ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Β´ 25 - 38
25 Καὶ ἰδοὺ ἦτο εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὠνομάζετο Συμεών. Καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἦτο δίκαιος φυλάττων τὰς ἐντολὰς τοῦ νόμου καὶ εὐλαβής, φοβούμενος τὸν Θεόν. Αυτὸς εἶχε φωτισθῇ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν προφητικῶν βιβλίων καὶ μὲ πόθον ζωηρὸν ἐπερίμενε νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν διὰ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Μεσσίου παρηγορία ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ τὰς θλίψεις, ποὺ ὑπέφερεν ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ Πνεῦμα προφητικὸν Ἅγιον ἦτο ἐπάνω του.
26 Καὶ εἶχεν ἀποκαλυφθῆ εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι δὲν θὰ ἀπέθνησκε προτοῦ ἴδῃ ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος καὶ Θεὸς ἔχρισε βασιλέα καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου.
27 Καὶ ἦλθεν ὁ Συμεὼν κατὰ παρακίνησιν καὶ ἔμπνευσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸ ἱερόν. Καὶ ὅταν οἱ γονεῖς εἰσήγαγον εἰς τὸ ἱερὸν τὸ παιδίον Ἰησοῦν διὰ νὰ κάμουν δι’ αὐτὸ ἐκεῖνο, ποὺ σύμφωνα μὲ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου ἦτο συνηθισμένον νὰ γίνεται εἰς τὰ πρωτότοκα,
28 τότε καὶ αὐτὸς ὁ Συμεὼν ἐδέχθη τὸ παιδίον εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·
29 Τώρα, ὅτε πλέον εἶδον τὸν Λυτρωτὴν τοῦ κόσμου, ἐλευθερώνεις ἀπὸ τοὺς δεσμοὺς τοῦ σώματος ἐμὲ τὸν δοῦλον σου. Δεσπότα, καὶ μετ’ ὀλίγον ἀποθνήσκω σύμφωνα μὲ τὸν λόγον σου, ποὺ μοῦ εἶπες, ὅτι δὲν θὰ ἀποθάνω, πρὶν ἴδω τὸν Χριστόν. Καὶ μὲ ἐλευθερώνεις ἐν εἰρήνῃ καὶ χωρὶς νὰ ἀνησυχῶ πλέον διὰ τὴν λύτρωσιν τοῦ Ἰσραήλ,
30 διότι εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μου τὸν ἐνανθρωπήσαντα υἱόν σου, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ τὴν σωτηρίαν,
31 τὴν ὁποίαν ἠτοίμασες διὰ νὰ γίνῃ φανερὰ ἐνώπιον ὅλων τῶν λαῶν πρὸς εὐεργεσίαν ὄχι μόνον τῶν Ἰουδαίων, ἄλλα καὶ τῶν ἐθνικῶν.
32 Καὶ θὰ εἶναι οὕτω τὸ σωτήριόν σου αὐτὸ φῶς πνευματικόν, ποὺ θὰ φανερώσῃ καὶ θὰ ἀποκαλύψῃ εἰς τὰ ἔθνη τὸν ἀληθινὸν Θέον καὶ τὴν ἀληθῆ ὁδὸν σωτηρίας, ἀλλὰ καὶ δόξα τοῦ λαοῦ σου Ἰσραήλ, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν Ἰσραὴλ κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Σωτὴρ καὶ ἀφοῦ τελικῶς καὶ ὁ Ἰσραὴλ ὡς σύνολον θὰ τὸν ἐγκολπωθῇ ὡς σωτῆρα του.
33 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ μητέρα τοῦ παιδίου εὑρίσκοντο εἰς συνεχῆ θαυμασμὸν δι’ ὅσα καὶ τώρα καὶ προτήτερα καὶ ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ ἀπὸ τοὺς ποιμένας καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἐλέγοντο δι’ αὐτό.
