Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΘΡΗΝΟΙ ΙΕΡΕΜΙΟΥ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 (Ε)


 
 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ


 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΜΝΗΣΘΗΤΙ, Κύριε, ὅ,τι ἐγενήθη ἡμῖν· ἐπίβλεψον καὶ ἰδὲ τὸν ὀνειδισμὸν ἡμῶν. 1 Ενθυμήσου, Κυριε, όλα αυτά, τα οποία μς συνέβησαν. Επίβλεψε και ιδέ τους εξευτελισμούς και τους εμπαιγμούς μας. 1 Ενθυμήσου, Κύριε, ὅλα τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς ἡμᾶς. Ρίψε εὐσπλαγχνικὸν τὸ βλέμμα σου καὶ ἴδε τὴν καταφρόνησιν καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς μας.
2 κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. 2 Η κληρονομία μας, η γη των πατέρων μας, έπεσεν εις τα χέρια αλλοεθνών. Τα σπίτια μας στους ξένους. 2 Ἡ κληρονομία μας, ἡ πατρίδα μας, ἐπέρασεν εἰς τὰ χέρια ἄλλων ἐθνῶν καὶ τὰ σπίτια μας εἰς τὰ χέρια ξένων.
3 ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ· μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι. 3 Εγίναμεν ορφανοί. Δεν υπάρχει πατέρας πλέον εις ημάς. Αι μητέρες μας έγιναν χήραι. 3 Ἐγίναμε ὀρφανοί, δὲν ὑπάρχει δι’ ἡμᾶς πατέρας· οἱ μητέρες μας ἔγιναν ὅπως οἱ χῆρες.
4 ὕδωρ ἡμῶν ἐν ἀργυρίῳ ἐπίομεν, ξύλα ἡμῶν ἐν ἀλλάγματι ἦλθεν ἐπὶ τὸν τράχηλον ἡμῶν. 4 Και αυτό το νερό, που ηθέλαμεν να πίωμεν, το αγοράζομεν αντί χρημάτων. Τα ξύλα τα επρομηθευόμεθά με χρηματικόν αντάλλαγμα. Τα εφορτωνόμεθα στον τράχηλον μας, δια να τα μεταφέρωμεν. 4 Τὸ νερό μας, ποὺ ἠθελήσαμε νὰ πιοῦμε, τὸ ἀγοράζαμε μὲ χρήματα· καὶ τὰ καυσόξυλά μας τὰ ἐπρομηθευόμεθα μὲ χρηματικὸν ἀντάλλαγμα καὶ τὰ ἐφορτωνόμεθα εἰς τοὺς ὤμους μας, προκειμένου νὰ τὰ μεταφέρωμεν.
5 ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαύθημεν. 5 Κατεδιώχθημεν από τους εχθρούς, εκοπιάσαμεν, δεν ευρήκαμεν στιγμήν αναπαύσεως και ηρεμίας. 5 Κατεδιώχθημεν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς μας, ἐκοπιάσαμεν μέχρις ἑξαντλήσεως, δὲν μᾶς ἐπέτρεψαν νὰ ἀναπαυθῶμεν.
6 Αἴγυπτος ἔδωκε χεῖρα, ᾿Ασσοὺρ εἰς πλησμονὴν αὐτῶν. 6 Η Αίγυπτος μας εδωσε χείρα βοηθείας δια την συντήρησιν μας. Οι 'Ασσυριοι τους εχόρτασαν. 6 Ἡ Αἴγυπτος μᾶς ἐβοήθησε διὰ τὴν συντήρησίν μας· οἱ Ἀσσύριοι τοὺς «χόρτασαν «ὅσους εὑρίσκοντο εἰς τὴν ἐξορίαν».
7 οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον, οὐχ ὑπάραχουσιν· ἡμεῖς τὰ ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν. 7 Οι πατέρες μας, οι οποίοι ημάρτησαν, δεν υπάρχουν πλέον. Ημείς δε πληρώνομεν τας αμαρτίας εκείνων. 7 Οἱ πρόγονοί μας «οἱ ὁποῖοι» ἁμάρτησαν, ἀπέθαναν, δὲν ὑπάρχουν πλέον· ἠμεῖς δέ, οἱ ἀπόγονοί των, φέρομεν τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς των καὶ ὑποφέρομεν «τιμωρούμεθα» ἀντὶ ἐκείνων.
8 δοῦλοι ἐκυρίευσαν ἡμῶν, λυτρούμενος οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν. 8 Οι δούλοι μας έγιναν κύριοί μας. Κανείς δεν υπάρχει, ο οποίος να ημπορέση να μας σώση από τα χέρια αυτών. 8 Οἱ δοῦλοι τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαβυλῶνος, δηλαδὴ οἱ ἀξιωματοῦχοι του, ἔγιναν κύριοι καὶ κυβερνῆται μας· δὲν ὑπάρχει κανεὶς νὰ μᾶς λυτρώσῃ ἀπὸ τὰ χέρια των.
9 ἐν ταῖας ψυχαῖς ἡμῶν, εἰσοίσομεν ἄρτον ἡμῶν, ἀπὸ προσώπου ρομφαίας τῆς ἐρήμου. 9 Με κίνδυνον της ζωής μας εξοικονομούμεν και μεταφέρομεν τον άρτον μας. Απειλούμεθα από την ρομφαίαν των ανθρώπων της ερήμου. 9 Μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς μας ἐξοικονομοῦμεν τὴν τροφήν μας καὶ μεταφέρομεν τὰ γεννήματά μας κάτω ἀπὸ τὴν ἀπειλὴν τοῦ σπαθιοῦ τῶν ἐπιδρομέων τῆς ἐρήμου, οἱ ὁποῖοι ἐπιτίθενται ἐναντίον μας.
10 τὸ δέρμα ἡμῶν ὡς κλίβανος ἐπελιώθη, συνεσπάσθησαν ἀπὸ προσώπου καταιγίδων λιμοῦ. 10 Το δέρμα μας εμαύρισεν, όπως ο φούρνος από την καπνιά. Εσυρικνώθησαν τα σώματά μας εξ αιτίας του φοβεροτάτου λιμού. 10 Τὸ δέρμα μας ἐμελάνιασε, ἐμαύρισε, ὅπως ὁ φοῦρνος ἀπὸ τὸν καπνόν· τὰ σώματά μας ἐζάρωσαν, ἐσούρωσαν, ἐστέγνωσαν καὶ ἐξηράνθησαν ἐξ αἰτίας τῆς φοβερῆς πείνας, ἡ ὁποία μᾶς ἐκτύπησεν ὡσὰν καταιγίδα.
11 γυναῖκας ἐν Σιὼν ἐταπείνωσαν, παρθένους ἐν πόλεσιν ᾿Ιούδα. 11 Οι εχθροί εκακοποίησαν και εξηυτέλισαν γυναίκας εις την Σιών, και παρθένους εις τας διαφόρους πόλεις της Ιουδαίας. 11 Οἱ ἐχθροὶ ἐξηυτέλισαν καὶ ἀτίμασαν γυναῖκες εἰς τὴν Σιὼν καὶ παρθένους εἰς τὶς διαφορες πόλεις τῆς Ἰουδαίας.
12 ἄρχοντες ἐν χερσὶν αὐτῶν, ἐκρεμάσθησαν, πρεσβύτεροι οὐκ ἐδοξάσθησαν. 12 Οι άρχοντες μας εκρεμάσθησαν από τα χέρια και εβασανίσθησαν· οι γέροντες μας δεν ετιμήθησαν. 12 Ἄρχοντες ἐκρεμάσθησαν ἀπὸ τὰ χέρια των, οἱ πρεσβύτεροι κατὰ τὴν ἡλικίαν δὲν ἔτυχαν σεβασμοῦ καὶ τιμῆς.
13 ἐκλεκτοὶ κλαυθμὸν ἀνέλαβον, καὶ νεανίσκοι ἐν ξύλῳ ἠσθένησαν. 13 Εκλεκτοί πολίται μας εξέσπασαν εις κλαυθμούς. Οι νέοι άνδρες εξησθένησαν από τα βαρειά φορτώματα των ξύλων. 13 Πολῖται ἐπίσημοι καὶ ἐκλεκτοὶ ἐξέσπασαν εἰς θρήνους, καὶ νέοι ἄνδρες ἐξησθένησαν καὶ ἐκάμφθησαν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος ὑπερβολικῶν φορτωμάτων ξύλων.
14 καὶ πρεσβύται ἀπὸ πύλης κατέπαυσαν, ἐκλεκτοὶ ἐκ ψαλμῶν αὐτῶν κατέπαυσαν. 14 Οι γέροντες έπαυσαν πλέον να συχνάζουν εις την πύλην της πόλεως. Οι εκλεκτοί ψάλται εσταμάτησαν τους ύμνους των. 14 Οἱ γέροντες ἔπαυσαν πλέον νὰ συγκεντρώνωνται εἰς τὴν πύλην τῆς πόλεως διὰ νὰ συζητοῦν, νὰ συμβουλεύουν καὶ ἀποφασίζουν ἐπὶ δικαστικῶν ζητημάτων. Οἱ ἐκλεκτοί «νεαροί» ψάλται ἐσταμάτησαν πλέον τὶς ψαλμωδίες των.
15 κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν, 15 Κατελύθη και έσβησεν η χαρά της καρδίας μας. Οι χαρμόσυνοι χοροί μας μετεστράφησαν εις πένθος. 15 Ἡ χαρὰ ἠφανίσθη, διελύθη ἀπὸ τὴν καρδιά μας· οἱ χαρούμενοι χοροί μας μετεβλήθησαν εἰς πένθος.
16 ἔπεσεν ὁ στέφανος ἡμῶν τῆς κεφαλῆς· οὐαὶ δὴ ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν. 16 Επεσεν ο στέφανος της δόξης από την κεφαλήν μας. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι διεπράξαμεν αμαρτίας ! 16 Ἔπεσε τὸ στεφάνι τῆς δόξης μας «τοῦ βασιλείου καὶ τῆς ἱερωσύνης» ἀπὸ τὸ κεφάλι μας. Ἀλλοίμονον εἰς ἠμᾶς, διότι ἁμαρτήσαμε!
17 περὶ τούτου ἐγενήθη ὀδυνηρὰ ἡ καρδία ἡμῶν, περὶ τούτου ἐσκότασαν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. 17 Ενεκα τούτου κατεπλημμύρισεν η οδύνη την καρδίαν μας· εξ αιτίας των αμαρτιών μας οι οφθαλμοί μας εκαλύφθησαν από σκότος. Δεν βλέπουν. 17 Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐπλημμύρισεν ἀπὸ ὀδύνην καὶ πόνον ἡ καρδιά μας· αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐσκοτείνιασαν, ἐτυφλώθησαν τὰ μάτια μας.
18 ἐπ' ὄρος Σιών, ὅτι ἠφανίσθη, ἀλώπεκες διῆλθον ἐν αὐτῇ. 18 Επάνω στο όρος Σιών, το οποίον ηρημώθη, επέρασαν αλώπεκες. 18 Ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος Σιών, ὅπου ὑπῆρχεν ὁ Ναὸς καὶ πλήθη ἱερέων καὶ πιστῶν, ἐπειδὴ τοῦτο ἐρημώθηκε πλέον, περιπλανῶνται ἐλεύθερα καὶ ἄφοβα ἀλεποῦδες.
19 σὺ δέ, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα κατοικήσεις, ὁ θρόνος σου εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. 19 Συ όμως, Κυριε, μένεις στους αιώνας των αιώνων. Ο θρόνος σου υπάρχει από γενεάς γενεών. 19 Σὺ ὅμως, Κύριε, κατοικεῖς εἰς τὸν αἰῶνα· ὁ θρόνος σου διαμένει ἀσάλευτος αἰωνίως, ἀπὸ τῆς μιᾶς γενεᾶς εἰς τὴν ἄλλην γενεάν.
20 ἱνατί εἰς νῖκος ἐπιλήσῃ ἡμῶν, καταλείψεις ἡμᾶς εἰς μακρότητα ἡμερῶν; 20 Διατί μας εγκαταλείπεις εις την κατάστασιν αυτήν της ήττης μας; Μας αφήκες επί τόσον μακρόν χρόνον; 20 Διατὶ μᾶς λησμονεῖς ἐντελῶς εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἥττας καὶ τῆς ἀθλιότητός μας· διατὶ μᾶς ἐγκαταλείπεις ἐπὶ τόσον μακρὰν χρονικὸν διάστημα;
21 ἐπίστρεψον ἡμᾶς, Κύριε, πρός σε, καὶ ἐπιστραφησόμεθα· καὶ ἀνακαίνισον ἡμέρας ἡμῶν καθὼς ἔμπροσθεν. 21 Γυρισέ μας εν μετανοία προς σέ, Κυριε, και ημείς θα επιστρέψωμεν. Ανανέωσε και ξανακαινούργωσε τας ημέρας μας, όπως προηγουμένως. 21 Ἐπανάφερέ μας, Κύριε, ἐν μετανοίᾳ πρὸς Σέ «ἤ: Ἀποκατάστησέ μας, Κύριε, εἰς τὴν προηγουμένην εὔνοιάν σου καὶ δῶσε μας πάλιν εἰρήνην καὶ χαράν», καὶ ἡμεῖς θὰ ἐπιστρέψωμεν! «ἤ: Καὶ τοῦτο ἀρκεῖ διὰ νὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ σωθῶμεν». Ξεκαινούργωσέ μας, δῶσε μας τὴν παλαιὰν εὐρωστίαν καὶ τὸν παλαιὸν δυναμισμόν, ὅπως καὶ προηγουμένως.
22 ὅτι ἀπωθούμενος ἀπώσω ἡμᾶς, ὠργίσθης ἐφ' ἡμᾶς ἕως σφόδρα. 22 Διότι μέχρι σήμερον μας απώθησές με σφοδρότητα. Και τούτο, διότι δικαίως ωργίσθης πολύ εναντίον μας. 22 Διότι Σὺ μᾶς ἀπώθησες ἐντελῶς καὶ μᾶς ἀπέρριψες μὲ σφοδρότητα· διότι δικαίως ἐξέσπασεν ἡ ὀργή σου ἐναντίον μας μὲ πολλὴν δύναμιν.