(από την λέξη ιλαρός = φαιδρός, εύθυμος) = ο φαιδρός, ο εύθυμος, ο γαλήνιος.
Χλόη τις ἡ φλὸξ ἐστιν, εἰπόντος Πρόβου,Ἱλάριος, Ναί, φησὶ φίλτατε Πρόβε.
Οι Άγιοι Πρόβος (ή Πρόμος) και Ιλάριος μαρτύρησαν δια ξίφους.