ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ε´ 11 - 14
11 Δι' αυτόν δε τον Μελχισεδέκ, τον τύπον και το προεικόνισμα της αρχιερωσύνης του Χριστού, πολλά ημπορούμεν να είπωμεν, τα οποία όμως δύσκολα ερμηνεύονται, μάλιστα δε εις σαν, επειδή έχετε γίνει βραδείς και δυσκίνητοι στο να ακούετε και να εννοήτε τας μεγάλας αληθείας της πίστεως.
12 Και ενώ σεις θα έπρεπε να είσθε διδάσκαλοι των άλλων, αφού επί τόσον χρόνον ακούετε τα λόγια του Χριστού, εν τούτοις έχετε ανάγκην να σας διδάσκουν ποίαι είναι αι στοιχειώδεις και θεμελιώδεις αλήθειαι των λόγων του Θεού, αι οποίαι διδάσκονται στους νεοφωτίστους κατά την αρχήν της πίστεώς των στον Χριστόν. Και έτσι παρουσιάζεσθε σαν νήπια, που έχουν ανάγκην από γάλα και δεν είναι εις θέσιν να πάρουν και να αφομοιώσουν στερεάν τροφήν. Είσθε νήπιοι κατά την πίστιν και όχι ώριμοι.
13 Διότι καθένας που τρέφεται με γάλα, που εξακολουθεί δηλαδή να παίρνη μόνον τας στοιχειώδεις αληθείας της πίστεως, δεν έχει λάβει ακόμη πείραν και δεν γνωρίζει την διδασκαλίαν, η οποία οδηγεί εις την δικαίωσιν και την ενάρετον ζωήν. Είναι ακόμη από πνευματικής απόψεως νήπιον.
14 Η στερεά τροφή, η βαθεία και φωτισμένη πνευματική διδασκαλία, είναι δια τους τελείους, δι' εκείνους οι οποίοι έχουν με την πνευματικήν εργασίαν και συνήθειαν γυμνασμένα και ικανά τα αισθητήρια της ψυχής, ώστε να διακρίνουν εύκολα μεταξύ καλού και κακού.
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Ϛ´ 1 - 8
1 Επειδή, λοιπόν, από τόσον καιρόν έχετε ακούσει την διδασκαλίαν του Χριστού και δεν πρέπει πλέον να μένετε νήπιοι πνευματικώς, ας αφήσωμεν τας στοιχειώδεις και απλουστάτας διδασκαλίας περί του Χριστού και ας προχωρήσωμεν προς τας τελειοτέρας. Και ας μη θέτωμεν πάλιν ως θεμέλιον της εν Χριστώ ζωής σας εκείνα, από τα οποία ηρχίσαμεν, δηλαδή να μη αρχίσωμεν από την μετάνοιαν εκ των νεκρών έργων της αμαρτίας και από την πίστιν στον Θεόν·
2 από την διδασκαλίαν περί της τεραστίας διαφοράς μεταξύ του χριστιανικού βαπτίσματος και των Ιουδαϊκών βαπτισμών και πλύσεων, από την επίθεσιν των χειρών, που γίνεται μετά το βάπτισμα δια την μετάδοσιν των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος, από την διδασκαλίαν περί της αναστάσεως των νεκρών και της μελλούσης κρίσεως, από την οποίαν θα εξαρτηθή το αιώνιον μέλλον μας. Αυτά τα είπομεν εις την αρχην.
3 Και, Θεού θέλοντος, θα πραγματοποιήσωμεν τώρα αυτήν την πρόοδον και θα προχωρήσωμεν εις την ανωτέραν πνευματικήν διδασκαλίαν και ζωήν.
4 Πρέπει δε πάντοτε να προχωρούμεν, διότι άλλως υπάρχει φόβος καταστρεπτικής οπισθοδρομήσεως. Διότι είναι αδύνατον εκείνοι, οι οποίοι κατηχήθησαν τον λόγον του Θεού, έλαβον το άπαξ τελούμενον δια τον καθένα άγιον βάπτισμα και εγεύθησαν την απερίγραπτον γλυκύτητα και χάριν των ουρανίων δωρεών του Θεού και έγιναν μέτοχοι των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος
5 και έλαβαν προσωπικήν πείραν πόσον καλός, ευεργετικός και ειρηνοποιός είναι ο λόγος του Θεού και εγνώρισαν τας υπερφυσικάς δυνάμεις και τα θαύματα, που πραγματοποιούνται εν τω ονόματι του Χριστού, θα εκδηλωθούν δε εις όλην των την λαμπρότητα κατά τον μέλλοντα αιώνα,
6 αυτοί οι πιστοί, που τόσον έχουν προοδεύσει, εάν ξεπέσουν από όλα αυτά και τα αρνηθον, είναι αδύνατον να ανακαινίζωνται και να οδηγούνται πάλιν εις μετάνοιαν, διότι αυτοί με την άρνησίν των και την σκληροκαρδίαν των ξανασταυρώνουν τον Υιόν του Θεού, και, όπως απεσκληρυμμένοι άρχοντες του Ισραήλ τότε, τον διαπομπεύουν τώρα και αυτοί εις τα μάτια των ανθρώπων.
7 Ας δεχώμεθα, λοιπόν, με ευλάβειαν και προς καρποφορίαν τας δωρεάς του Θεού, διότι η γη που πίνει πάντοτε την βροχήν, η οποία συχνά κατά διαστήματα πίπτει εις αυτήν, και αναβλαστάνει χόρτον και λαχανικά και καρπούς δι' εκείνους από τους οποίους και καλλιεργείται, παίρνει ευλογίαν από τον Θεόν.
8 Οταν όμως βγάζη αγκάθια και τριβόλια, τότε γίνεται ακατάλληλος και άχρηστος, πλησιάζει δε και κινδυνεύει να γίνη κατηραμένη, το δε τέλος της θα είναι φωτιά, η οποία θα κάψη τα αγκάθια και τα τριβόλια. (Οι πιστοί, που δέχονται την χάριν του Θεού και προδεύουν εις την αρετήν, παίρνουν ολονέν και περισσοτέρας θείας ευλογίας· όσοι όμως εκτρέπονται εις έργα φαύλα και μοχθηρά και μένουν αμετανοήτως εις αυτά, γίνονται ένοχοι της κατάρας του Θεού).