Οι Άγιοι Βονιφάτιος και Αγλαΐα έζησαν τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Η Αγλαΐα ανήκε στην τάξη των ευγενών και πλούσιων Ρωμαίων γυναικών και ήταν πάντα πρόθυμη στις ελεημοσύνες και στις διάφορες αγαθοεργίες. Ο δε Βονιφάτιος ήταν γραμματέας της περιουσίας της Αγλαΐας και επόπτης των κτημάτων της. Όπως η κυρία του, ήταν και αυτός εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος. Διαχειριζόταν την περιουσία της Αγλαΐας με πολλή τιμιότητα, και απέναντι στους υπηρέτες ήταν ευγενέστατος.
Η ανεξέλεγκτη όμως καλοζωία έπνιξε την πνευματικότητα του Βονιφατίου και της Αγλαΐας. Άναψε την εύφλεκτη νεότητά τους και παρασύρθηκαν από τις ένοχες σαρκικές ηδονές. Ευτυχώς όμως, ο έλεγχος των συνειδήσεών τους ήταν αυτός που τελικά επικράτησε. Αμάρτησαν. Έκλαψαν και οι δύο πικρά. Θα τους δεχόταν άραγε και πάλι ο Θεός σαν ζωντανά μέλη της Εκκλησίας του; Γιατί όχι; Άλλωστε, ο Ίδιος είπε: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἐνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκά, ΙΕ' 10). Δηλαδή, χαρά γίνεται στους ουρανούς, με την παρουσία αγγέλων του Θεού, που συμμετέχουν στη χαρά αυτή, για έναν αμαρτωλό που μετανοεί.
Με πολλή συντριβή λοιπόν, οι δύο μετανοούντες εξομολογήθηκαν το ηθικό τους ολίσθημα σε πνευματικό ιερέα και η ηθική τους επιστροφή και αναγέννηση ήταν πλέον γεγονός. Έτσι αργότερα ο μεν Βονιφάτιος πέθανε μαρτυρικά για την πίστη στην Ταρσό της Κιλικίας, η δε Αγλαΐα, αφού πούλησε τα υπάρχοντά της, αφιέρωσε τη ζωή της στην ανακούφιση των φτωχών και των πασχόντων.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μαρτύρων τὴν εὔκλειαν ἰχνηλατήσας θερμῶς, Χριστὸν ὡμολόγησας ἐπὶ ἀπίστων στερρῶς, σοφὲ Βονιφάτιε· ὅθεν καθάπερ πλοῦτον ἀδαπάνητον, μάρτυς, δέδωκάς σου τὸ σῶμα τῇ σεμνῇ Ἀγλαΐᾳ· ἐξ οὗ τῷ κόσμῳ πηγάζει ῥώσις καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἱερεῖον ἄμωμον, ἐθελουσίως, σεαυτὸν προσήγαγες, τῷ ἐκ Παρθένου διὰ σέ, τεχθῆναι μέλλοντι Ἅγιε, στεφανηφόρε σοφὲ Βονιφάτιε.
Ὁ Οἶκος
Ἀνατολῆς ὥσπερ ἀστήρ, τοὺς μάγους ἐκ Περσίδος, οὕτω σε θεία νεῦσις ἐκ δυσμῶν ὡδήγησε θεόφρον, τεχθῆναι ἐν Σπηλαίῳ, τῷ εὐδοκήσαντι Χριστῷ προσκυνῆσαι ὡς Βασιλεῖ ἁπάσης τῆς κτίσεως, καὶ τούτῳ δῶρα προσαγαγεῖν, ὡς λίβανον καὶ σμύρναν καὶ χρυσόν, Πίστιν Ἀγάπην καὶ Ἐλπίδα. Ὅθεν σαυτὸν ὁλόκληρον προσήγαγες αὐτῷ ἄμωμον δῶρον, τῷ Τυράννῳ δικαστῇ, ἐν παρρησίᾳ κράζων καὶ βοῶν· Χριστοῦ μου δοῦλος ὑπάρχω, στεφανηφόρε σοφὲ Βονιφάτιε.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τιμήσας τὸν Θεόν, παρ' αὐτοῦ ἐτιμήθης, Μαρτύρων καλλονή, Βονιφάτιε μάκαρ· διὸ καὶ στεφάνῳ σε, θείας δόξης ἐκόσμησεν· ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἡμῶν σὲ αἰτοῦμεν, πρεσβεύειν πρὸς Κύριον.