Η εκκλησία της Παναγιάς της Πορταΐτισσας άρχισε να χτίζεται το 1762 μ.Χ. από τον Όσιο Άνθιμο (βλέπε 4 Σεπτεμβρίου) ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλλονιά.
Τελειώνοντας την εκκλησία έφυγε και πήγε στο Άγιο Όρος για να φτιάξει τις εικόνες, να έρθει να τις τοποθετήσει και να στολίσει την εκκλησία. Είπε, λοιπόν, στον τότε Αγιογράφο να του κάνει αντίγραφο της Πορταΐτισσας των Ιβήρων. Ο αγιογράφος λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την εικόνα. Τότε, λοιπόν ο Όσιος Άνθιμος παίρνει την εικόνα της Πορταΐτισσας των Ιβήρων, την εφάπτει με την Πορταΐτισσα της Αστυπάλαιας και μετά από ολονύχτια προσευχή είδαν το πρωί το πρόσωπο της Παναγίας αποτυπωμένο.
Ερχόμενος, λοιπόν στην Αστυπάλαια συκοφαντήθηκε απ' τους Αστυπαλίτες. Αποφάσισε λοιπόν να αναχωρήσει παίρνοντας και την εικόνα της Πορταΐτισσας μαζί του. Προσπάθησε να τη βγάλει απ’ τη θέση της τρεις φορές αλλά δεν έβγαινε διότι ήταν θέλημα Θεού να παραμείνει αυτός ο θησαυρός στην Αστυπάλαια. Με δάκρυα στα μάτια προσκύνησε την εικόνα και έφυγε.
Παρ’ όλη την πίκρα που του έδωσαν οι Αστυπαλίτες είχε αφήσει διαθήκη όταν κοιμηθεί να μεταφέρουν τον δεξί του βραχίονα στην Αστυπάλαια όπως και έγινε.
Μεγαλυνάριον
Τήν ἀχειροποίητον καί σεπτήν, ἐν Ἀστυπαλαίᾳ, ἀσπαζόμενοι Σήν μορφήν, ἐκβοῶμεν, χαῖρε Χριστιανῶν ἁπάντων, παραμυθία θεία, ὦ Πορταΐτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ἄνθιμος ὁ Ὅσιος καί Πατήρ τῆς Ἀστυπαλαίας, ὠκοδόμησε Σήν Μονήν καί τήν σεβασμίαν κατέθηκεν μορφήν Σου ἐν ταύτῃ, Θεοτόκε, ὦ Πορταΐτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις ἀπλανέστατε ποδηγέ τῶν ἐμπεριστάτων, Πορταΐτισσα θαυμαστή, καί ναυτιλλομένων οἰακοστρόφε θεία, Ἀστυπαλαίας νήσου ὄλβε ἀσύλητε.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Τούς ἀσπαζομένους τήν ἱεράν καί σεπτήν μορφήν Σου, καθοδήγει πρός ἀρετῆς τρίβους, Θεοτόκε, χειραγωγός ὡς θεία πιστῶν πρός σωτηρίαν, ὦ Πορταΐτισσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Κηδεμών καί σκέπη καί ἀρωγός τῆς Ἀστυπαλαίας, Πορταΐτισσα Μαριάμ, πέλεις, Θεοτόκε, καί τῶν πιστῶν ἁπάντων προστάτις ταχυτάτη, βίου ἐν κλύδωσι.