Στη Γαλατία της Ασιατικής Παφλαγονίας ήταν κάποιος γεωργός, που ονομαζόταν Μέτριος. Αυτός λοιπόν έβλεπε τον γείτονα του που είχε γιους και τους προετοίμαζε για την Κωνσταντινούπολη, για να γίνουν αξιωματικοί και υπηρέτες του Βασιλιά. Τότε ο Μέτριος παρακάλεσε τον Θεό λέγοντας: «Κύριε, αν και εγώ είμαι άξιος δούλος σου, χάρισε μου ένα αρσενικό παιδί για να το έχω αποκούμπι στα γηρατειά μου».
Αφού προσευχήθηκε, στη συνέχεια πήγε στο πανηγύρι που γινόταν κάθε χρόνο στην Παφλαγονία. Στην επιστροφή, στάθηκε σε ένα δασάκι που είχε νερό, για να ποτίσει τα ζώα του. Εκεί λοιπόν βρήκε ένα πουγκί, που είχε μέσα 1500 φλουριά. Όπως ήταν σφραγισμένο, χωρίς να το ανοίξει, το πήρε και το πήγε στο σπίτι.
Την επόμενη χρονιά, ξαναπήγε στο πανηγύρι της Παφλαγονίας και όταν τελείωσε, ο Μέτριος πήγε και στάθηκε στο δασάκι που βρήκε τα φλουριά και παρατηρούσε τους διαβάτες. Τότε φάνηκε κάποιος, που κάτι έψαχνε και αναστέναζε βαριά. Ο γεωργός τον ρώτησε γιατί αναστενάζει τόσο και αυτός του απάντησε ότι πέρυσι είχε πολλά εμπορεύματα, τα όποια πούλησε στο πανηγύρι και είχε μαζέψει 1500 φλουριά, τα όποια έχασε σ' αυτό το δασάκι. Τότε ο γεωργός έβγαλε από το αμάξι του το πουγκί, που είχε βρει και του το έδειξε. Ο έμπορος όταν το είδε έπεσε από τη χαρά του κάτω αναίσθητος. Ο φτωχός γεωργός τον συνέφερε, αποσφράγισαν το πουγκί, μέτρησαν τα φλουριά και ήταν πράγματι 1500. Ο έμπορος τότε θέλησε να δώσει στον γεωργό τα 500, αλλά αυτός δεν δέχθηκε τίποτα. Έτσι αφού ευχαρίστησαν και οι δυο τον Θεό αποχωρίστηκαν.
Τη νύχτα εκείνη, όταν ο γεωργός έπεσε να κοιμηθεί, είδε στον ύπνο του άγγελο Κυρίου, που του είπε ότι θα κάνει παιδί αρσενικό, θα το ονομάσει Κωνσταντίνο και θα φέρει μεγάλη ευλογία στο σπίτι του. Έτσι και έγινε, μετά από ορισμένο χρόνο η γυναίκα του γεωργού γέννησε αγοράκι, το όποιο μεγάλωσε, μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ο βασιλιάς τον ανύψωσε σε Πατρίκιο. Έτσι έφερε πολλά αγαθά στην οικογένεια του και ο Θεός αντάμειψε μ' αυτό τον τρόπο τον γεωργό για την τίμια πράξη του.