Η ίδρυση και η ιστορία της μονής, της οποίας η πρώτη μνεία ανάγεται το 1333 μ.Χ., συνδέεται άρρηκτα με την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Καρδιώτισσας, η οποία κατά την παράδοση ζωγραφίστηκε από τον Άγιο Λάζαρο (βλέπε 17 Νοεμβρίου), μοναχό και αγιογράφο που έζησε την περίοδο της Εικονομαχίας. Η εικόνα την περίοδο της βενετοκρατίας εκλάπη και μεταφέρθηκε στον ναό του Αγίου Αλφόνσου στη Ρώμη, ενώ η νεότερη εικόνα που την αντικατέστησε από το 1735 μ.Χ. θεωρείται εξίσου θαυματουργή.
Από την αρχική μονή σήμερα σώζεται μόνο το καθολικό το οποίο έχει διαμορφωθεί αρχιτεκτονικά μετά από διαδοχικές επεμβάσεις στον αρχικό μονόχωρο ναό. Στη συνέχεια προστέθηκαν ο καμαροσκέπαστος χώρος στα βόρεια, και οι τρεις παράλληλοι μεταξύ τους χώροι στη δυτική πλευρά. Το σύνολο ενοποιήθηκε με την προσθήκη του μεγάλου εγκάρσιου νάρθηκα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι όψεις στους νάρθηκες οι οποίοι διαμορφώνονται κατά τα πρότυπα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής με τυφλά αψιδώματα από πλίνθους και κεραμοπλαστικό διάκοσμο.
Ο αρχικός ναός φέρει τοιχογραφικό διάκοσμο, με τη χαρακτηριστική τεχνοτροπία της ζωγραφικής της πρώτης δεκαετίας του 14ου αιώνσ μ.Χ. Το εικονογραφικό πρόγραμμα παρουσιάζει μία ιδιομορφία, αφού φέρει επτά σκηνές μόνον από τον μαριολογικό κύκλο, όπως γίνεται και σε άλλες περιπτώσεις μοναστηριακών καθολικών. Στο μεσαίο και στο νότιο πρόσθετο κλίτος, με τις τοιχογραφίες να χρονολογούνται στην τρίτη δεκαετία του 14ου αιώνα μ.Χ., αναπτύσσονται αντίστοιχα ο ευαγγελικός κύκλος και η μεγάλη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας. Η τοιχογράφηση και ίσως η κατασκευή των δύο αυτών κλιτών, πιθανόν συνδέονται με τη «δούλη τοῦ Θεοῦ Καλή», που απεικονίζεται στον πεσσό της νότιας προσθήκης σε τύπο νεκρικού πορτραίτου. Τοιχογραφικό διάκοσμο υψηλής ποιότητας των αρχών του 15ου αιώνα μ.Χ. φέρει και το βόρειο κλίτος, από τον οποίο διασώζονται λίγες μορφές, όπως τμήμα της παράστασης του έφιππου Αγίου Γεωργίου.