(Κάλλος + ωψόπος) = αυτός που έχει ωραία μάτια.
Ξίφει τράχηλον, Καλλιόπιε, κλίνας,Κάλλος θεωρεῖς ἀκλινῶς Θεοῦ Λόγου.
Ο Άγιος Καλλιόπιος μαρτύρησε δια ξίφους.