34 Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Συμεὼν καὶ εἶπεν εἰς τὴν Μαρίαν τὴν μητέρα του· Ἰδοὺ αὐτὸς εἶναι προωρισμένος διὰ νὰ γίνῃ αἰτία πτώσεως καὶ ἀναστάσεως πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραήλ. Ὅσοι θ’ ἀπιστήσουν εἰς αὐτόν, θὰ πέσουν καὶ θὰ ἀπολεσθοῦν· ὅσοι θὰ πιστεύσουν, θὰ ἀναστηθοῦν καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ θὰ σωθοῦν, θὰ εἶναι δὲ καὶ θαῦμα, ἀφοῦ ἐν τῷ προσώπῳ του θὰ ἐμφανίζεται ἡ ἕνωσις τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης. Ἀλλὰ τὸ θαῦμα τοῦτο θὰ ἀντιλέγεται ἀπὸ τοὺς ἀπιστοῦντας καὶ ἐνῷ οἱ καλοπροαίρετοι θὰ ὁδηγοῦνται δι’ αὐτοῦ εἰς τὴν πίστιν καὶ θὰ σώζονται, οἱ ἀνειλικρινεῖς καὶ ἐγωϊσταὶ θὰ ἀπιστοῦν καὶ θὰ κατακρίνωνται.
35 Λόγῳ δὲ τῆς ἀντιλογίας αὐτῆς, καὶ σοῦ, τῆς μητρὸς αὐτοῦ, τὴν καρδίαν θὰ διαπεράσῃ μεγάλη καὶ ὀδυνηρὰ μάχαιρα θλίψεως καὶ ὀδύνης, ὅταν θὰ τὸν ἴδῃς νὰ σταυρώνεται. Καὶ ἔτσι ἡ πτῶσις καὶ ἡ ἀνάστασις πολλῶν, καθὼς καὶ ἡ ἀντιλογία γύρω ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ θὰ γίνωνται, διὰ νὰ ξεσκεπασθοῦν πολλῶν καρδιῶν οἱ διαλογισμοὶ καὶ αἰ διαθέσεις, ποὺ ἔμεναν ἔως τώρα ἀπόκρυφοι, καὶ μὲ τὴν ἀπόρριψιν ἢ ἀποδοχὴν τοῦ Μεσσίου θὰ φανεροθοῦν.
36 Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κάποια Ἄννα προφῆτις. Αὕτη ἦτο κόρη τοῦ Φανουὴλ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἀσήρ, τοῦ ὀγδόου παιδιοῦ τοῦ Ἰακὼβ ἐκ τῆς Λείας, ἦτο δὲ πολὺ προχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν, καὶ εἶχε ζήσει μὲ ἄνδρα ἑπτὰ χρόνια ἀπὸ τὸν καιρόν, ποὺ ὡς παρθένος ἦλθεν εἰς γάμον μὲ αὐτόν.
37 Καὶ αὐτὴ ἦτο χήρα, ἡλικίας περίπου ὀγδοήκοντα τεσσάρον ἐτῶν, ἡ ὁποία δὲν ἀπεμακρύνετο ἀπὸ τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ παρέμενεν εἰς αὐτὸν καὶ κατὰ τὰς ὤρας, ποὺ δὲν ἐγίνοντο ἀκολουθίαι εἰς τὸν ναόν. Καὶ ἔτσι ἐλάτρευε νύκτα καὶ ἡμέραν τὸν Θεὸν μὲ νηστείας καὶ προσευχάς.
38 Καὶ αὐτὴ ἦλθε κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν καὶ ἀφοῦ εἶδε τὸ παιδίον, ηὐχαρίστει καὶ ἐδοξολόγει τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγε περὶ αὐτοῦ εἰς ὅλους, ὅσοι κατοικοῦντες εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ περιέμενον λύτρωσιν καὶ ἀπελευθέρωσιν ἀπὸ τῶν δεινῶν καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας.