(από την λέξη φωκή) = ο στοργικός προς την πατρίδα και τους οικείους του όπως η φώκη.
Ἔγωγε τμηθῶ πρῶτον, Ἕρμυλος λέγει.Οὔ, φησὶ Φωκᾶς, ἀλλ' ὁ Φωκᾶς Ἕρμυλε.
Οι Άγιοι Φωκάς και Ερμύλος μαρτύρησαν δια ξίφους.