(σώσας = θεός) = ο σώσας και σώζων ως θεός.
Τραγικός ποιητής της Αλεξάνδρειας του 3ου π.Χ. αιώνα.
Σωσίθεον σωθεῖσιν ἐγγράφει λόγος,Ὑπὲρ Θεοῦ σῴζοντος ἐκτετμημένον.
Ο Άγιος Σωσίθεος μαρτύρησε δια ξίφους.