(από το Θεός + δοτός) = ο θεόδοτος, η χάρις και το δώρο του Θεού, Θεικό δώρο.
Δύο Έλληνες βασιλείς της Βακτηριανής.
Ὁ Θεόδοτος, Οὐκ ἀνέξομαι, λέγει,Εἰ μὴ κεφαλὴν τοῦ Θεοῦ τμηθῶ χάριν.
O Άγιος Θεόδοτος μαρτύρησε δια ξίφους.