(Δίας + δώρο) = δώρο του Δία, δώρο του Θεού.
1) Ιστοριογράφος από την Σικελία
(Δίος + μήδος = βουλή) = ο θεοπρόβλητος.
1) Υιός του Αιτωλού Τυδέως και βασιλεύς του Άργους. Γενναιότατος αρματοδρόμος στον Τρωϊκό Πόλεμο που πλήγωσε και τον θεό Άρη.2) Υιός του Άρεως, βασιλεύς της Κυρήνης.3) Αθηναίος κωμικός ποιητής.
Διόδωρος μάστιξι σὺν τοῖς συνάθλοις,Τὴν σάρκα δόντες, μαστιγοῦσι τὴν πλάνην.
Και οι τρεις αυτοί Άγιοι ήταν από τη Λαοδίκεια της Συρίας. Συνελήφθηκαν από τον εκεί άρχοντα, και επειδή ομολόγησαν με θάρρος ότι είναι χριστιανοί, μαστιγώθηκαν μέχρι θανάτου.