(από την λέξη αγάπη) = ο πολύ αγαπητός, ο γεμάτος αγάπη.
Αθηναίος πολυμαθής φιλόσοφος.
Ἀπῆλθε, θηρσὶ μὴ βλαβεὶς Ἀγαπίων.Τοῦτον γὰρ ἠγάπησε καὶ θηρῶν φύσις.
Ο Άγιος Αγαπίων επειδή ομολόγησε τον Χριστό, τον έριξαν για τροφή στα άγρια θηρία. Θαυματουργικά όμως βγήκε αβλαβής και απεβίωσε ειρηνικά.