(από Θεός + γίγνομαι) = ο θεϊκός, ο θεογέννητος.
1) Σπουδαίος τύραννος των Μεγάρων. 2) Θάσιος ολυμπιονίκης, ονομαστός για την ρώμην του. 3) Σικελός συγγραφέας από εκ Ρηγίου.
Ὡς ἦλθεν ἐν χρῷ τῆς πυρᾶς Θεαγένης,Εἰσῆλθεν αὐτὴν οὐ ταραχθεὶς τῇ θέᾳ.
Ο Άγιος Θεαγένης ή Θεογένης μαρτύρησε δια πυρός.