν μυαλωμένος καὶ ἐργατικός.
7 Διότι εἰς τὸν μύρμηκα, παρ' ὅλον ὅτι δὲν ὑπάρχουν χωράφια διὰ νὰ τὰ καλλιεργῇ, οὔτε ἔχει κανένα ποὺ νὰ τὸν ἀναγκάζῃ νὰ ἐργασθῇ, οὔτε ἔχει εἰς τὸ κεφάλι του κύριον, ὁ ὁποῖος νὰ τὸν ἐπιβλέπῃ,
8 ἐν τούτοις ἑτοιμάζει καὶ συγκεντρώνει κατὰ τὸ θέρος τὴν τροφὴν ὅλου τοῦ ἔτους καὶ κάμνει πολλὴν προμήθειαν καὶ μεγάλην ἀποθήκευσιν κατὰ τὸν θερισμόν, τοποθετῶν καταλλήλως τὰς ἀπαραιτήτους δι’ ὅλον τὸ ἔτος τροφάς του.
8α Ἢ πήγαινε νὰ παρακολουθήσῃς τὴν μέλισσαν καὶ νὰ μάθῃς πόσον ἐργατικὴ εἶναι καὶ μὲ πόσην προσοχήν, ἐπιμέλειαν καὶ τάξιν ἐκτελεῖ τὴν ἐργασίαν της.
8β Αὐτῆς τῆς μελίσσης τοὺς κόπους, δηλαδὴ τὸ μέλι, τρώγουν ὡς τροφὴν καὶ φάρμακον βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται, διότι τὸ μέλι ἐξυπηρετεῖ τὴν ὑγείαν εἶναι δὲ ἡ μέλισσα ἀξιαγάπητος καὶ δοξασμένη εἰς ὅλους.
8γ Διότι, ἂν καὶ εἶναι ἀδύνατη σωματικῶς, ἐν τούτοις ἐτιμήθη καὶ ὑψώθη, διότι ἐπροτίμησε τὸν κόπον τῆς ἐργασίας, τὴν ὁποίαν ἐργάζεται μὲ τόσην τέχνην καὶ σοφίαν.
9 Ἕως πότε, ὀκνηρέ, θὰ κάθεσαι ξαπλωμένος; Πότε θὰ σηκωθῇς ἀπὸ τὸν ὕπνον;
10 Ὀλίγην μὲν ὥραν κοιμᾶσαι, ὀλίγον δὲ κάθεσαι, ὀλίγον δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἀγκαλιάζεις τὰ στήθη σου μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια σου.
11 Κατόπιν αὐτῶν θὰ σὲ καταφθάσῃ ὡσὰν κακὸς συνοδοιπόρος ἡ φτώχεια, καὶ ἡ ἀνέχεια ὡσὰν γρήγορος δρομεὺς θὰ σὲ προφθάσῃ διὰ νὰ δυστυχήσῃς.
11α Ἐὰν ὅμως δὲν εἶσαι ὀκνηρός, ἀλλ’ ἐργατικός, θὰ ἔλθῃ ὡσὰν πηγὴ πλούτου ὁ θερισμὸς καὶ ὁ ἁλωνισμός, ἡ δὲ δυστυχία καὶ ἡ φτώχεια σὰν ἀπαράδεκτος ἐπισκέπτης θὰ φύγῃ μόνη της ἀπὸ κοντά σου.
12 Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀνόητος καὶ παραβάτης τοῦ θείου νόμου δὲν βαδίζει εἰς καλοὺς καὶ εὐθεῖς δρόμους, οὔτε πολιτεύεται καλῶς.
13 Ὁ τοιοῦτος κάμνει νεύματα καὶ νοήματα μὲ τὰ μάτια, κάμνει σημάδια μὲ τὸ πόδι, διδάσκει μὲ κινήματα τῶν δακτύλων καὶ δι’ ὅλων γενικῶς τῶν κινήσεών του συνεννοεῖται μὲ τοὺς κακοὺς συντρόφους του διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν.
14 Φύσις διεστραμμένη ἀπὸ τὸ κακὸν σκευωρεῖ καὶ σχεδιάζει διαρκῶς κακά, καὶ εἰς κάθε ἐποχὴν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δημιουργεῖ ταραχὰς εἰς τὴν πόλιν.
15 Δι’ αὐτὸ ἔρχεται ξαφνικὰ ἡ καταστροφή του. Αἱ σωματικαί του δυνάμεις πίπτουν ἀπότομα καὶ παραλύει ἀπὸ ἀσθένειαν, ἡ δὲ συντριβή του εἶναι ἀνεπανόρθωτος.
16 Διότι ὁ κακὸς αὐτὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται εὐχαρίστησιν καὶ χαρὰν εἰς ὅλα, ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται ὅμως, διότι ἔχει ἁμαρτωλὴν καὶ ἀκάθαρτον ψυχήν.
17 Εἶναι βουτηγμένος ὁλόκληρος εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Ἔχει μάτι ὑπερηφάνου καὶ χλευαστοῦ, γλῶσσαν ποὺ ἀδικεῖ τοὺς ἄλλους μὲ λόγους, χέρια ἐγκληματικὰ ποὺ χύνουν τὸ αἷμα τοῦ δικαίου,
18 νοῦν, ὁ ὁποῖος γεννᾷ πάντοτε κακοὺς λογισμοὺς καὶ σχεδιάζει τὸ πονηρόν, καὶ πόδια ποὺ τρέχουν γρήγορα διὰ νὰ κάμουν τὸ κακόν.
19 Χαλκεύει καὶ ἐπινοεῖ καυτερὰ ψεύδη ὡς ψευδομάρτυς εἰς τὰ δικαστήρια καὶ δημιουργεῖ φιλονικίας μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σπειρῶν μεταξύ των τὴν διχόνοιαν.
20 Παιδί μου, φύλαττε καλὰ σὰν νόμους, ὅσα σὲ συμβουλεύει ὁ πατέρας σου, καὶ μὴ περιφρονήσῃς ποτὲ τὰς συμβουλὰς καὶ ἐντολὰς τῆς μητέρας σου.