(από την λέξη ώρα) = ο εν ακμή, ο νέος, ο γενναίος και ωραίος.
1) Κατά την μυθολογία ήταν περίφημος κυνηγός, ωραίος στο πρόσωπο.2) Έλληνας γραμματικός του 5ου μ.Χ. αιώνα που έγραψε περίφημο ετυμολογικό λεξικό.3) Αστερισμός του ουρανού.
Κἂν ζῶν ἐβλήθη Μάρτυς εἰς γῆν Ὠρίων,Ὑπὲρ τὸν Ὠρίωνα λάμπει τοῦ πόλου.
Ο Άγιος Ωρίων μαρτύρησε, αφού τον έθαψαν ζωντανό στη γη.