ΗΣΑΪΑΣ Ε´ 16 - 25
16 Καὶ θὰ ὑψωθῇ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων διὰ τῆς δικαίας ταύτης τιμωρίας· καὶ ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος θὰ ὑψωθῇ διὰ τὴν δικαιοσύνην του.
17 Καὶ θὰ βοσκήσουν εἰς ξένας χώρας σὰν ταῦροι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ἁρπαγοῦν ὑπὸ τῶν εἰσβολέων αἰχμάλωτοι, καὶ τὰς ἐρημωμένας χώρας τῶν ἀπαχθέντων διὰ τῶν ὅπλων θὰ φάγουν ἀρνία βόσκοντα εἰς τὸν παχὺν χόρτον, ποὺ θὰ φυτρώσῃ εἰς αὐτάς.
18 Ἀλλοίμονον εἰς σᾶς, οἱ ὁποῖοι τραβᾶτε ἐπάνω σας τὰς διὰ τὰς ἁμαρτίας κολάσεις ὡς διὰ σχοινίου μακροῦ καὶ τὴν ὀργὴν διὰ τὰς ἀνομίας σας ὡς διὰ λωρίου δυνατοῦ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ δένουν εἰς τὸν ζυγὸν τὴν δάμαλιν,
19 σεῖς ποὺ λέτε· γρήγορα ἂς πλησιάσουν ὅσα πρόκειται νὰ κάμῃ ὁ Θεός, διὰ να ἴδωμεν καὶ ἂς ἔλθῃ λοιπὸν ὅ,τι ἔχει ἀποφασίσει ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραὴλ Θεός, διὰ νὰ μάθωμεν.
20 Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι λέγουν καὶ παριστάνουν τὸ κακὸν ὡς καλὸν καὶ τὸ καλὸν ὡς κακὸν καὶ οἱ ὁποῖοι διὰ τῶν πράξεων των παρουσιάζουν τὸ σκότος ὡς φῶς καὶ τὸ φῶς ὡς σκότος, οἱ ὁποῖοι πείθουν μὲ τὸ παράδειγμά των καὶ τοὺς ἄλλους, ὅτι τὸ πικρὸν εἶναι γλυκὺ καὶ τὸ γλυκὺ εἶναι πικρόν.
21 Ἀλλοίμονον οἱ τρέφοντες μέσα των τὸ φρόνημα, ὅτι εἶναι συνετοὶ καὶ σοφοί, καὶ οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ μάτια των παρουσιάζονται ὅτι τὰ ξεύρουν ὅλα καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκην συμβουλῆς.
22 Ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ἄρχοντάς σας, οἱ ὁποῖοι πίνουν τὸν οἶνον, καὶ εἰς τοὺς ἐξουσιαστάς, οἱ ὁποῖοι ἀνακατεύουν καὶ κατασκευάζουν τὰ μεθυστικὰ ποτά,
23 οἱ ὁποῖοι δίδουν τὸ δίκαιον εἰς τὸν ἀσεβῆ διὰ τὰ δῶρα, ποὺ τοὺς ἔδωκε, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦν καὶ καταπατοῦν τὸ δίκαιον τοῦ δικαίου καὶ ἀθώου ἀνθρώπου.
24 Διὰ τοῦτο μὲ ὅποιον τρόπον θὰ καῇ καλαμιὰ ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ θὰ καῇ ὅλη ἀπὸ φουντωμένην φλόγα, ἔτσι καὶ ἡ ρίζα των θὰ γίνῃ σὰν χνούδι καὶ τὸ ἄνθος των καὶ ἡ ὡραιότης των σὰν «μπουχός» θὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸν ἀέρα, διότι δὲν ἠθέλησαν τὸν Νόμον τοῦ παντοκράτορος Κυρίου, ἀλλὰ περιεφρόνησαν τὸν λόγον τοῦ ἁγίου Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ καὶ προεκάλεσαν οὕτω τὴν ὀργήν του.
25 Καὶ ἐθύμωσε πάρα πολὺ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων κατὰ τοῦ λαοῦ του, καὶ ἔβαλε χέρι κατ’ αὐτῶν καὶ τοὺς ἐπάταξε· καὶ ἐσείσθησαν τὰ ὅρη ἀπὸ σεισμόν, καὶ ἐκ τοῦ πολέμου ἔγιναν τὰ πτώματά των σὰν κοπριὰ ἀποσυντεθειμένα εἰς τὸ μέσον τῶν ὁδῶν.Καὶ παρ’ ὅλας τὰς τιμωρίας αὐτὰς δὲν ἀπεμακρύνθη ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ ἀκόμη ἡ χείρ του εἶναι ὑψωμένη, ἕτοιμος νὰ ἐπιπέσῃ καὶ πάλιν κατ’ αὐτῶν.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ε´ 16 - 26
16 Καὶ ὁ Μαλελεήλ, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰάρεδ, ἔζησεν ἑπτακόσια τριάντα ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
17 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Μαλελεήλ, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ὀκτακόσια ἐνενῆντα πέντε ἔτη (895), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
18 Καὶ ἔζησεν ὁ Ἰάρεδ ἑκατὸν ἑξῆντα δύο ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ.
