Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641 μ.Χ.) και όταν έξαρχος Αφρικής ήταν ο πατρίκιος Νικήτας, έγινε εκεί ένα περίεργο θαύμα. Στην Καρθαγένη ζούσε κάποιος άνθρωπος, ο οποίος, όταν έπεσε στην πόλη αυτή η επιδημία, έφυγε από εκεί με την σύζυγό του. Πήγαν στην εξοχική τους κατοικία, όπου και διέμεναν για να μην ασθενήσουν. Αλλά ο φθονερός και ανθρωποκτόνος διάβολος παρέσυρε αυτό τον άνθρωπο στην αμαρτία και τον οδήγησε στο να διαπράξει μοιχεία με τη σύζυγο του γεωργού, ο οποίος του καλλιεργούσε τα κτήματα. Στην συνέχεια ασθένησε και πέθανε.
Ύστερα όμως από τρεις ώρες αφότου τον ενταφίασαν, άρχισε να φωνάζει μέσα από τον τάφο και να λέγει: «Ελεήστε με, ελεήστε με». Αφού άνοιξαν λοιπόν τον τάφο, τον βρήκαν ζωντανό, χωρίς όμως να μπορεί να μιλήσει. Ο παρευρισκόμενος δε εκεί Επίσκοπος Αφρικής Θαλάσσιος τον ενίσχυσε με λόγια παραμυθητικά.
Όταν πέρασαν τέσσερις ημέρες, ο άνθρωπος αυτός άρχισε να ομιλεί και διηγήθηκε τα ακόλουθα: «Την στιγμή που έβγαινε η ψυχή μου από το σώμα μου, έβλεπα τους δαίμονες, σαν Αιθίοπες, να βρίσκονται πλησίον μου και να έχουν όψη που προκαλούσε τον τρόμο και την φρίκη. Στην συνέχεια είδα δύο Αγγέλους με την μορφή ωραίων νέων, οι οποίοι με πλησίασαν και με την παρουσία τους χάρηκε η ψυχή μου. Οι Άγγελοι με πήραν μαζί τους, καθώς ανέβαιναν στον ουρανό. Τότε οι δαίμονες εξέταζαν κάθε αμαρτία μου. Και συγκεκριμένα, άλλος δαίμονας εξέταζε το ψεύδος, άλλος τον φθόνο και άλλος την πλεονεξία. Στις αμαρτίες μου δε αυτές, που εξέταζαν τα δαιμόνια, οι Άγγελοι αντέτασσαν τις αγαθές μου πράξεις.
Όταν φθάσαμε στην πύλη του ουρανού, μας συνάντησε το τάγμα των διαβόλων που εξετάζει το αμάρτημα της πορνείας και αποκάλυψε τη μοιχεία που είχα διαπράξει πριν από λίγες ημέρες. Οι δαίμονες δε του τάγματος της πορνείας νίκησαν και με τράβηξαν στα έγκατα της γης, όπου κολάζονται οι ψυχές των αμετανοήτων. Και το τι συμβαίνει εκεί δεν είναι δυνατόν να το περιγράψει ανθρώπινη γλώσσα.
Ενώ λοιπόν θρηνούσα για το κατάντημά μου, εμφανίσθηκαν οι δύο Άγγελοι, στους οποίους κλαίγοντας είπα: «Σπλαχνισθείτε με και βοηθήστε με να μετανοήσω». Τότε με πήραν και με έβαλαν στον τάφο. Εκεί βρήκα το σώμα μου σαν λάσπη και βόρβορο και δεν ήθελα να εισέλθω σε αυτό. Εκείνοι όμως μου είπαν ότι δεν είναι δυνατόν να μετανοήσω με άλλο τρόπο, παρά μαζί με το σώμα μου, με το οποίο διέπραξα την αμαρτία. Τότε λοιπόν εισήλθα στο σώμα μου και, αφού ενώθηκε πάλι η ψυχή με αυτό, άρχισα να φωνάζω».
Αυτά διηγήθηκε εκείνος ο άνθρωπος και, αφού έζησε χωρίς τροφή επί σαράντα ημέρες κλαίγοντας και οδυρόμενος για τις αμαρτίες του, πέθανε.