(από τα Θεοφάνεια, Θεός + φαίνομαι) = Ο υπό του Θεού αποκαλυπτόμενος ως άξιος.
1) Ιστορικός του 1ου π.Χ. αιώνα, φίλος του Πομπηΐου2) Έλληνας ζωγράφος από την Κρήτη του 16ου μ.Χ. αιώνα
Φανείς Θεού μέγιστος αστήρ καθάπερ,Tην νύκτα λύεις Θεόφανες της πλάνης.
Οι γονείς ήταν φανατικοί ειδωλολάτρες, αλλά ο γιος τους, άκουσε κηρύγματα χριστιανών και ελκύστηκε από τη ζωή της αλήθειας και της αγάπης. Αυτός ήταν ο Θεοφάνης, που γεννήθηκε το 283 μ.Χ. επί βασιλέων Κάρου και Καρίνου. Κάποια μέρα λοιπόν ο Θεοφάνης, πριν βαπτιστεί, νέος ακόμα, συνάντησε μέσα στον παγωμένο καιρό ένα παιδί, υπερβολικά φτωχό που κινδύνευε να πεθάνει από το κρύο. Το θέαμα σπάραξε την καρδιά του Θεοφάνη, και χωρίς να χάσει καιρό έντυσε τον φτωχό με το δικό του πανωφόρι. Όταν επέστρεψε στο σπίτι και τον είδαν οι γονείς του θορυβήθηκαν. Τον ρώτησαν τι έγινε το ρούχο του, και αυτός απάντησε ότι το έδωσε στον Χριστό. Οι φανατικοί ειδωλολάτρες γονείς, δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ο γιος τους ελκύστηκε από τον χριστιανισμό, και τον ανάγκασαν να φύγει από το σπίτι. Τότε ο Θεοφάνης βαπτίστηκε και πήγαινε σε διάφορες πόλεις και κήρυττε. Κατόπιν αποσύρθηκε στο όρος Διαβηνό, κοντά σ' ένα γέροντα ασκητή, όπου διδάχτηκε πολλά από την πείρα και τη σοφία του. Όταν πέθανε ο γέροντας, ο Θεοφάνης έμεινε μόνος στο όρος με προσευχή και ακατάπαυστη μελέτη και προσπάθεια για ανώτερη ηθική και πνευματική τελειοποίηση. Έπειτα, κατέβηκε πάλι στον κόσμο, όπου επανέλαβε τα κηρύγματα του, σοφότερα τώρα, πνευματικότερα και εποικοδομητικότερα. Στο διάστημα αυτό συνελήφθη, απειλήθηκε και βασανίστηκε. Έμεινε όμως αμετακίνητος στην ομολογία του. Πέθανε 75 ετών στο ασκητήριό του.