19 Καὶ ὁ Ἰάρεδ, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Ἐνώχ, ἔζησεν ὀκτακόσια ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
20 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Ἰάρεδ, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ἐννιακόσια ἑξῆντα δύο ἔτη (962), καὶ ἔπειτα ἀπέθανε.
21 Καὶ ἔζησεν ὁ Ἐνὼχ ἑκατὸν ἑξῆντα πέντε ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα.
22 Καὶ ὁ Ἐνώχ, μετὰ τὴν γέννησιν τοῦ Μαθουσάλα, ἔζησεν ἐπὶ διακόσια ἔτη μὲ δικαιοσύνην, πίστιν καὶ εὐλάβειαν συμφώνως πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ἡ θεάρεστος ζωή του εὐχαρίστησε πολὺ τὸν Θεόν· καὶ κατὰ τὰ διακόσια αὐτὰ ἔτη ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
23 Τοιουτοτρόπως ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ Ἐνώχ, τὶς ὁποῖες ἔζησεν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ τριακόσια ἑξῆντα πέντε ἔτη (365).
24 Καὶ ὁ Ἐνὼχ μὲ τὴν ἐνάρετον ζωήν του εὐχαρίστησε πολὺ τὸν Θεόν, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἀνευρίσκετο πλέον εἰς τὴν γῆν, διότι ὁ Θεὸς τὸν μετέθεσεν ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτὴν εἰς τὸν οὐρανὸν ζωντανόν, χωρὶς νὰ ἀποθάνῃ σωματικῶς, ὅπως ἀπέθνησκαν ὅλοι.
25 Καὶ ἔζησεν ὁ Μαθουσάλα ἑκατὸν ἑξῆντα ἑπτὰ ἔτη καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτὴν ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
26 Καὶ ὁ Μαθουσάλα, μετὰ τὴν γέννησιν τὸ Λάμεχ, ἔζησεν ὀκτακόσια δύο ἔτη καὶ κατὰ τὰ ἔτη αὐτὰ ἐγέννησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ε´ 15 - 23
15 Πῖνε νερὸ μόνον ἀπὸ τὰ ἰδικά σου δοχεῖα· καὶ ἀπὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου πηγάδι. Δηλαδὴ περιορίσου μόνον εἰς τὴν νόμιμον σύζυγόν σου, αὐτὴν ἀπολάμβανε, καὶ ζῆσε μαζί της βίον σωφροσύνης, διατηρῶν τίμιον τὸν γάμον καὶ τὴν κοίτην ἀμίαντον.
16 Ἂς μὴ χύνωνται τὰ νερὰ τῆς πηγῆς σου εἰς ξένους τόπους, τὰς πλατείας δὲ τὰς ἰδικάς σου ἂς περνοῦν καὶ ἂς ποτίζουν τὰ ἰδικά σου νερά. Δηλαδὴ μὴ τρέχῃς εἰς ξένα σπίτια καὶ εἰς ξένας γυναῖκας μὲ φόβον καὶ κίνδυνον τῆς ὑπολήψεως καὶ τῆς ζωῆς σου, ἀλλ’ εὐφραίνου εἰς τὸ σπίτι σου ἄφοβα καὶ ἐλεύθερα μὲ τὴν νόμιμον σύζυγόν σου.
17 Τὰ ὑπάρχοντά σου ἂς ἀνήκουν μόνον εἰς σὲ καὶ κανεὶς ἄλλος ἂς μὴ γίνεται συμμέτοχος εἰς τὰ ἀγαθά σου. Δηλαδή, ὅπως σὺ δὲν πρέπει νὰ ἀτιμάζῃς ξένον σπίτι, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ἀνέχεσαι ὅπως εἰσέρχεται εἰς τὸ ἰδικόν σου ξένος καὶ ἀτιμάζῃ τὴν γυναῖκα σου. Πρόσεχε μὴ ἀτιμάζεται ὁ συζυγικός σου δεσμὸς ἀπὸ γυναῖκας ἢ ἄνδρας φαύλους.
18 Ἡ πηγή σου τοῦ νεροῦ, δηλαδὴ ἡ σύζυγός σου, ἂς ἀνήκῃ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον εἰς σέ, καὶ εὐφραίνου μὲ τὴν γυναῖκα, ποὺ ἐγνώρισες καὶ ἐνυμφεύθης κατὰ τὴν νεότητά σου.
19 Ἡ ἀγαπητὴ σὰν ἔλαφος καὶ σὰν χαριτωμένος πῶλος σύζυγός σου ἂς εἶναι ἡ μόνη συναναστροφή σου. Αὐτὴ νὰ προτιμᾶται ἀπὸ πᾶσαν ἄλλην καὶ αὐτὴ νὰ εἶναι πάντοτε εἰς πάντα καιρὸν καὶ εἰς πᾶσαν περίστασιν, καθ’ ὅλην σου τὴν ζωὴν πλησίον σου, διότι, ἐφ’ ὅσον θὰ ζῇς μέσα εἰς τὴν ἀγάπην καὶ τὴν φιλίαν της, θὰ εἶσαι πανευτυχὴς καὶ πλούσιος.
20 Μὴ ἀναπτύσσῃς σχέσεις μὲ ξένην γυναῖκα, οὔτε νὰ ἐλκύεσαι ἀπὸ τὰς ἀγκάλας γυναικός, ἡ ὁποία δὲν σοῦ ἀνήκει.
21 Διότι οἱ δρόμοι καὶ οἱ τρόποι τῆς διαγωγῆς κάθε ἀνδρὸς μὲ ὅλας τὰς λεπτομερείας καὶ τὰ ἐλατήριά των εἶναι ὁλοφάνερα ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος παρακολουθεῖ ἐπακριβῶς ὅλας τὰς ἐνεργείας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τίποτε δὲν διαφεύγει ἀπὸ τὸ παντέφορον ὄμμα του.
22 Αἱ παρανομίαι ὡσὰν ἄλλα δίκτυα συλλαμβάνουν τὸν ἄνθρωπον, ὁ καθένας δὲ δένεται καὶ σφίγγεται σὰν μὲ σχοινιὰ καὶ καλώδια μὲ τὰς ἐπανειλημμένας ἑκουσίας ἁμαρτίας του, αἱ ὀποῖαι τοῦ γίνονται πάθος τυραννικὸν καὶ δυσαπόσειστον.
23 Αὐτὸς ὁ ὁποῖος ζῇ μὲ τρόπον παράνομον καὶ ἀνήθικον, θὰ ἀποθάνῃ καὶ θὰ συγκαταριθμηθῇ μὲ τοὺς ψυχικῶς ἀμορφώτους καὶ ἀτιθάσους, ἀπὸ δὲ τὸ πλῆθος τῆς αἰωνίου καὶ μακαρίας ζωῆς, τὴν ὁποίαν καὶ αὐτὸς θὰ ἠδύνατο νὰ κατακτήσῃ, ἐπετάχθη ἔξω καὶ ἀπωλέσθη ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης του.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ϛ´ 1 - 3
1 Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς ἐγγυητὴς εἰς χρέος φίλου ἢ γνωστοῦ σου, θὰ παραδώσῃς τὸ χέρι σου εἰς ἐχθρόν, ὁποῖος θὰ ἀποβῂ ὁ φίλος σου, εἰς περίπτωσιν κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ εὑρεθῇ εἰς ἀδυναμίαν νὰ ἐξοφλήσῃ αὐτὸς τὸ χρέος του.
2 Διότι εἰς τὸν ἄνθρωπον γίνεται τρομερὴ παγίδα τὸ ἴδιόν του στόμα, μὲ τὸ ὁποῖον ἔδωκε τὴν ὑπόσχεσιν τῆς ἐγγυήσεως. Πιάνεται δὲ εἰς τὴν παγίδα αὐτὴν μὲ τὰ χείλη τοῦ ἰδικοῦ του στόματος, τὰ ὁποῖα ἔδωκαν τὴν ὑπόσχεσιν αὐτήν.
3 Κάμε, παιδί μου, ὅσα ἐγὼ σοῦ παραγγέλλω, καὶ σῶζε τὸν ἑαυτόν σου· διότι θὰ πέσῃς εἰς τὰ χέρια κακῶν ἀνθρώπων, θὰ ἐμπλακῇς εἰς δικαστήρια καὶ περιπετείας χάριν τοῦ γνωστοῦ σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγγυήθης. Μιὰ φορὰ ὅμως ποὺ ἔγινες ἐγγυητής, μὴ χάνῃς τὸ θάρρος σου καὶ μὴ ἀπελπίζεσαι, ἀλλ’ ἐνόχλει διαρκῶς τὸν γνωστόν σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἐγγυήθης, νὰ δώσῃ τὰ ὀφειλόμενα.